
Για την παράσταση του Τζέιμς Φριτς «Ρος και Ρέιτσελ» σε μετάφραση του Δημήτρη Κιούση και σκηνοθεσία του Μιχάλη Βιρβιδάκη, η οποία παρουσιάστηκε στον αίθριο χώρο του θεάτρου «Κυδωνία» στα Χανιά. Και δυο λόγια για το Θέατρο «Κυδωνία», ως κοιτίδα πολιτισμού για τα Χανιά.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Ο Τζέιμς Φριτς εξερευνά μια σύγχρονη εκδοχή του έρωτα τύπου Ρωμαίου και Ιουλιέτας κάνοντας, με τον τίτλο του έργου του, «Ρος και Ρέιτσελ», σαφή αναφορά στους δύο πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες μιας πασίγνωστης τηλεοπτικής σειράς. Ένας έρωτας που προσκρούει στη ματαιότητα των εγκοσμίων, σ’ ένα θεατρικό έργο που μετέφρασε για το θέατρο «Κυδωνία» ο Δημήτρης Κιούσης και το σκηνοθέτησε ο Μιχάλης Βιρβιδάκης, μελετώντας σε βάθος το κείμενο και αναδεικνύοντας τις λέξεις που περιγράφουν την ερωτική εξιδανίκευση και την απομυθοποίησή της.
Τον διπλό ρόλο του Ρος και της Ρέιτσελ ερμηνεύει η ηθοποιός Στελλίνα Ιωαννίδου με υψηλό βαθμό συναισθηματικής εμπλοκής στο έργο και με ακριβή έλεγχο των εκφραστικών της μέσων. Παράλληλα, στην αισθαντική ερμηνεία της μουσικής «συνειδησιακής ροής», ο πιανίστας Δημήτρης Ντρουμπογιάννης συνδιαμορφώνει το κλίμα της παράστασης και την κινησιολογία της πρωταγωνίστριας.
Τον διπλό ρόλο του Ρος και της Ρέιτσελ ερμηνεύει η ηθοποιός Στελλίνα Ιωαννίδου με υψηλό βαθμό συναισθηματικής εμπλοκής στο έργο και με ακριβή έλεγχο των εκφραστικών της μέσων.
Επενδύοντας στο έτερον ήμισυ με επίθετα και με κτητικές αντωνυμίες, ουσιαστικά αντιπαλαίουμε απονενοημένα τη φυσική κίνηση των πραγμάτων προς τη φθορά και την αποσύνθεση. Όταν αυτό το λεξιλόγιο εκφωνείται τη στιγμή που το σώμα και το πρόσωπο του ηθοποιού δηλώνουν το ακριβώς αντίθετο, βρισκόμαστε στο σημείο γένεσης της θεατρικής τέχνης. Εκεί όπου η ευρέως καταναλώσιμη τέχνη παρουσιάζει μιαν απλοϊκή, διαμεσολαβημένη εκδοχή της ζωής μας, ο Μιχάλης Βιρβιδάκης αναζητά κείμενα που φωτίζουν την πολυπλοκότητα της κανονικής ζωής και αναδεικνύουν με σκεπτικισμό την αποτυχία και τη ματαίωση στα πλαίσια των ανθρώπινων σχέσεων:
«Κάθε μέρα μικροπράγματα θα μου θυμίζουν πως κάποτε αυτός ήταν εδώ και τώρα δεν είναι».
Η εμμονή του «together forever» και οι ματαιώσεις της
Η παραπομπή στο πιο δημοφιλές τηλεοπτικό ζευγάρι της δεκαετίας του ’90 («Τα φιλαράκια») βοήθησε τον συγγραφέα να απαλλαγεί από τη διευκρίνιση πως έγραψε για ζευγάρι. Ο σκοτεινός και ειλικρινής συγγραφέας δεν δανείστηκε «inside jokes» από τη διεισδυτική λαϊκή κουλτούρα της τηλεόρασης, όμως η φιλολογική του αναφορά ήταν, κατ’επιλογήν, αυτή.
Σε αφηγηματικό επίπεδο, η φωνή που μιλά χρησιμοποιεί διαλόγους ενός άντρα και μιας γυναίκας υψηλού μορφωτικού επιπέδου που επιθυμούν, αρχικά, να αλληλοαπορροφηθούν, ενώ, μέχρι τη δεκαετία των σαράντα χρόνων τους, έχουν αποδεχθεί μια σειρά συμβάσεων και σταδιακά αποξενώνονται, εξαπατούν, κρύβονται.
Στην έννοια της «ευτυχίας του ζευγαριού» έρχεται το έργο του να δώσει μια παραπέρα ώθηση, να εξεικονίσει το «επέκεινα» των στερεοτύπων ευτυχίας, των παγιωμένων προσδοκιών, της καταρρέουσας εξιδανίκευσης του/της ερωτικού/ής συντρόφου. Σε αφηγηματικό επίπεδο, η φωνή που μιλά χρησιμοποιεί διαλόγους ενός άντρα και μιας γυναίκας υψηλού μορφωτικού επιπέδου που επιθυμούν, αρχικά, να αλληλοαπορροφηθούν, ενώ, μέχρι τη δεκαετία των σαράντα χρόνων τους, έχουν αποδεχθεί μια σειρά συμβάσεων και σταδιακά αποξενώνονται, εξαπατούν, κρύβονται.
«Νομίζω η ανάσα του άλλαξε. Αγάπη μου, μ’ ακούς;»
Είτε το κείμενο χαρακτηριστεί «διάλογος για μια φωνή», είτε «μονόλογος για δύο χαρακτήρες», παραμένει ένας συγκρουσιακός «δυό-λογος», ρευστός ως προς την πηγή εκπόρευσης των σκέψεων (κατά σημεία θα μπορούσε να μιλά ο Ρος, ή η Ρέιτσελ, ή και οι δύο, ή ακόμη κάποιος τρίτος), μια αλληγορία της παραπειστικής «ενότητας» του ερωτικού λεξιλογίου. Υπάρχουν ζοφερά σημεία στο έργο, όπως η μνήμη μιας αφόρητης πλήξης ή η παραμόρφωση του προσώπου σε μιαν οραματική ανάκληση της αρρώστιας, η σωματικότητα των οποίων συναγωνίζεται σπουδαία κλασικά κείμενα. Τα πιο γωνιώδη, αιχμηρά μέρη συνειδητοποίησης της φθοράς, της πλήξης, της αποξένωσης και του θανάτου υπογραμμίζονται από τους θαυμάσιους φωτισμούς της Μικαέλας Παπά. Το εξαιρετικό κοστούμι/διασκευασμένο νυφικό της Lucyna Kukosz προεκτείνεται με υφάσματα που δένονται στο στήθος και στην πλάτη της ηθοποιού κατά τρόπον ώστε να επιτονίζουν εικαστικά τη διελκυστίνδα συναισθημάτων του έργου, από τα «φτερά του έρωτα» έως τα δεσμά του γάμου.
Εξερευνώντας τις μύχιες σκέψεις της Ρέιτσελ μπορείς να διακρίνεις, με πόνο ψυχής βέβαια, τα γνωρίσματα που αφορούν όλες τις ερωτικές σχέσεις, ακόμη κι εκείνες που ευτύχησαν να διαρκέσουν: αρχικά, την placebo πρόθεση να ενωθείς ισόβια με κάποιον. Στην πορεία, τις αντιξοότητες που η καθημερινότητα βάναυσα προβάλλει στην υλοποίηση αυτής της πρόθεσης. Στο τέλος, τη φυσική ακύρωση που επιφέρει ο κλινικός θάνατος στην πραγμάτωση του μύθου της «αιώνιας σχέσης», τον φθόνο του αρρώστου για τον υγιή, τη βίαιη ανατροπή της ερωτικής συνύπαρξης, την υπαρξιακή μοναξιά και τη μνήμη του άλλου ως ενός Μεγάλου Απόντος.
Θέατρο «Κυδωνία», κοιτίδα πολιτισμού για τα Χανιά
H Εταιρεία Θεάτρου «Μνήμη», για τρίτη συναπτή χρονιά, οργανώνει στον αίθριο χώρο του θεάτρου «Κυδωνία», στα Χανιά, κύκλο καλλιτεχνικών εκδηλώσεων θεάτρου, χορού, λογοτεχνίας και φιλοσοφίας. Το μίνι φεστιβάλ (μια εξαιρετική δουλειά, με αυστηρές και πάντα ποιοτικές επιλογές) ξεκίνησε στις 15 Ιουλίου με την πρεμιέρα του έργου «Ρος και Ρέιτσελ» του Τζέιμς Φριτς. Το πρόγραμμα της παράστασης είναι μια ειδική έκδοση της εταιρείας θεάτρου «Μνήμη», με τη φροντίδα, τη φιλολογική επιμέλεια και τον προσωπικό μόχθο της συγγραφέως Λίλας Τρουλινού.
Στη συνέχεια, την Παρασκευή 17 Ιουλίου, έγινε ένα αφιέρωμα στον μεγάλο νομπελίστα ποιητή της Ιρλανδίας Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς υπό τον τίτλο «Την κάθε ήττα τραγουδώ, τρέμω την κάθε νίκη», από τον Κώστα Κουτσουρέλη, με την ευκαιρία της πρόσφατης έκδοσης της «Προσευχής για την κόρη μου» (σε δική του μετάφραση, εκδ. Κίχλη) και τον Μιχάλη Βιρβιδάκη με αφορμή την πρώτη του σκηνοθεσία, στη δεκαετία του ’90, τεσσάρων θεατρικών έργων μικρής διάρκειας του συγγραφέα (Τα Σκιερά Νερά, Στην Πανσέληνο του Μάρτη, Ο Γάτος και η Σελήνη, Καθαρτήριο) με γενικό τίτλο «Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς – Ένα όραμα», στο παλιό τυπογραφείο του «Εμπρός».
H ιαπωνική λέξη engawa παραπέμπει φιλοσοφικά στην άκρη, στο σύνορο και στο χείλος του γκρεμού. Κατ’ επέκτασιν, στη μπαμπού «γέφυρα» που συνδέει τα παραδοσιακά ιαπωνικά σπίτια με τον δημόσιο χώρο. Σημαίνει την αιώρηση μεταξύ χορού και μουσικής, αλλά και την αντιπαράθεση μιας πάγιας και διαμορφωμένης κατάστασης προς μια ρέουσα και μεταμορφωσιγενή.
Εντυπωσιακή ήταν η παράσταση χορού Μπούτο που έφερε τον τίτλο Engawa. H ιαπωνική λέξη engawa παραπέμπει φιλοσοφικά στην άκρη, στο σύνορο και στο χείλος του γκρεμού. Κατ’ επέκτασιν, στη μπαμπού «γέφυρα» που συνδέει τα παραδοσιακά ιαπωνικά σπίτια με τον δημόσιο χώρο. Σημαίνει την αιώρηση μεταξύ χορού και μουσικής, αλλά και την αντιπαράθεση μιας πάγιας και διαμορφωμένης κατάστασης προς μια ρέουσα και μεταμορφωσιγενή. Αυτή η σύγκρουση θνησιγενούς και ζωντανού, που παράγει και μια νέα καλλιτεχνική μορφή, αποδόθηκε εξαίρετα από την ερμηνεύτρια Μαρία Μαλαξιανάκη, μαθήτρια των Masaki Iwana και Sumako Koseki, που κομίζει μια «καυκάσια» εκδοχή της σημαντικής αυτής παραστατικής τέχνης εγκατάλειψης του καρτεσιανού σύμπαντος μέσα από συγκεκριμένες κινησιολογικές τεχνικές και επίπονες ασκήσεις αυτογνωσίας.
Ακολούθησε αφιέρωμα στο εκδοτικό και συγγραφικό έργο, καθώς και στη ζωή του εμπνευστή των εκδόσεων «Γνώση» Μανώλη Μπουζάκη, με συνομιλητές τον ίδιο, τον Μιχάλη Βιρβιδάκη και τον Κώστα Κουτσουρέλη. Ακολούθησε εκδήλωση του καθηγητή πανεπιστημίου Γιάννη Δημητρακάκη για τα ταξίδια και τις ιδέες του Νίκου Καζαντζάκη στη δεκαετία του 1920, ενώ στις 31 Ιουλίου πραγματοποιήθηκε ανοιχτή συζήτηση των Κώστα Ανδρουλιδάκη, Στέλιου Βιρβιδάκη, Κώστα Κουτσουρέλη και Γιώργου Ξηροπαΐδη, με τίτλο: «Ποιητές και φιλόσοφοι: εταίροι ή αντίπαλοι;», η οποία μεταδόθηκε σε live streaming από τη σελίδα του Θεάτρου «Κυδωνία». Αξίζει εδώ να γίνει ειδική μνεία στην τεχνική υποστήριξη και γενική φροντίδα του ηλεκτρολόγου και επιμελητή σκηνής Ανδρέα Κασσελάκη.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).