Η ανακοίνωση του Νόμπελ Λογοτεχνίας 2022 έχει προκαλέσει και πάλι σχόλια από μερίδα αναγνωστών και κριτικών, παρότι το όνομα της Γαλλίδας Ανί Ερνό ακούγεται διαρκώς τα τελευταία χρόνια μεταξύ των φαβορί για το βραβείο και κάθε άλλο παρά έκπληξη αποτέλεσε. Για πολλούς αντίθετα φαίνεται ότι συνιστά μια απάντηση σε όσους έχουν επικρίνει τη Σουηδική Ακαδημία για τις αστοχίες της στο παρελθόν, για την προτίμησή της σε ευρωπαίους άνδρες συγγραφείς, καθώς και για την αδιαφορία της παλιότερα για γίγαντες της λογοτεχνίας, όπως ο Τολστόι, ο Τσέχοφ, ο Τζόις, αλλά και για διάσημους συγγραφείς της σύγχρονης εποχής, όπως ο Ροθ, ο Κούντερα κ.ά. Μια σύντομη καταγραφή των βραβείων που προκάλεσαν τις περισσότερες αντιδράσεις και ενός σκανδάλου. Στη φωτογραφία, η Πολωνή Όλγκα Τορκάτσουκ με τον Αυστριακό Πέτερ Χάντκε.
Επιμέλεια: Σόλωνας Παπαγεωργίου
Σύμφωνα με τη διαθήκη του Άλφρεντ Νόμπελ, το Νόμπελ Λογοτεχνίας θεσπίστηκε για να τιμήσει τους πεζογράφους που «δημιούργησαν τα σπουδαιότερα έργα στον τομέα της λογοτεχνίας, με στόχο την προαγωγή ενός ιδεώδους». Βέβαια, οι επιλογές της Σουηδικής Ακαδημίας έχουν αμφισβητηθεί ουκ ολίγες φορές, ορισμένες αστοχίες της δε, έχουν προκαλέσει τη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης, καθώς και την αγανάκτηση ανθρώπων των γραμμάτων, της τέχνης και του πολιτισμού.
Η βράβευση του Πέτερ Χάντκε το 2019 είναι μία από τις περιπτώσεις που πυροδότησαν έντονες διαμαρτυρίες. Ο Χάντκε, συγγραφέας γνωστών έργων όπως το Η Αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι, και το Σύντομο γράμμα για ένα μεγάλο αποχαιρετισμό, θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος του σκηνοθέτη Βιμ Βέντερς, είχε εκφράσει τις διαφωνίες του με τον διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας και είχε κατακρίνει δημόσια τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς του 1999. Ο Αυστριακός συγγραφέας έχει κατηγορηθεί ως φίλος και υποστηρικτής του ηγέτη Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, και αρνητής της Σφαγής της Σρεμπρένιτσα, δηλαδή του αφανισμού των οκτώ χιλιάδων μουσουλμάνων της πόλης από τους Σέρβους της Βοσνίας. Σε κατοπινή δημοσίευσή του στον γαλλικό τύπο, ο Χάντκε αναφέρθηκε στα γεγονότα στη Σρεμπρένιτσα, παραδεχόμενος τον αποτροπιασμό που προξενούν, μίλησε όμως και για τις αντίστοιχες επιθέσεις των Γιουγκοσλάβων μουσουλμάνων εις βάρος της τοπικής ορθόδοξης κοινότητας.
Ο Χάντκε παραμένει μέχρι σήμερα μια αμφιλεγόμενη φιγούρα. Πολλοί καταξιωμένοι συγγραφείς παραδέχονται την αξία του έργου του, όπως η Αυστριακή Ελφρίντε Γέλινεκ, η οποία τιμήθηκε με Νόμπελ το 2004, και αργότερα δήλωσε πως ο ομοεθνής ομότεχνός της κανονικά θα έπρεπε να είχε βραβευτεί πριν από την ίδια. Ανάμεσα στους πολέμιους του Χάντκε βρίσκεται και ο Σαλμάν Ρούσντι, ο οποίος δεν δίστασε να τον χαρακτηρίσει «Παγκόσμιο Ηλίθιο της Χρονιάς» μετά από τη βράβευσή του. Μια πιο ψύχραιμη τοποθέτηση ήταν αυτή του δημοσιογράφου του Der Spiegel, Sebastian Hammelehle, που εξήγησε πως η εικόνα που παρουσιάζει ο Χάνκτε για τη Γιουγκοσλαβία είναι σαφώς ωραιοποιημένη, και πως θα έπρεπε να τον διαβάζουμε έχοντας υπόψη μας πως είναι συγγραφέας μυθοπλασίας κι όχι πολεμικός ανταποκριτής.
Πάντως, όσον αφορά στον θεσμό των Νόμπελ, ο ίδιος ο Χάντκε είχε παλαιότερα δηλώσει πως «θα έπρεπε να ‘χει ήδη καταργηθεί, εφόσον είναι ένα τσίρκο».
Η περίπτωση Ντίλαν
Άλλη μια βράβευση που είχε διχάσει λίγα χρόνια νωρίτερα, ήταν αυτή του Μπομπ Ντίλαν, του πρώτου μουσικού και τραγουδοποιού που έλαβε το βραβείο στην ιστορία του θεσμού. Πολλοί είχαν αναρωτηθεί αν ο Ντίλαν πληροί τα κριτήρια για το Νόμπελ αλλά και για οποιοδήποτε λογοτεχνικό βραβείο, ενώ άλλοι θεώρησαν πως η επιτροπή διέπραξε ύβρη, εφόσον ο Φίλιπ Ροθ βρισκόταν ακόμα εν ζωή το 2016.
Ο Ντίλαν χειρίστηκε το θέμα με περίσσεια διακριτικότητα. Στην ομιλία που έγραψε για την τελετή απονομής, την οποία δεν εκφώνησε ο ίδιος εφόσον δεν παρευρέθη, αποκάλυψε πως εξεπλάγη όταν έμαθε την απόφαση της Σουηδικής Ακαδημίας, και πως δεν είχε αναρωτηθεί ποτέ αν οι στίχοι του είχαν κάποια λογοτεχνική αξία.
Ένα σκάνδαλο ταράζει την Ακαδημία
Ένα σκάνδαλο που κηλίδωσε το κύρος της Ακαδημίας ξέσπασε το 2017, στις απαρχές του κινήματος MeToo, όταν δεκαοκτώ γυναίκες κατηγόρησαν τον συγγραφέα Jean-Claude Arnault, σύζυγο της ποιήτριας και μέλους της Ακαδημίας Katarina Frostenson, για σεξουαλική κακοποίηση. Αργότερα ήρθαν στο φως επιπρόσθετες κατηγορίες, που αποκάλυψαν πως το ζευγάρι έχει καταχραστεί πόρους της Ακαδημίας και προκάλεσαν την παραίτηση σε ένδειξη διαμαρτυρίας έξι εκ των δεκαοκτώ μελών, τον ανασχηματισμό της Ακαδημίας και την αναβολή της βράβευσης της Όλγκα Τοκάρτσουκ.
Τα πολιτικά Νόμπελ
Στο πρόσφατο παρελθόν, ορισμένες βραβεύσεις που έκαναν αίσθηση ήταν αυτές του Μάριο Βάργας Λιόσα (2010), του Χάρλοντ Πίντερ (2005) και του Ντάριο Φο (1997). Επιλέγοντας τον Λιόσα, η Ακαδημία θεωρήθηκε ότι «επανόρθωσε» για ακόμα μια φορά για τις παλαιότερες παραλείψεις της όσον αφορά στη λατινοαμερικανική πεζογραφία - ο Μπόρχες, ο Κορτάσαρ κι ο Μπολάνιο δεν τιμήθηκαν ποτέ με ένα Νόμπελ που, κατά πολλούς, τους αναλογούσε δικαιωματικά. Η ανάμειξη του Λιόσα με την πολιτική, η αποκήρυξη του αριστερού του παρελθόντος, οι αιχμές του περί «αριστερών δικτατοριών» και η εναντίωση του στις κρατικοποιήσεις του Περού γέννησαν αμφιβολίες σε κάποιους για το αν άξιζε να λάβει το Νόμπελ. Αντίστοιχα, η επιλογή του Πίντερ, ο οποίος είχε ταχθεί κατά της Αμερικανικής εισβολής στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, προκάλεσε αντιδράσεις από τις συντηρητικές ομάδες. Τέλος, ο Ντάριο Φο θεωρήθηκε από κάποιους πολύ «εύπεπτος» για ένα τέτοιο βραβείο, ενώ πολεμήθηκε και από τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, τη δράση της οποίας καυτηρίαζε στα έργα του. Τα αρνητικά σχόλια πλήθυναν ύστερα από τις δηλώσεις ενός μέλους της Ακαδημίας, που ισχυρίστηκε πως, εκείνη τη χρονιά, η επιτροπή απέφυγε να τιμήσει τον Σαλμάν Ρούσντι ή τον Άρθουρ Μίλερ, καθώς δεν ήθελαν να καταφύγουν σε «προβλέψιμες και δημοφιλείς επιλογές».
Ίσως μία από τις πιο αναπάντεχες βραβεύσεις στην ιστορία του θεσμού να είναι αυτή του Ουίνστον Τσώρτσιλ το 1953, ο οποίος τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας «για τα υψηλού επιπέδου ιστορικά και βιογραφικά κείμενά του, καθώς και για τη σπουδαία ρητορεία του όσον αφορά στην υπεράσπιση των υψηλών ανθρώπινων αξιών».
Τέλος, αξίζει να αναφερθούμε και στις μεγάλες παραβλέψεις της Ακαδημίας, στους σπουδαίους συγγραφείς του 20ου αιώνα που δεν έλαβαν ποτέ το βραβείο Νόμπελ. Η λίστα με τις «αδικίες» θα μπορούσε να περιλαμβάνει πολλά ονόματα, από τον Τζέιμς Τζόις και τον Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ ως τον Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ και τη Βιρτζίνια Γουλφ.
Μια σημαντική παράβλεψη είναι αυτή του Λέοντα Τολστόι, ο οποίος μάλιστα ήταν υποψήφιος κάθε έτος από το 1902 ως το 1906 μα δεν τιμήθηκε ποτέ με το βραβείο – ο Τολστόι ήταν επίσης υποψήφιος τρεις φορές για το Νόμπελ Ειρήνης δίχως να βραβευτεί.
Τα ελληνικά Νόμπελ και ο Καζαντζάκης
Όσον αφορά στην Ελλάδα, εκτός από τα Νόμπελ στους ποιητές Γιώργο Σεφέρη (1963) και Οδυσσέα Ελύτη (1979), αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση του Νίκου Καζαντζάκη, ο οποίος λέγεται ότι ήταν υποψήφιος συνολικά εννέα φορές για το βραβείο.
Η ορθόδοξη εκκλησία αλλά και ορισμένοι συμπατριώτες μας, πολιτικοί και διανοούμενοι υψηλού κύρους, θρυλείται ότι υπόγεια πολέμησαν τον Καζαντζάκη για να αποτρέψουν τη βράβευσή του. Μετά από τον θάνατό του, ο Γάλλος φιλόσοφος Αλμπέρ Καμύ έγραψε στη χήρα του Καζαντζάκη πως ο σύζυγός της «άξιζε το Νόμπελ εκατό φορές περισσότερο από τον ίδιο».