
Το έμφυλο χάσμα στα Νόμπελ Λογοτεχνίας είναι γεγονός. Πόσα ξέρουμε για τις 18 γυναίκες που βραβεύτηκαν στην ιστορία του θεσμού; Τι τις ξεχώρισε και γιατί είναι τόσο λίγες;
Γράφει η Φανή Χατζή
Τα βραβεία Νόμπελ, αν και ένας από τους πιο παλιούς και επιδραστικούς θεσμούς, έχουν κατηγορηθεί πολλάκις για καταφανή άδικη μεταχείριση των γυναικών, ειδικά αφότου η άνιση πρόσβαση στις τέχνες και επιστήμες δεν είναι πλέον άλλοθι. Ακόμα κι αν τα τελευταία χρόνια βλέπουμε περισσότερες γυναίκες να διακρίνονται, τα ποσοστά παραμένουν απογοητευτικά χαμηλά. Σε σύνολο 976 βραβεύσεων (γιατί έχουν βραβευτεί και οργανισμοί) οι γυναίκες είναι μόλις 65! Στη λογοτεχνία, εν προκειμένω, έχουν τιμηθεί μόλις 18 γυναίκες, δηλαδή το 14,9% των συνολικά 121 βραβευμένων διαχρονικά. Αυτό είναι «υψηλό» ποσοστό αν σκεφτούμε ότι στην Ιατρική το έχουν κερδίσει μόλις 13 από το σύνολο των 229 βραβευθέντων (5,7%), στη Χημεία 8 γυναίκες από τους 197 (4,1%) και στη Φυσική μόλις 5 στους 227 νικητές (2,2%). Η Λογοτεχνία και η Ειρήνη (13,6%) θεωρούνται, δηλαδή, προνομιακά πεδία για τις γυναίκες, σε αυτόν τον θεσμό.
Σε σύνολο 976 βραβεύσεων (γιατί έχουν βραβευτεί και οργανισμοί) οι γυναίκες είναι μόλις 65! Στη λογοτεχνία, εν προκειμένω, έχουν τιμηθεί μόλις 18 γυναίκες, δηλαδή το 14,9% των συνολικά 121 βραβευμένων διαχρονικά.
Γιατί να ανατρέξουμε όμως συγκεκριμένα στις γυναίκες νικήτριες, λίγο πριν από την επόμενη απονομή; Καταρχάς, γιατί ακόμα και σήμερα η βράβευση των γυναικών συγγραφέων εγείρει πολλαπλάσιες αντιδράσεις από αυτή των ανδρών. Για όσους συγγραφείς δεν γνωρίζαμε τόσο καλά, όπως ο Φόσε ή ο Γκούρνα, υπήρξε μια θετική προδιάθεση, μια τάση «να τον διαβάσουμε, να δούμε», ενώ όταν βραβεύονται γυναίκες συγγραφείς θυμόμαστε να αποκηρύξουμε τον θεσμό. Για την Ερνό και την Γκανγκ υπήρξαν τόσο έντονες και άδικες επικρίσεις, που κάποιος που δεν τις είχε διαβάσει θα νόμιζε ότι μιλάμε για κακές ή αδιάφορες συγγραφείς. Κι αν οι αντιρρήσεις προκύπτουν λόγω μιας δήθεν καθαρά «πολιτικής» βράβευσης, αξίζει μια αναφορά στο σύντομο σκεπτικό παλαιότερων βραβεύσεων, για να διαπιστωθεί ότι το πολιτικό κριτήριο πάντα εντάσσεται στο σκεπτικό της επιτροπής, ανεξαρτήτως φύλου, ακόμα κι αν οι επιλογές δεν είναι με τη στενή έννοια πολιτικές.
Η αναγνωσιμότητα της Γκόρντιμερ στη χώρα μας δεν πλησιάζει αυτή του άλλου Νοτιοαφρικανού Νομπελίστα, Τζ. Μ. Κούτσι, κι όταν μιλάμε για Χιλιανούς ποιητές με Νόμπελ ο νους μας πάει κατευθείαν στον Νερούδα και ποτέ στη Μιστράλ, που προηγείται.
Έπειτα, πολλές από τις γυναίκες συγγραφείς αυτής της λίστας δεν έχουν διαβαστεί αρκετά, συγκριτικά με τους άνδρες συγγραφείς με παράλληλο ή συναφές έργο, οι οποίοι είναι πολύ πιο αγαπητοί στη χώρα μας. Για παράδειγμα η Σαχς είναι άγνωστη σε σχέση με τον συνάδελφο και φίλο της, Πάουλ Τσέλαν, με τον οποίο συχνά συγκρίνεται. Η αναγνωσιμότητα της Γκόρντιμερ στη χώρα μας δεν πλησιάζει αυτή του άλλου Νοτιοαφρικανού Νομπελίστα, Τζ. Μ. Κούτσι, κι όταν μιλάμε για Χιλιανούς ποιητές με Νόμπελ ο νους μας πάει κατευθείαν στον Νερούδα και ποτέ στη Μιστράλ, που προηγείται. Ακόμα κι αν δεχτούμε κάποια ποιοτική διαφορά που ευθύνεται για την παράλειψη των γυναικών συγγραφέων, ανατρέχοντας στην ιστορία των βραβεύσεων καταλαβαίνουμε ότι η απουσία γυναικών σχετίζεται άμεσα με το κοινωνικοπολιτικό συγκείμενο. Μια προσπάθεια αποκατάστασης των 18, έως τώρα, νικητριών είναι το λιγότερο για τη συστηματική και καταστατική αποσιώπηση των γυναικών συγγραφέων από τα Νόμπελ, που έχει δημιουργήσει μέχρι σήμερα ένα αγεφύρωτο χάσμα.
Η πρώτη γυναίκα συγγραφέας που βραβεύεται
Το 1909, τον ένατο χρόνο ζωής των Βραβείων, η Σουηδή Σέλμα Λάγκερλεφ (1858-1940) έγινε η πρώτη γυναίκα συγγραφέας που κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας για «τον υψηλό ιδεαλισμό, τη ζωηρή φαντασία και την πνευματική αντίληψη που χαρακτηρίζουν τα γραπτά της». Λίγα χρόνια αργότερα, το 1914 η συγγραφέας έγινε και η πρώτη γυναίκα που έγινε μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας. Το πιο γνωστό και διαχρονικό της έργο είναι «Το θαυμαστό ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον», ένα βιβλίο που γράφτηκε με σκοπό να γίνει εγχειρίδιο γεωγραφίας αλλά έγινε αγαπημένο κλασικό ανάγνωσμα των παιδιών σε όλο τον κόσμο.
Ο κύριος κορμός των γραπτών της, ωστόσο, είναι βιβλία ενηλίκων, που ενσωματώνουν το στοιχείο του μύθου και του φολκλόρ, όπως αποδεικνύει το πρώτο της μυθιστόρημα, ο Θρύλος του Γαίστα Μπέρλινγκ (μτφρ. Νίκος Φωκάς, εκδ. Εστία) ή οι ιστορίες που συγκεντρώνει η έκδοση Άνθρωποι και ξωτικά (μτφρ. Κώστας Κριτσίνης, εκδ. Ζαχαρόπουλος). Όταν αποδέχτηκε το βραβείο, η Λάγκερλεφ αξιοποίησε τη γλώσσα του παραμυθιού στον ευχαριστήριο λόγο της. Έτσι, διηγήθηκε έναν υποθετικό διάλογο της ίδιας με τον πατέρα της στον παράδεισο, στον οποίο του εξομολογείται το μεγάλο χρέος που νιώθει σε όσους την ενέπνευσαν, την στήριξαν και τη διάβασαν.

Λίγο πριν πεθάνει, η πολυγραφότατη συγγραφέας παρακάλεσε να μη δημοσιευτεί ένα συγκεκριμένο τμήμα του έργου της παρά μόνο 50 έτη μετά τον θάνατό της. Πρόκειται για τις επιστολές της Λάγκερλεφ προς την Σόφι Έλκαν, την επί πολλά χρόνια σύντροφό της με την οποία διατηρούσαν κρυφά δεσμό, οι οποίες δημοσιεύθηκαν το 1993 με τον τίτλο Du lär mig att bli fri (Μου μαθαίνεις να είμαι ελεύθερη) αλλά και την αλληλογραφία της με την αντζέντισσα και λογοτεχνική της σύμβουλο, Βάλμποργκ Όλαντερ, που δημοσιεύτηκε το 2006. Η Σουηδή συγγραφέας ήταν, επίσης, φιλικά προσκείμενη προς το φεμινιστικό κίνημα της χώρας της, δίνοντας ομιλίες σε οργανώσεις σουφραζετών της χώρας της.
Τα roaring 1920s
Τη δεκαετία των «roaring» 1920s, μπορούμε να σκεφτούμε δεκάδες μοντέρνες συγγραφείς που θα μπορούσαν να διακριθούν για την πρωτοποριακή γραφή τους. Κάποιες από αυτές, όπως η Ίντιθ Γουόρτον, προτάθηκε συνολικά τρεις φορές χωρίς να βραβευτεί καμία. Ακόμα κι αν ο συντηρητικός και τότε γεωγραφικά περιορισμένος θεσμός δεν αναγνώρισε ποτέ συγγραφείς όπως η Βιρτζίνια Γουλφ, η Γερτρούδη Στάιν, η Κάθριν Μάνσφιλντ, αυτή η περίοδος κοινωνικών μεταβολών δεν πέρασε απαρατήρητη. Τη δεκαετία αυτή βραβεύονται δύο γυναίκες, η Ντελέντα το 1926, και η Ούντσετ το 1928. Όπως και στη βράβευση της Λάγκερλεφ, όμως, η Ακαδημία επαινεί μια γραφή ντοστογιεφσκικών καταβολών που εκκινεί από τη λαογραφία και εκτείνεται στο ψυχογράφημα, χωρίς να ξεφεύγει από την παραδοσιακή δομή και θεματολογία.
Η Γκράτσια Ντελέντα (1871 – 1936), γεννημένη στη Σαρδηνία, η οποία ενσωμάτωσε στη γραφή τις παραδόσεις της ιταλικής επαρχίας και την καθημερινότητα των φτωχών χωρικών βραβεύεται τελικά «για το ιδεαλιστικά εμπνευσμένο έργο της, που με πλαστική σαφήνεια απεικονίζει τη ζωή στο γενέθλιο νησί της και αντιμετωπίζει με βάθος και συμπόνια τα ανθρώπινα προβλήματα».
Από ένα σύνολο περίπου τριάντα μυθιστορημάτων, στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει τα πιο σημαντικά, όπως η Μητέρα (μτφρ. Μαρία Φραγκούλη, εκδ. Καστανιώτη), οι Καλαμιές στον άνεμο (μτφρ. Κατερίνα Γλυκοφρύδη, εκδ. Καστανιώτη) και αυτό που θεωρείται το αριστούργημά της, Ηλίας Πορτολού (μτφρ. Άννα Ραδίτσα, εκδόσεις Printa).
![]() |
| Σίγκριντ Ούντσετ (1882 – 1949) και Γκράτσια Ντελέντα (1871 – 1936) |
Η Σίγκριντ Ούντσετ (1882 – 1949), η οποία γεννήθηκε στη Δανία αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στη Νορβηγία, προσπαθούσε επί χρόνια να εκδοθεί, βρίσκοντας διαρκή εμπόδια, ίσως εξαιτίας της «τολμηρής» για την εποχή γραφής της. Ένα μυθιστόρημά της που απορρίφθηκε ξεκινούσε με τη φράση: «Δεν έχω μείνει πιστή στον άνδρα μου». Τα πρώτα της μυθιστορήματα, που αφορούσαν τις ερωτικές περιπέτειες σύγχρονων γυναικών την καθιέρωσαν, αλλά δεν τράβηξαν την προσοχή της επιτροπής. Μόνο αφότου η Ούντσετ στράφηκε προς το ιστορικό μεσαιωνικό μυθιστόρημα βραβεύτηκε «κυρίως για τις εντυπωσιακές περιγραφές της για τη ζωή στον Βορρά κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα», όπως αναφερόταν, μεταξύ άλλων, στο σκεπτικό της βράβευσης από την Ακαδημία. Αυτό το σκεπτικό παραπέμπει ευθέως στο τρίτομο έργο της «Kristin Lavransdatter», που περιγράφει τις εμπειρίες μιας γυναίκας από τη γέννηση μέχρι τον θάνατό της. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε μόλις πέρσι το πρώτο μέρος της τριλογίας, Το στεφάνι (μτφρ. Σωτήρης Σουλιώτης), από τις εκδόσεις Λέμβος, και είναι το μοναδικό βιβλίο της Ούντσετ στα ελληνικά.
Η πρώτη Αμερικανίδα βραβεύεται το 1938
Σε αντίθεση με τις δύο πρώτες δεκαετίες του θεσμού στις οποίες αυτός χαρακτηρίζεται από ευρωκεντρισμό, τη δεκαετία του 1930 αρχίζουν να διακρίνονται και κάποιοι συγγραφείς από την άλλη πλευρά του ατλαντικού. Μετά τον Σινκλέρ Λιούις (1930) και τον Ευγένιος Ο'Νιλ (1936) και δέκα χρόνια μετά την Ούντσετ, βραβεύεται το 1938 η Περλ Μπακ (1892 – 1973). Η δανο-γερμανικής καταγωγής Αμερικανίδα μεγάλωσε στην Κίνα, καθώς οι γονείς της ήταν ιεραπόστολοι, μια εμπειρία που καθόρισε τη συγγραφική της πορεία. Αν και κατά τη διαμονή της οικογένειάς της στην Κίνα, η Μπακ βίωσε διαδοχικές αντι-ιμπεριαλιστικές εξεγέρσεις (Εξέγερση των Μπόξερ, Σφαγή της Ναντσίνγκ) και, ενώ κατά την Πολιτιστική επανάσταση αποκηρύχθηκε ως «πολιτιστική ιμπεριαλίστρια», η Σουηδική επιτροπή τη βράβευσε μεταξύ άλλων «για τις πλούσιες και πραγματικά επικές περιγραφές της ζωής των χωρικών στην Κίνα, καθώς και για τις αριστουργηματικές της βιογραφίες». Και η ίδια, κατά τον ευχαριστήριο λόγο της δήλωσε «Είμαι Αμερικανίδα ως προς τον τόπο γέννησης», αλλά «τις πρώτες μου γνώσεις για το πώς να αφηγούμαι και να γράφω ιστορίες, τις απέκτησα στην Κίνα».

Η ζωή της Μπακ, το επίθετο της οποίας αποδίδεται στον πρώτο της σύζυγο, εμφανίζει μεγάλο ενδιαφέρον. Μετακινήσεις μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, μεταπτυχιακό παράλληλα με τη φροντίδα του πατέρα της και των παιδιών της, δύο γάμοι, επτά υιοθεσίες παιδιών και μια κόρη με αναπηρία, μετά τη γέννηση της οποίας η συγγραφέας υπεβλήθη σε υστερεκτομή είναι κάποιες πτυχές του ιδιωτικού της βίου. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι οι προσωπικές της εμπειρίες έγιναν η βάση για την έντονη ακτιβιστική της δράση για ζητήματα που δεν απασχολούσαν τότε τον δημόσιο διάλογο, όπως ο ρατσισμός προς τις ασιατικές κουλτούρες, η υιοθεσία, ο πόλεμος, η μετανάστευση και η αναπηρία. Βιβλία της εκδίδονται στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1950, από διάφορους εκδοτικούς που δεν υπάρχουν πια. Αυτή τη στιγμή κυκλοφορούν τα πιο γνωστά της βιβλία από τις εκδόσεις Γκοβόστη και Ζαχαρόπουλος, ενώ οι παλιότερες εκδόσεις στοιβάζονται στα παλαιοπωλεία.
Δύο ποιήτριες βραβεύονται με διαφορά είκοσι χρόνων
Οι επόμενες δύο βραβευθείσες προέρχονται και οι δύο από τον χώρο της ποίησης και δυστυχώς στην Ελλάδα δεν γνωρίζουμε ιδιαίτερα το έργο τους. Η Χιλιανή ποιήτρια Λουσίλα Γοδόι Αλκαγιάλα, γνωστή με το ψευδώνυμο Γκαμπριέλα Μιστράλ (1889 – 1957), έγινε η πρώτη λογοτέχνης της Λατινικής Αμερικής που κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1945, «για τη λυρική της ποίηση, που εμπνέεται από δυνατά συναισθήματα και κατέστησε το όνομά της σύμβολο των ιδεαλιστικών φιλοδοξιών σ’ ολόκληρο τον κόσμο της Λατινικής Αμερικής». Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα σε αφιέρωμα της Bookpress και να αναζητήσετε το περιορισμένης κυκλοφορίας βιβλίο Γκαμπριέλα Μιστράλ: Τα καλύτερα ποιήματά της (μτφρ. Ρήγας Καππάτος, εκδ. Εκάτη). Κι αν από το 1938 μέχρι το 1945 δεν πέρασαν πολλά χρόνια, αν λάβουμε υπόψη ότι τα χρόνια του πολέμου 1940 – 1944 δεν έγιναν απονομές, η επόμενη βράβευση ποιήτριας μετά τη Μιστράλ άργησε πραγματικά.
![]() |
|
Νέλλυ Ζαχς (1891 – 1970) και Γκαμπριέλα Μιστράλ (1889 – 1957) |
Είκοσι ένα χρόνια μετά, το 1966, βραβεύεται η Νέλλυ Ζαχς (1891 – 1970) «για την εξαιρετικά λυρική και δραματική γραφή της, που ερμηνεύει το πεπρωμένο του Ισραήλ με συγκινητική δύναμη». Στη βράβευσή της, η Γερμανίδα Εβραία Ζαχς διηγήθηκε τη συγκινητική ιστορία για το πώς η αλληλογραφία με την από χρόνια αποβιώσασα Λάγκερλεφ της έσωσε τη ζωή. Όταν οι Ναζί κατέλαβαν την εξουσία, η Ζαχς επικοινώνησε με τη Νομπελίστρια Σουηδή συγγραφέα, η οποία μεσολάβησε εμπλέκοντας τη σουηδική βασιλική οικογένεια, ώστε να φυγαδέψουν τη Ζαχς και τη μητέρα της. Οι δύο γυναίκες δραπέτευσαν και εγκαταστάθηκαν στη Σουηδία, αλλά δεν πρόλαβαν ζωντανή την Λάγκερλεφ.
Η Σουηδική Ακαδημία απένειμε το Νόμπελ εκείνης της χρονιάς εξ ημισείας στη Σαχς και στον Σμούελ Γιόζεφ Άγκνον, για την πνευματική συγγένεια του έργου τους. Μοιρασμένος είναι, δυστυχώς, και ο χώρος της ποιήτριας στη μοναδική έκδοση στα ελληνικά στην οποία μπορούμε να βρούμε την ποίησή της, Τέσσερις Νομπελίστες Ποιητές (μτφρ. Σωτήρης Γυφτάκης, εκδ. Λεξίτυπον) ή διάσπαρτα σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.
Είκοσι πέντε χρόνια χωρίς βράβευση γυναίκας
Το επόμενο διάστημα ήταν το μεγαλύτερο διάστημα που πέρασε χωρίς να βραβευτεί γυναίκα συγγραφέας. Οι δεκαετίες του 1970 και 1980 εγγράφονται σαν μια μελανή κηλίδα στην ιστορία του θεσμού που ούτως ή άλλως διακατέχεται από μεγάλη έμφυλη προκατάληψη στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα. Αν και οι λίστες με τους συνυποψηφίους παραμένουν μυστικές για 50 χρόνια, έχουμε στοιχεία για επίσημες προτάσεις κορυφαίων συγγραφέων που, μετά τον θάνατό τους, θεωρούνται πλέον μεγάλες «αδικημένες» του θεσμού, όπως η Σιμόν Ντε Μποβουάρ, η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, η Βικτόρια Οκάμπο, η Άννα Αχμάτοβα, και πολλές άλλες. Από τις συγγραφείς που προτάθηκαν πρώτη φορά τότε ίσως υπάρχει ακόμα ελπίδα για τη Μάργκαρετ Άτγουντ, την Αν Κάρσον και την Τζόις Κάρολ Όουτς, αν και η Ακαδημία συνήθως αποφεύγει τη βράβευση ονομάτων που «παίζουν» στα προγνωστικά.
Είκοσι πέντε χρόνια μετά τη Ζαχς, το 1991 ο θεσμός των Νόμπελ συμπλήρωνε ενενήντα χρόνια παρουσίας, και η Ναντίν Γκόρντιμερ (1923 – 2014) γίνεται η, μόλις, έβδομη γυναίκα που παραλαμβάνει το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Η εβραϊκής καταγωγής Γκόρντιμερ γεννήθηκε σε μια πολίχνη της Νότιας Αφρικής και από τη δεκαετία του 1960 ανέπτυξε έντονη ακτιβιστική δράση κατά του καθεστώτος του Απαρτχάιντ και των πρακτικών διαχωρισμού, τις οποίες κατήγγειλε και με τη γραφή της.
Στενή φίλη του Νέλσον Μαντέλα, συνέβαλε στη συγγραφή του διάσημου λόγου του, «I Am Prepared to Die». Η συμβολή της στην κατάδειξη των συνθηκών του καθεστώτος ήταν τέτοια, που η επιτροπή στη βράβευσή της ανέφερε ότι «μέσα από την υπέροχη επική γραφή της έχει προσφέρει μεγάλο όφελος στην ανθρωπότητα», παραπέμποντας στα λόγια του ίδιου του Άλφρεντ Νομπέλ όταν καθιερώθηκαν τα βραβεία. Τα βιβλία της, μεταξύ άλλων και το πιο σημαντικό, Ο συντηρητής (μτφρ. Τόνια Κοβαλένκο), κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Κάτι αλλάζει τη δεκαετία του 1990
Το 1990 παρουσιάζεται μια ρωγμή στον λογοτεχνικό κανόνα και την είσοδο σε αυτόν περισσότερων και διαφορετικών φωνών. Ίσως γι’ αυτό να εξηγείται εν μέρει και η πρωτοφανής βράβευση τριών γυναικών συγγραφέων την ίδια δεκαετία. Δύο χρόνια μετά την Γκόρντιμερ, το 1993, βραβεύεται η Τόνι Μόρισον (1931 – 2019) «για τα μυθιστορήματά της, που χαρακτηρίζονται από διορατική δύναμη και ποιητική χροιά, με τα οποία δίνει ζωή σε μία ουσιώδη διάσταση της αμερικανικής πραγματικότητας», όπως αναφέρει στο σκεπτικό της η Σουηδική Ακαδημία.
Η Μόρισον ανάμεσα σε μια ακόμα πιο μικρή λίστα από αυτή που παρουσιάζουμε, αυτή των τεσσάρων μαύρων συγγραφέων που έχουν βραβευτεί στην ιστορία του θεσμού, είναι η μόνη γυναίκα. Η εμβληματική συγγραφέας είχε μεταφραστεί αρχικά στα ελληνικά από τις εκδόσεις Οδυσσέας και τις εκδόσεις Νεφέλη, αλλά τα τελευταία χρόνια τα σημαντικότερα βιβλία της κυκλοφορούν αποκλειστικά από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος σε εξαιρετικές μεταφράσεις της Κατερίνας Σχινά.
![]() |
|
Βισουάβα Σιμπόρσκα (1923 – 2012) και Τόνι Μόρισον (1931 – 2019) |
Η Μόρισον ίσως να χρειάζεται λιγότερες συστάσεις σε σχέση με άλλες Νομπελίστριες συγγραφείς, αξίζει, όμως, να αναφέρουμε, ότι στη γραφή της εντοπίζονται οι ρίζες μιας μαύρης λογοτεχνικής παράδοσης που φτάνει μέχρι τις μέρες μας και χάρη στις εκδόσεις και ανθολογίες που επιμελήθηκε ήρθαν στο φως τα έργα άλλων σπουδαίων μαύρων συγγραφέων (Τσινούα Ατσέμπε, Γκέιλ Τζόουνς). Στον λόγο της κατά τη διάρκεια της απονομής, έναν από τους πιο ιστορικούς λόγους, η συγγραφέας αναφέρθηκε μέσω μιας παραβολής στη διττή δύναμη της γλώσσας να καταπιέζει και να απελευθερώνει. Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο τον λόγο της στην απονομή εδώ.
Το 1996 βραβεύεται η Βισουάβα Σιμπόρσκα (1923 – 2012), η πρώτη γυναίκα Πολωνή ποιήτρια από μια χώρα με μεγάλη παράδοση στα Νόμπελ. Η κορυφαία ποιήτρια βραβεύτηκε για την «ποίηση η οποία με ειρωνική ακρίβεια επιτρέπει στο ιστορικό και βιολογικό συγκείμενο να έρθουν στο φως σε θραύσματα της ανθρώπινης πραγματικότητας». Στα ελληνικά γράμματα, οι συλλογές της κυκλοφορούσαν κάποτε από τις εκδόσεις Σοκόλη, αλλά η πληρέστερη και πιο πρόσφατη έκδοση είναι η ανθολογία «Εδώ και τώρα» (μτφρ. Μπεάτα Ζούλκιεβιτς, εκδ. Καστανιώτη).
Το 2023 ανακηρύχθηκε «Έτος Βισουάβα Σιμπόρσκα» στην Πολωνία, τιμώντας τα 100 χρόνια από τη γέννηση της νομπελίστριας ποιήτριας. Με αυτή την αφορμή η πολωνική πρεσβεία στην Ελλάδα οργάνωσε έκθεση και εκδηλώσεις για να την τιμήσουν, αλλά και το περιοδικό Χάρτης οργάνωσε ένα πλούσιο αφιέρωμα σε επιμέλεια της Αριστέας Παπαλεξάνδρου.
Η ίδια ποσόστωση και στη νέα χιλιετία
Αυτή η ποσόστωση τριών γυναικών ανά δεκαετία τηρήθηκε τις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα που διανύουμε. Στο διάστημα 2000 – 2009 βραβεύτηκε η Ελφρίντε Γέλινεκ το 2004, η Ντόρις Λέσινγκ το 2007 και η Χέρτα Μίλερ το 2009. Εξ αυτών, οι δύο ακόμα εν ζωή συγγραφείς εμφανίζουν κοινά ως προς την καταγγελία μορφών αυταρχισμού που πολιτικοποιεί τη γραφή τους.
Η ζωή της Αυστριακής Ελφρίντε Γέλινεκ (1946) θυμίζει πολύ, τηρουμένων των αναλογιών, αυτήν της ηρωίδας στο γνωστότερο βιβλίο της, Η Πιανίστρια, που γύρισε σε ταινία ο Χάνεκε. Μεγαλώνοντας στη Βιέννη υπό τη σκιά μιας επιβλητικής μητρικής φιγούρας, η οποία την προόριζε για μουσικό παιδί-θαύμα, η Γέλινεκ εγκαταλείπει τις σπουδές της λόγω της αγχώδους διαταραχής. Στρέφεται έκτοτε στη γραφή θεραπευτικά και καταλήγει να γίνει μια από τις σημαντικότερες συγγραφείς της γερμανόφωνης λογοτεχνίας. Στο έργο της ασκεί κριτική στην αστική υποκρισία, τα πατριαρχικά πρότυπα και την καταπίεση της γυναίκας.
Το 2004 βραβεύεται από τη Σουηδική Ακαδημία «για τη μουσική ροή του λόγου και του αντίλογου σε μυθιστορήματα και θεατρικά έργα, που με ασυνήθιστο γλωσσολογικό ζήλο αποκαλύπτουν τον παραλογισμό των στερεοτύπων της κοινωνίας και τη δύναμή τους να υποδουλώνουν». Στα ελληνικά κυκλοφορεί κυρίως το πεζογραφικό της έργο από τις εκδόσεις Εκκρεμές.
![]() |
|
Χέρτα Μίλερ (1954) και Ελφρίντε Γέλινεκ (1946) |
Η Χέρτα Μίλερ (1954), από την άλλη, μεγάλωσε στη περιοχή Μπανάτ, μια γερμανόφωνη μειονότητα της δυτικής Ρουμανίας, σε μια οικογένεια που αντιστάθηκε στο κομμουνιστικό καθεστώς. Μέσω της γραφής της πρόβαλε και η ίδια ισχυρή αντίσταση στην καταπίεση και την πολιτική τρομοκρατία που βίωσε υπό το καθεστώς του Τσαουσέσκου, αναπτύσσοντας μια πρόζα που κατέγραψε τη βία. Βραβεύτηκε το 2009 με το Νόμπελ γιατί «με την πυκνότητα της ποίησής της και την ειλικρίνεια της πρόζας της σκιαγραφεί το σύμπαν των μη-ευνοημένων».
Τα βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη, με σημαντικότερο αυτών το μυθιστόρημα Ο άγγελος της πείνας (μτφρ. Γιώτα Λαγουδάκου) για έναν νεαρό Ρουμάνο γερμανικής καταγωγής που εκτοπίζεται στα γκούλαγκ. Η πυκνή και βαθιά μεταφορική πρόζα της την καθιστά συχνά δύσκολη στην ανάγνωση, κάτι που ίσως εξηγεί γιατί τα βιβλία της δεν είναι τα πιο δημοφιλή σε σχέση με άλλες νικήτριες της λίστας.
Η περίπτωση της Λέσινγκ
Από τις τρεις βραβευμένες της δεκαετίας 2000 – 2010, η πιο γνωστή στη χώρα μας είναι αυτή που δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή, η Βρετανίδα Ντόρις Λέσινγκ (1919 – 2013), η οποία είχε διανύσει μια μακρά πορεία πριν λάβει σαν τιμητική αναγνώριση το βραβείο στο τέλος της καριέρας της, το 2007.
Η Λέσινγκ, η οποία χαρακτηρίστηκε από την επιτροπή στο σκεπτικό για τη βράβευσή της ως μια «εμβληματική αφηγήτρια της γυναικείας εμπειρίας, που με σκεπτικισμό, πάθος και ενορατική δύναμη ερευνά έναν διχασμένο πολιτισμό» έγινε η μεγαλύτερη σε ηλικία συγγραφέας, στην ιστορία του θεσμού, που παρέλαβε το βραβείο στα 87 της.
Η συγκρατημένη αντίδρασή της όταν της ανακοινώθηκε η τιμητική διάκριση, στο διάσημο βίντεο που την πετυχαίνουν οι δημοσιογράφοι όταν γυρίζει σπίτι με τα ψώνια του σούπερ μάρκετ στο χέρι, είναι εμβληματική. Καθισμένη στο πεζούλι λίγο αργότερα ξεμπροστιάζει την Ακαδημία για την αγενή στάση προς το πρόσωπό της πριν από πολλά χρόνια.

Η πολυσχιδής καριέρα της Λέσινγκ συχνά χωρίζεται σε «φάσεις». Η πρώτη της περίοδος χαρακτηρίζεται από έντονη ανησυχία για τις φυλετικές ανισότητες και τις ρατσιστικές εντάσεις, όπως τις έζησε στη Ροδεσία (σημερινή Ζιμπάμπουε) και αποτυπώνονται στο πρώτο της μυθιστόρημα, Τραγουδάει το χορτάρι (από χρόνια εξαντλημένο). Το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που την καθιέρωσε παγκοσμίως, πάντως, το Χρυσό Σημειωματάριο εγκαινιάζει μια περίοδο στην οποία ασχολείται με ζητήματα εξουσίας, χειραφέτησης και γυναικείας ταυτότητας. Η ίδια, πάντως, απογοητεύεται από την αμιγώς φεμινιστική ανάγνωση του βιβλίου, παρόλο που οι προσωπικές τις επιλογές συνάδουν με τις ριζοσπαστικές ηρωίδες της.
Για παράδειγμα, έχει σχολιάσει την επιλογή της να αφήσει τα παιδιά της να μεγαλώσουν με τον πρώτο της σύζυγο ως εξής: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο βαρετό για μια έξυπνη γυναίκα από το να περνάει ατελείωτες ώρες με μικρά παιδιά». Μετά από την «κομμουνιστική» περίοδο, διάστημα κατά το οποίο ήταν υπό παρακολούθηση από τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, ασπάζεται τον σουφισμό και αρχίζει να γράφει βιβλία επιστημονικής φαντασίας, με σημαντικότερο το πεντάτομο Canopus in Argos: Archives.
Το έργο της Λέσινγκ έχει μεταφραστεί στα ελληνικά τον προηγούμενο αιώνα από τις εκδόσεις Κάκτος, Λιβάνη και Οδυσσέας, διαβάστηκε όμως περισσότερο από τις μεταφράσεις των εκδόσεων Καστανιώτη με τις οποίες ταυτίστηκε για πολλά χρόνια. Πλέον, το έργο της αναβιώνει και βρίσκει καινούριες γενιές αναγνωστριών μέσα από τις νέες μεταφράσεις της Έφης Τσιρώνη για τις εκδόσεις Διόπτρα.
2010 – 2019
Τη δεκαετία 2010 – 2019 βραβεύονται άλλες τρεις σπουδαίες συγγραφείς, η κάθε μία από τις οποίες υπηρετεί ένα διαφορετικό κειμενικό είδος. Το 2013 είναι η χρονιά της Καναδής Άλις Μονρό (1931 – 2024), της «αυθεντίας της μικρής φόρμας» που «διαβάζοντάς την, μαθαίνεις πάντα κάτι που δεν είχες σκεφτεί ποτέ», σύμφωνα με το σκεπτικό της Ακαδημίας.
Όταν ρωτήθηκε αν περίμενε αυτή την τιμή, η ίδια απάντησε «Ω, όχι, αφού είμαι γυναίκα!».
Όταν ρωτήθηκε αν περίμενε αυτή την τιμή, η ίδια απάντησε «Ω, όχι, αφού είμαι γυναίκα!». Οι κορυφαίες συλλογές διηγημάτων της κυκλοφόρησαν στο διάστημα 2013 – 2017 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, παρέμειναν για ένα διάστημα εξαντλημένες και επανακυκλοφόρησαν το 2022 (Απόδραση, Ακριβή μου ζωή, Πάρα πολλή ευτυχία, όλα σε μτφρ. της Σοφίας Σκουλικάρη), οπότε έκτοτε βρίσκονται σταθερά στα βιβλιοπωλεία. Η μετά θάνατον γνωστοποίηση μιας μαύρης σελίδας της ιδιωτικής της ζωής στεναχώρησε και αποξένωσε ένα μέρος του αναγνωστικού της κοινού που είχε αγαπήσει πολύ το έργο της. Η κόρη της δημοσιοποίησε την ιστορία της κακοποίησής της από τον πατριό της και σύζυγο της Μονρό εν γνώσει και με τη συγκάλυψη της τελευταίας. Αν και ο ίδιος ομολόγησε την πράξη του, η συγγραφέας έμεινε μαζί του μέχρι τον θάνατό του.
![]() |
|
Άλις Μονρό (1931 – 2024), Σβετλάνα Αλεξίεβιτς (1948) και Όλγκα Τοκάρτσουκ (1962) |
Κι αν η Μονρό είχε ένα περιορισμένο αλλά φανατικό κοινό ήδη όταν βραβεύτηκε, στη χώρα μας οι επόμενες δύο βραβευθείσες αγαπήθηκαν πολύ μετά την απονομή του βραβείου.
Η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς (1948), νικήτρια για το 2015, η οποία μεγάλωσε στη Λευκορωσία και ασχολήθηκε από μικρή με τη δημοσιογραφία, είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες βραβεύσεις του θεσμού, καθώς υπηρετεί το είδος της τεκμηριωμένης πεζογραφίας. Η γραφή της συνδυάζει αφηγήσεις, ιστορικά στοιχεία και μαρτυρίες. Τα πολυφωνικά της γραπτά, όπως το Τσέρνομπιλ (μτφρ. Ορέστης Γεωργιάδης, εκδ. Πατάκη) που έγινε και διάσημη σειρά αλλά και το Ο Πόλεμος δεν έχει Πρόσωπο Γυναίκας (μτφρ. Ελένη Μπακοπούλου, εκδ. Πατάκη) χαρακτηρίστηκαν από την επιτροπή στο σκεπτικό της «ένα μνημείο για τα βάσανα και το κουράγιο στην εποχή μας».
Μαζί με τη Χέρτα Μίλερ παραχώρησαν τον Φεβρουάριο του 2022 μια κοινή συνέντευξη κατά της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, που μπορείτε να διαβάσετε μεταφρασμένη εδώ.
Το 2017 ξεσπά στην Ακαδημία το σεξουαλικό και οικονομικό σκάνδαλο, που οδηγεί σε αναδιατάξεις και αναβολή της ανακοίνωσης της νικήτριας για το 2018. Έτσι το 2019, χρονιά που βραβεύτηκε ο Πέτερ Χάντκε, ανακοινώνονεται το βραβείο και το 2018 που απονέμεται στην Όλγκα Τοκάρτσουκ.
Η ψυχοθεραπεύτρια, συγγραφέας και ακτιβίστριας Όλγκα Τοκάρτσουκ (1962), γνωστή ήδη σε εμάς τότε από τη διάκρισή της και με το Διεθνές Βραβείο Μπούκερ, παρέλαβε το βραβείο «για μια αφηγηματική φαντασία που με εγκυκλοπαιδικό πάθος αναδεικνύει την υπέρβαση των ορίων ως έναν τρόπο ζωής».
Τότε κυκλοφορούσε στα βιβλιοπωλεία μόνο το μυθιστόρημά της Το Αρχέγονο και άλλοι καιροί (μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Καστανιώτη) και είχε βρει λίγους αναγνώστες. Έξι χρόνια μετά, βρίσκουμε άλλα τέσσερα βιβλία της στα ράφια, όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Μπορούμε, μάλιστα, να διαβάσουμε τον λόγο που εκφώνησε κατά την απονομή των Νόμπελ εντός της έκδοσης του μυθιστορήματος Πλάνητες.
Χρονιά παρά χρονιά – Ένα πρόσφατο μοτίβο
Μετά το σκάνδαλο και την αναδιοργάνωση της Ακαδημίας, παρατηρείται για πρώτη φορά στα χρονικά, ένα μοτίβο βράβευσης με εναλλαγή φύλου. Στα «ζυγά» έτη (2020, 2022, 2024) βραβεύονται γυναίκες και στα μονά (2021, 2023) άνδρες, μια ισορροπία που μοιάζει οριακά εσκεμμένη και αποκαταστατική.
Το 2020 η προσφάτως εκλιπούσα Λουίζ Γκλικ (1943 – 2023) έγινε η τέταρτη γυναίκα ποιήτρια που παρέλαβε το βραβείο «για την αλάθητη ποιητική φωνή της που με λιτή ομορφιά καθιστά την ατομική ύπαρξη καθολική». Αν και είχαμε κάποιες μεμονωμένες μεταφράσεις της Αμερικανίδας ποιήτριας, η οποία πριν από το Νόμπελ είχε λάβει όλα τα σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία στις ΗΠΑ (π.χ. Πούλιτζερ, Εθνικό Βραβείο Γραμμάτων), στα ελληνικά γράμματα τη μάθαμε ολοκληρωμένα εκ των υστέρων, με τις μεταφράσεις του Χάρη Βλαβιανού για τις εκδόσεις Στερέωμα. Το τελευταίο της βιβλίο ήταν και το πρώτο της πεζογραφικό, ένα φτενό παραμυθάκι με τίτλο Marigold and Rose: A Fiction.
![]() |
|
Λουίζ Γκλικ (1943 – 2023), Ανί Ερνό (1940) και Χαν Γκανγκ (1970) |
Το Νόμπελ που απονεμήθηκε το 2022 στην Ανί Ερνό (1940) ήταν από τα σχετικά αναμενόμενα, αφού το όνομά της αναφερόταν κάθε χρόνο στις προβλέψεις. Η Ερνό έγινε η πρώτη Γαλλίδα που τιμάται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας «για το θάρρος και την κλινική οξύνοια με την οποία αποκαλύπτει τις ρίζες, την αποξένωση και τους συλλογικούς περιορισμούς της προσωπικής μνήμης», σύμφωνα με το σκεπτικό της Ακαδημίας.
Στον ευχαριστήριο λόγο της μίλησε για «συλλογική νίκη» και για «εκδίκηση για τη φυλή» της, εννοώντας τους ανθρώπους της εργατικής τάξης. Μίλησε για τη λογοτεχνία ως πεδίο χειραφέτησης και για το «εγώ» που μπορεί να γίνει οικουμενικό.
Πέρσι, αντίθετα απ’ όλες τις προβλέψεις παρέλαβε το βραβείο η Νοτιοκορεάτισσα Χαν Γκανγκ (1970), η πρώτη Ασιάτισσα που παραλαμβάνει το βραβείο. Στο σκεπτικό της Ακαδημίας αναφέρεται ότι ξεχώρισε για την «έντονη ποιητική της πρόζα που αντιμετωπίζει ιστορικά τραύματα και εκθέτει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ζωής».
Το 2024 η Γκανγκ ήταν και η μοναδική γυναίκα που βραβεύτηκε, καθώς σε όλες τις άλλες κατηγορίες Νόμπελ το βραβείο απέσπασαν άνδρες. Η νεαρή, (54 ετών τη χρονιά της βράβευσής της) για τα δεδομένα του θεσμού, συγγραφέας ήταν γνωστή στην Ελλάδα ήδη από τα βιβλία της Η Χορτοφάγος και Μάθημα ελληνικών που είχαν μεταφραστεί αμφότερα από την Αμαλία Τζιώτη για τις εκδόσεις Καστανιώτη, ενώ μετά τη βράβευσή της κυκλοφόρησε και το βιβλίο Λευκό (μτφρ. Δέσποινα Κανελλοπούλου, εκδ. Καστανιώτη). Η συγγραφέας αρνήθηκε να παραχωρήσει συνέντευξη Τύπου, καθώς δεν θέλησε να πάρει μέρος σε μια εκδήλωση με πανηγυρικό χαρακτήρα τη στιγμή που μαίνονται οι συγκρούσεις Ουκρανίας – Ρωσίας και Ισραήλ – Παλαιστίνης.
Αναμένοντας την τελετή της Πέμπτης, αναρωτιόμαστε αν μπορεί, για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού, να βραβευτεί για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά γυναίκα συγγραφέας. Για τα ονόματα που «παίζουν» αυτή τη στιγμή εντελώς ανεπίσημα στις μεγάλες στοιχηματικές εταιρείες –μεταξύ άλλων και αυτό της Έρσης Σωτηροπούλου– διαβάστε εδώ.



























