
Για την παράσταση σύγχρονου χορού Εnter Achilles του Λόιντ Νιούσον, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
Του Νίκου Ξένιου
Eίδα στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση τo Εnter Achilles του Λόιντ Νιούσον, την εκσυγχρονισμένη εκδοχή της ιστορικής παράστασης που πρωτοπαρουσιάστηκε στη Βιέννη το 1995. Ο Αυστραλός χορογράφος συνεργάστηκε με την ομάδα Rambert και το Sadler's Wells για να αναβιώσει τη χορογραφία που σχολίαζε την αντίληψη περί ανδρισμού της εργατικής τάξης της Βρετανίας στην περίοδο της Θάτσερ: η πατριαρχία της δεκαετίας του ’80 έχει αρχίσει να αμφισβητείται αλλά ο συναισθηματικός και σεξουαλικός πλανήτης όπου κινούνται οι άνδρες παραμένει ο ίδιος. Με ντοκιμαντερίστικη οπτική το Enter Achilles σκιαγραφεί στερεοτυπικές συμπεριφορές ανδρών ένα απόγευμα σε μια παμπ του Λονδίνου: κινησιολογική πεζότητα, κομφορμισμός προς την ομάδα (peer pressure), ψευδοηρωϊσμός, ομοφοβία, σεξισμός, οφθαλμοπορνεία, βία και «ποδοσφαιρική» κουλτούρα και μίμηση, σε ένα εκλεκτικό μείγμα που στυλιζάρεται βάσει των επιταγών του «σωματικού» θεάτρου.
Επιδίωξη της χορογραφίας είναι μια συγκεκριμένη εκδοχή ρεαλισμού (όπως θα τον όριζαν ο Γκεόργκ Λούκατς και ο Μπ. Μπρεχτ)[1], που προαπαιτεί ο χορευτής να συνδέει την τέχνη του με την κοινωνική του εμπειρία. Το υπό πραγμάτευσιν ζήτημα είναι η ανδρική αντίληψη του «τακιμιού» και η ετεροφυλόφιλη επικοινωνιακή κουλτούρα των μέσων εισοδηματικών τάξεων κατά την ώρα της εκτόνωσης και της μπυραρίας.
Το «κατά λέξιν» θέατρο και ο χορός του Νιούσον
Αυτό που ο Βρετανός θα αποκαλούσε «male bonding» αποδεικνύεται επικοινωνία πολύ περιορισμένης εμβέλειας: μπανάλ ως προς τους κώδικες, τετριμμένη ως προς τις επιδιώξεις, περιοριστική ως προς την έκφραση της υποτιθέμενης αρρενωπότητας.
Αυτό που ο Βρετανός θα αποκαλούσε «male bonding» αποδεικνύεται επικοινωνία πολύ περιορισμένης εμβέλειας: μπανάλ ως προς τους κώδικες, τετριμμένη ως προς τις επιδιώξεις, περιοριστική ως προς την έκφραση της υποτιθέμενης αρρενωπότητας. Οι εξαιρετικοί χορευτές της ομάδας (Ρίτσαρντ Τσίλι, Τομ Ντέιβις, Νταν, Νέλσον Ερλ, Μιγουέλ Φιολ Ντουράν, Ίαν Γκάρσαϊντ, Έντι Χούκχαμ, Σκότ Τζένινγκς, Γεώργιος Κοτσιφάκης, Τζαγκ Πόφαμ, Τζων Ρος) μιλούν την «κόκνεϊ» διάλεκτο των εργατικών συνοικιών της βρετανικής πρωτεύουσας, επιστρατεύουν τεχνικές του σύγχρονου χορού και του partnering, της ακροβατικής και της μιμικής, ενώ έχουν μελετήσει τη σωματική γλώσσα: αυτήν που αποδίδει τα νοήματα «κατά λέξιν», με συγκεκριμένες κινήσεις, διευκολύνοντας τον θεατή στην επισήμανση της προβληματικής.
Ποια μορφή «ανδρισμού» προσδοκά μια παρέα ανδρών από τα μέλη της και ποιαν προσδοκούν οι γυναίκες; Πόσο τοξική είναι αυτή η αρρενωπότητα; Πόσο μακριά βρίσκεται από την πολιτική ορθότητα; Πόσο συνδέεται με την ανασφάλεια και το συναίσθημα της ενοχής και από πού πηγάζουν αυτά; Κατά την άποψή μου, οι φαλλοκρατικές αντιλήψεις δεν περιορίζονται στις καθαρά ανδρικές παρέες: μπορούν εύκολα να αναζητηθούν σε κάποιες παρέες γυναικών ή ομοφυλόφιλων ανδρών, στην εκζήτηση της εμφάνισης, στο δέλεαρ της μυϊκής ανάπτυξης, στην αποτρίχωση, στο μετροσέξουαλ πρότυπο, στην πορνογραφία, στην υπακοή στις επιταγές της μόδας, στο καθημερινό λεξιλόγιο ανδρών και γυναικών.
Σπουδή φύλου και έμφυλη ταυτότητα
Η αλλοτρίωση και το macho «λούστρο» στη συμπεριφορά και στις κινήσεις, η καλά συγκεκαλυμμένη τρυφερότητα και η μεγάλη δόση ανδρικών ορμονών στις απλές δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου, ο υπερσυναισθηματισμός και ο μισογυνισμός είναι τα στοιχεία που συνθέτουν την εκδοχή αρρενωπότητας που ο Λόιντ Νιούσον χορογραφεί τριάντα χρόνια μετά, ώστε ο σύγχρονος θεατής να διαπιστώσει τη βιωσιμότητά τους σήμερα. Η τρωτότητα της «αχιλλείου πτέρνας» είναι η καλύτερη μεταφορά για ν’ αποδοθεί ο τραυματισμένος «ματσισμός» που οδηγεί στην έξαρση της βίαιης συμπεριφοράς. Πόσο ο μέσος σύγχρονος άνδρας έχει αναθεωρήσει τα στερεότυπα «ανδρικής» συμπεριφοράς με τα οποία έχει γαλουχηθεί;
Ο κύριος ανδρικός χαρακτήρας είναι ένας χιουμορίστας «μπλόκι» τύπος μεταξύ είκοσι και τριάντα ετών, που θα μπορούσε κάλλιστα να συμμετέχει σε μια σημερινή πορεία υπέρ του Brexit.
Τα φαινόμενα δείχνουν πως τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει θεαματικά μέσα στα τριάντα χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη παράσταση του Enter Achilles και πως το πρότυπο του «ευάλωτου άνδρα» απέχει πολύ του να έχει ξεπεραστεί. Ο κύριος ανδρικός χαρακτήρας είναι ένας χιουμορίστας «μπλόκι» τύπος μεταξύ είκοσι και τριάντα ετών, που θα μπορούσε κάλλιστα να συμμετέχει σε μια σημερινή πορεία υπέρ του Brexit. Κάποιες πολιτικές συζητήσεις μεταξύ των ηρώων καταδεικνύουν πως το υπεραρσενικό καλά κρατεί (ευτυχώς που παρακολουθώ σύγχρονο αγγλικό κινηματογράφο και έχω proficiency, αλλιώς δεν θα μπορούσα να καταλάβω λέξη απ' όσα λέγονταν επί σκηνής: η παραγωγή δεν φρόντισε να υπερτιτλίσει την παράσταση, σαν να απευθυνόταν αυτή σε κλειστό club αγγλομαθών.)
Σύνδεση ανδρισμού και βίας
Η σπουδή της «έμφυλης ταυτότητας» διερευνάται μέσω της απόκλισης εκ του ανδρισμού (ο τίτλος της ιστορικής ομάδας του Νιούσον δεν είναι τυχαίος: DV8 [2]). Η εμφάνιση μιας πιο τεθηλυσμένης εκδοχής άνδρα στο σκηνικό της παμπ, καθώς και οι κινησιολογικές επιλογές αυτού του ρόλου, δημιουργούν το κάδρο της αντίθεσης που, με διαλεκτικό τρόπο, θα παραγάγει μια χορογραφία κατά τη διάρκεια της οποίας δυο άντρες κρατούν ένα ποτήρι μπύρας με τα χείλη τους και δημιουργούν ένα εντυπωσιακό σύμπλεγμα. Ωστόσο, ο αυστραλός χορογράφος φαίνεται να μην καταδικάζει εξαρχής την τρέχουσα εκδοχή ανδρισμού. Δεν μοιάζει να τον απασχολούν οι επιπλοκές που ο σεξισμός επιφέρει στην ανδρική επικοινωνία, αντιθέτως αντικρίζει με συμπάθεια κάποιες «αγορίστικες» συμπεριφορές, κινήσεις και εκφράσεις και τις αναπαράγει χορογραφικά χωρίς διάθεση (σε πρώτη προσέγγιση) να τις επικρίνει. Οθεατής θα μπορούσε να υποθέσει (κάποιοι άνδρες με μεγάλο ποσοστό ανακούφισης, υποθέτω) πως η υπερβολική δόση τεστοστερόνης δεν «επιμολύνει» τις κινησιολογικές επιλογές και πως, αντιθέτως, παράγει αμιγώς «ανδρικές» κινήσεις. Όσο για τις ομοφοβικές επισημάνσεις, η μετατροπή του «gay» χορευτή σε Superman είναι ιδιαίτερα αμφίσημη.
H ταυτότητα του φύλου είναι αναμφισβήτητα προκατασκευασμένη, προϊόν κοινωνικών διεργασιών και αγωγής, αναπαραγωγή ισχυόντων προτύπων εξουσιαστικής συμπεριφοράς σεξιστικά θεμελιωμένης.
Ενώ η παράσταση του Νιούσον φαίνεται να ανεβάζει την ουδό της ανοχής στη διαφορετικότητα, το γεγονός ότι ο θεατής θαυμάζει τα «άψογα» κορμιά των χορευτών, κρίνει ως ακίνδυνη την ομοκοινωνικότητα που θεσπίζουν μεταξύ τους και συμμερίζεται το χιούμορ που διέπει τις σαχλές αντιδράσεις τους, αποκτά τη διάθεση να στεφανώσει με μια μικρή αχλύ λάμψης την κακώς εννοούμενη εκδοχή αρρενωπότητας που η χορογραφία φέρεται να στηλιτεύει. Ευτυχώς, σε αυτό το σημείο έρχεται η ανατροπή: η προτελευταία σκηνή, με τον σοδομισμό της πλαστικής κούκλας του σεξ (αν και ξαναχρησιμοποιημένη από τον Παπαϊωάννου) παραμένει συμβολισμός πολύ ισχυρός, που σοκάρει τον θεατή και δίνει εκ νέου τραγικές διαστάσεις σε μια σημαντική επισήμανση της κοινωνικής ψυχολογίας: ότι η ταυτότητα του φύλου είναι αναμφισβήτητα προκατασκευασμένη, προϊόν κοινωνικών διεργασιών και αγωγής, αναπαραγωγή ισχυόντων προτύπων εξουσιαστικής συμπεριφοράς σεξιστικά θεμελιωμένης, και ότι ο κομφορμισμός προς τέτοια στερεότυπα οδηγεί απαρεγκλίτως στον βιασμό της θηλυκής πλευράς του άνδρα και της γυναίκας.
Ο Λόιντ Νιούσον εργάζεται από το 1986 ως ιδρυτής και χορογράφος της Ομάδας Σωματικού Θεάτρου DV8, μετά από σπουδές Κοινωνικών Επιστημών και Ψυχολογίας. Αρχικά συνεργάστηκε με το Modern Dance Ensemble, το Impulse Dance Theatre, με την New Zealand Ballet Company και με το One Extra Dance Theatre and Extemporary Dance Theatre — προτού ιδρύσει τη δική του ομάδα. Συνεργάστηκε με τον Ντέιβιντ Χίντον και την Κλάρα φον Γκουλ στη μεταφορά του "Enter Achilles" και του "The Cost of Living" στον κινηματογράφο, κερδίζοντας ένα Emmy. Χαρακτηριστικές δουλειές του ήταν το "MSM" (1993), "To Be Straight With You" (2008/2009) και το "Can We Talk About This" (2011/2012), που είναι κατεξοχήν βασισμένες σε κείμενο.
