Για την παράσταση «Το ξύπνημα της άνοιξης» του Φρανκ Βέντεκιντ, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, η οποία παρουσιάστηκε στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.
Του Νίκου Ξένιου
Σε μετάφραση Γιώργου Δεπάστα και διασκευή του κειμένου από την Γκέλυ Καλαμπάκα και τον Δημήτρη Καραντζά, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου παρακολουθήσαμε την παράσταση Το ξύπνημα της Άνοιξης του Φρανκ Βέντεκιντ, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, η οποία καταγγέλλει το μοιραίο λάθος να μεγαλώνει κανείς παιδιά με άγνοια της σεξουαλικής τους φύσης. Πρόκειται για μια τραγωδία ειλικρινούς καταγγελίας. Μια σειρά από χαλαρές θεατρικές σκηνές διαμείβονται μεταξύ εφήβων οι οποίοι, λίγο πριν από την αποφοίτησή τους, ψηλαφούν τα βιολογικά μυστήρια της ζωής. Ο θάνατος και η παρακμή αυτών των νέων ανθρώπων είναι η απόρροια της ένοχης σιωπής των ενηλίκων.
Μετά τον πελαργό, τι;
Η δεκατετράχρονη Βέντλα παρακαλά τη μητέρα της να της εξηγήσει πώς έρχονται τα παιδιά στον κόσμο, όμως η μικροαστική, σεμνότυφη ανατροφή της μητέρας δεν της επιτρέπει να διαφωτίσει το παιδί της.
Η αυτάρεσκη αγωγή που η βικτωριανή εποχή επιφύλασσε στους εφήβους (το έργο διαδραματίζεται σε μια επαρχιακή πόλη της Γερμανίας του 1860) αποδεικνύεται ατελέσφορη. Η δεκατετράχρονη Βέντλα παρακαλά τη μητέρα της να της εξηγήσει πώς έρχονται τα παιδιά στον κόσμο, όμως η μικροαστική, σεμνότυφη ανατροφή της μητέρας δεν της επιτρέπει να διαφωτίσει το παιδί της. Προτείνει, λοιπόν, την Αγάπη ως το μυστικό που ενώνει τα δύο φύλα, προσπαθώντας να διαφυλάξει την αθωότητα της κόρης της. Η συζήτηση με τη μητέρα στρέφεται γύρω από το μήκος της φούστας, ενώ ο ανεπίδοτος έρωτας της αισθησιακής, μαζοχίστριας Βέντλα με τον φιλοσοφίζοντα αθεϊστή Μέλχιορ οδηγεί στον βιασμό, στην ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, στα χάπια της άμβλωσης και στην καταστροφή, ακριβώς επειδή διεξάγεται σε περιβάλλον άγνοιας και ημιμάθειας.
Οι αστοί της προπολεμικής Ευρώπης μεγαλώνουν τα παιδιά τους μέσα στο σκοτάδι σε ό,τι αφορά τη σεξουαλικότητά τους. Η απορία που γεννιέται είναι ξεκάθαρη: «Είναι εξευτελιστικό να είσαι άνθρωπος, και να μην έχεις δοκιμάσει το πιο ανθρώπινο πράγμα». Ο πατέρας της Μάρτα τη δέρνει καθημερινά. Ο Μόριτζ αυτοκτονεί, χωρίς να προλάβει να ανταποκριθεί στο λιμπιντικό κάλεσμα της συμμαθήτριάς του Ίλζε. Ο Χάνσυ αυνανίζεται κρατώντας μια φωτογραφία ενός γυναικείου γυμνού. Με τευτονική σκοτεινιά και θλίψη, με σκηνική υλοποίηση των σεξουαλικών φαντασιώσεων των ομοφυλόφιλων Χάνσι και Έρνστ δίπλα στον φρεσκοσκαμμένο τάφο της Βέντλα, με βακχική λατρεία του ελεύθερου έρωτα και με ειλικρίνεια σχετικά με το θέμα της τυραννίας του σεξ, ο Βέντεκιντ ακολουθεί τον Στρίντμπεργκ διδάσκοντας από σκηνής. Από την άλλη, η ευθύτητα και το απερίφραστο των τοποθετήσεών του είναι χαρακτηριστικό του ψυχολογικού εξπρεσιονισμού. Η απελευθέρωση από τα δεσμά της γονεϊκής καταπίεσης φαντάζει, σ’ αυτό το station drama ως συνώνυμη με τον θάνατο.
Όταν ξυπνά η λίμπιντο
Η σεξουαλική αφύπνιση προτείνεται ως ρηξικέλευθο εφαλτήριο μιας γενικότερης αφύπνισης. Το «ξύπνημα» των αισθήσεων παρουσιάζεται σαν «μια αλλόκοτη αίσθηση – σαν να σε παρασύρουν αφρισμένα ρεύματα».
Η σύγκρουση των γενεών, τα κοινωνικά ταμπού που αφορούν τη σεξουαλικότητα, η επικρατούσα μικροαστική αντίληψη περί ηθικής, από τη μια, κι από την άλλη η αμφισβήτηση του μοντερνισμού, η αποκάλυψη της βιολογικής αλήθειας και η απελευθέρωση από τις συμβάσεις, το ζήτημα της αυτοδιάθεσης και το δικαίωμα στην αυτοκτονία, αυτοί είναι οι θεματικοί άξονες του έργου. Επίσης, το θεατρολογικό ζήτημα του πώς πρέπει να αναπαρίσταται το άτομο στο θέατρο: με αποσπασματικούς διαλόγους, με φρενήρεις μονολόγους, με έντονη δράση, με στρέβλωση των φυσικών του τάσεων ώστε να αναδειχθούν τα καταπιεσμένα ένστικτα, ή με αναδρομές στην παιδική ηλικία;
Η σεξουαλική αφύπνιση προτείνεται ως ρηξικέλευθο εφαλτήριο μιας γενικότερης αφύπνισης. Το «ξύπνημα» των αισθήσεων παρουσιάζεται σαν «μια αλλόκοτη αίσθηση – σαν να σε παρασύρουν αφρισμένα ρεύματα». Ο βιασμός, η άμβλωση και ο θάνατος από άγνοια, η τρυφερή εκμυστήρευση του Μέλχιορ στον Μόριτς, τον μπλοκαρισμένο από το ξύπνημα του σεξ, η στυγνή μάνα φράου Μπέργκμαν, όλα παραπέμπουν με πικρία στις ανεφάρμοστες παιδαγωγικές θεωρίες του Πεσταλότσι και του Ζαν Ζακ Ρουσώ και στην εξωφρενική σύνδεση που ο Βίλχελμ Ράιχ έκανε ανάμεσα στην επανάσταση και τον φροϋδισμό. Το φυλλάδιο που τοποθετεί ο Μέλχιορ μέσα στο σχολικό βιβλίο δεν είναι παρά το στερεότυπο κείμενο που αντλείται από ένα εγχειρίδιο εισαγωγής στη Σεξουαλική Αγωγή: πρόκειται για την ακαδημαϊκή προσέγγιση του θαύματος της σύλληψης, που μόνο καταστροφικές επιπτώσεις μπορεί να έχει στο συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, γιατί θεσμικά εντάσσεται στα όρια του γάμου και της θρησκείας.
«Σαν αγριόχορτα στον κήπο»
Η ερμηνεία της Μαρίας Σκουλά στον ρόλο της μάνας-παιδονόμου είναι αξιοσημείωτη. [...] Όλοι οι ηθοποιοί δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους, ακολουθώντας την αυστηρή προσέγγιση του Δημήτρη Καραντζά: το κείμενο διασκευάστηκε κατά τρόπον ώστε αρκετοί δραματικοί μονόλογοι να «στέκουν» στον αέρα σαν ποιητικό κείμενο.
Στη χώρα της «Πριαπίας» η επιθυμία για σεξουαλικό πειραματισμό είναι κυρίαρχη και απόλυτα φυσική, και αυτό υπαινίσσεται το εφευρετικό βλαστικό σκηνικό της Άρτεμης Φλέσσα. Ο ρομαντισμός και η ταύτιση του αέρινου, ανοιξιάτικου ενδύματος με το σάβανο του φέρετρου είναι η αίσθηση που αναδίδουν τα υποκίτρινα, παλ κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου και η αργή, υποβλητική μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή που συνοδεύει την παράσταση σε όλη της τη διάρκεια. Ο υπότιτλος του έργου του Βέντεκιντ («Μία παιδική τραγωδία») δηλώνει την αντι-συναισθηματική προσέγγιση του έργου, που δεν είναι παρά μια καταγγελία. Στην πρώτη σκηνοθεσία του έργου του από τον Μαξ Ράινχαρτ (στις 20 Νοεμβρίου του 1891 στο Ντόυτσες Τεάτερ του Βερολίνου), ο ίδιος ο Βέντεκιντ εμφανίστηκε στην τελική σκηνή, σε μια «παράβαση» θεατρική, στον ρόλο του Μασκοφόρου Άνδρα που υπόσχεται την ανάσταση εκ νεκρών.
Η ερμηνεία της Μαρίας Σκουλά στον ρόλο της μάνας-παιδονόμου είναι αξιοσημείωτη. Τα παιδιά (Βαγγέλης Αμπατζής, Ασημίνα Αναστασοπούλου, Κορίνα-Άννα Γκουγκουλή, Γιώργος Δικαίος, Αναστάσης Λαουλάκος, Μάνος Πετράκης, Νάνσυ Σιδέρη) ανοίγουν το έργο με μια καλλίφωνη, πολυφωνική a capella εκδοχή κάποιου μιούζικαλ που παίχτηκε βάσει του έργου του Βέντεκιντ, αφήνοντάς μας την επίγευση. Όλοι οι ηθοποιοί δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους, ακολουθώντας την αυστηρή προσέγγιση του Δημήτρη Καραντζά: το κείμενο διασκευάστηκε κατά τρόπον ώστε αρκετοί δραματικοί μονόλογοι να «στέκουν» στον αέρα σαν ποιητικό κείμενο, η ήδη υπάρχουσα αποσπασματικότητα ενισχύθηκε από τη συρρίκνωση κάποιων ρόλων (η Μάνα ως περσόνα συγκεφαλαιώνει τους γονείς, τον διευθυντή του σχολείου, τον πάστορα, το συμβούλιο των καθηγητών και γενικά όσους προβαίνουν σε αποτίμηση της ηθικής υπόστασης των εφήβων) και η παράσταση είναι αρκετά λογοκρατούμενη.
Με σαρδόνεια, βλοσυρά περιπαικτική ειρωνεία, ο συγγραφέας εμφανίζει τη νεύρωση ως φυσική απόρροια του ηθικού σκοταδισμού: αυτό είναι αμιγώς νατουραλιστικό γνώρισμα σε ένα θεατρικό έργο. Επηρεασμένος από τον Μπίχνερ, ο Φρανκ Βέντεκιντ επιχειρεί να διεξαγάγει τον πειραματισμό του στο μεταίχμιο ανάμεσα στην παιδικότητα και την ενήβωση. Κάποιοι διάλογοι είναι υπερβαλλόντως ρομαντικοί ή ποιητικοί, πάντως δεν είναι ρεαλιστικοί: για παράδειγμα, οι συζητήσεις για το μέλλον ανάμεσα στους δυο φίλους. Δηλώνεται το τέλος του ιλουζιονιστικού θεάτρου και τίθεται ένα προανάκρουσμα του εξπρεσιονισμού και η τεχνική του νατουραλισμού. Η όμορφη παράσταση του κύριου Καραντζά επαναφέρει επί σκηνής την εφηβεία και τη δημιουργική ορμή που στις άλλες του παραστάσεις υπέφωσκε. Το κορμί των νέων ηθοποιών είναι η αντιπρόταση στους ανόητους καθωσπρεπισμούς που το συνθλίβουν, ακόμη και σήμερα πιστεύω: το έργο παραμένει, αναμφίβολα, κλασικό και διαχρονικό.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η νουβέλα «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» (εκδ. Κριτική).