Συνεχίζοντας την περσινή παράδοση να μας συστήνουν στη ΔΕΒΘ ξένες συγγραφείς της σειράς Aldina, οι εκδόσεις Gutenberg φιλοξένησαν και φέτος δύο πρωτοεμφανιζόμενες στα ελληνικά γράμματα, οι οποίες στις χώρες τους έχουν ήδη διακριθεί, την Κάρα Χόφμαν [Cara Hoffman] και τη Χίλα Μπλουμ [Hila Blum]. Προσιτές και ευχάριστες, δυναμικές αλλά και ευγενικές, ήταν η ήρεμη δύναμη που χρειαζόταν για να κλείσει όμορφα η τρίτη ημέρα της έκθεσης. Κεντρική εικόνα: Η Αμαλία Σταθάκη παρουσιάζει την Κάρα Χόφμαν.
Γράφει η Φανή Χατζή
Η συζήτηση με την Κάρα Χόφμαν για το βιβλίο της Οι Κράχτες (μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς) ξεκίνησε με το ζήτημα της απεικόνισης της Ελλάδας εκ μέρους της Αμερικανίδας συγγραφέως. Ο Κώστας Καλτσάς, συγγραφέας και μεταφραστής, παρατήρησε πόσο σπάνια είναι η ρεαλιστική αναπαράσταση της Ελλάδας στη λογοτεχνία, σε αντίθεση με την εξωτικοποιημένη της μορφή (νησιά, παραλίες, τα αρχαία σε πρώτη φόρα) και η συγγραφέας αντέταξε ότι επιχείρησε να αποδώσει την εικόνα που η ίδια γνώρισε, όταν ζούσε στην Αθήνα την ίδια δεκαετία κατά την οποία εκτυλίσσεται το βιβλίο. Η ίδια είχε λάβει μέρος στη ζωή της περιπλάνησης, της αστεγίας και ανέχειας. Όταν ρωτήθηκε εάν στόχος της ήταν να καταγράψει την υποκουλτούρα, απάντησε θετικά, χωρίς όμως να θέλει να περιορίσει τον σκοπό του βιβλίου της μόνο σε μια λειτουργία.
Η αναφορά στην υποκουλτούρα πυροδότησε μια έντονη συζήτηση περί κοινωνικής τάξης που έκανε τη συγγραφέα να δηλώσει χιουμοριστικά ότι δεν έχει μιλήσει ποτέ σε καμία εκδήλωση τόσο πολύ για το συγκεκριμένο ζήτημα. Ωστόσο, όπως παρατήρησε, η λογοτεχνία σπάνια ασχολείται με τους outsiders και όταν ασχολείται, αυτοί συνήθως απεικονίζονται χωρίς ιδιαίτερη πνευματική ή συναισθηματική ευφυΐα. Η ίδια θέλησε να πάει κόντρα στη «μπουρζουά λογοτεχνία» και να υπενθυμίσει ότι ο περισσότερος κόσμος, παρότι δεν διάγει έναν βίο στα σύννεφα της υψηλής διανόησης, έχει γνώσεις, άποψη και επιθυμίες.
Για να εισέλθει κάποιος στον χώρο της γραφής πρέπει να έχει ήδη τα μέσα για να γράψει με άνεση. Με απογοήτευση η Χόφμαν παρατήρησε ότι αυτή η δυναμική διατηρεί στη σιωπή ένα ολόκληρο σώμα γραπτών που παράγονται από άτομα της εργατικής τάξης και δε θα διαβάσουμε ποτέ.
Η Αμερικανίδα συγγραφέας, χωρίς να εξαιρεί τον εαυτό της από τη στιγμή που κατάφερε να μπει σε αυτό τον κύκλο, χαρακτήρισε τη συγγραφή κατ’ επάγγελμα ως προνόμιο. Ο χρόνος που απαιτεί η συγγραφή δε συνάδει εύκολα με παράλληλη εργασία, πόσο μάλλον με τις άθλιες χειρονακτικές δουλειές που κάνουμε όλοι πιο μικροί. Επομένως, για να εισέλθει κάποιος στον χώρο της γραφής πρέπει να έχει ήδη τα μέσα για να γράψει με άνεση. Με απογοήτευση η Χόφμαν παρατήρησε ότι αυτή η δυναμική διατηρεί στη σιωπή ένα ολόκληρο σώμα γραπτών που παράγονται από άτομα της εργατικής τάξης που δε θα τα διαβάσουμε ποτέ.
Οι δύο συνομιλητές αναφέρθηκαν επίσης στη διαρκή αναζήτηση στην οποία βρίσκονται οι χαρακτήρες της Χόφμαν, στην αντίθεση ανάμεσα στην ελευθερία και τον φόβο που επανέρχεται διαρκώς στο προσκήνιο, αλλά και στην αντιεξουσιαστική αύρα που αποπνέει η φόρμα αλλά και το περιεχόμενο του βιβλίου. Μολονότι και οι τρεις χαρακτήρες της έχουν έναν κουήρ πανκ τρόπο ζωής, η συγγραφέας δεν αποδέχθηκε την ταμπέλα της κουήρ αφήγησης. Κατά τη γνώμη της, οι ταμπέλες υφίστανται για λόγους μάρκετινγκ και για να κατατάσσονται τα βιβλία στα βιβλιοπωλεία.
Χίλα Μπλουμ
Σε τόνο μεγαλύτερης επισημότητας ξεκίνησε η συζήτηση μεταξύ της μεταφράστριας Μάγκυ Κοέν και της Χίλα Μπλουμ για το βιβλίο Πώς να αγαπάς την κόρη σου, με την πρώτη να συστήνει στο κοινό τη δεύτερη, κάνοντας λόγο για μία σημαντική φιγούρα στην ισραηλινή λογοτεχνία. Σύντομα, όμως, η συγγραφέας έσπασε τον πάγο και δε σταμάτησε να αυτοσαρκάζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης.
Λόγω του ιδιαίτερου θέματος του βιβλίου, της σχέσης της Γιοέλα με την κόρη της Λέα, όπως αυτή διαρθρώνεται μέσω των αναδρομικών αναμνήσεων της πρώτης, η συζήτηση περιστρεφόταν διαρκώς γύρω από το ζήτημα της γονεϊκότητας αλλά και της οικογένειας, με τη συγγραφέα να φέρνει παραδείγματα από τον ρόλο της ως μητέρας μιας κόρης. Σε μία ερώτηση από το κοινό, μάλιστα, δήλωσε ότι διοχέτευσε στην ηρωίδα της όλα τα λάθη που δε θα ήθελε να κάνει ως μητέρα ώστε να καταφέρει να τα αποφύγει η ίδια.
Η μεταφράστρια Μάγκυ Κοέν συνομιλεί με την ισραηλινή συγγραφέα Χίλα Μπλουμ. |
Η μεταφράστρια ρώτησε τη συγγραφέα εάν η αναξιόπιστη αφηγήτριά της διαστρεβλώνει το παρελθόν προσπαθώντας να αναπλάσει τις αναμνήσεις της και η Χόφμαν ισχυρίστηκε ότι στην ουσία κανένας αφηγητής δεν είναι 100% ειλικρινής, όπως κανείς άνθρωπος δεν ανασύρει τις αναμνήσεις του χωρίς είτε να τις ωραιοποιεί είτε να τις σκιάζει με βάση τις παρεμβολές άλλων ή και την ίδια του την προκατάληψη. Η Μάγκυ Κοέν επέμεινε στον σχολιασμό της ενδιαφέρουσας αφηγήτριας, η οποία συχνά, εμφανίζει μια αντίθεση, μια σύγχυση ανάμεσα στις πράξεις και το λόγο της. Η Μπλουμ εξήγησε ότι σκοπός της δεν ήταν να προκαλέσει σύγχυση στο αναγνωστικό κοινό όσον αφορά τα συναισθήματα που θα έπρεπε να αναπτύξει για την ηρωίδα της, αλλά να αποτυπώσει πόσο περίπλοκο είναι να είσαι γονιός.
Μολονότι το μυθιστόρημα μιλάει για τη γυναικεία εμπειρία, την εγκυμοσύνη, την επιλόχεια κατάθλιψη, την ερωτική επιθυμία, η συγγραφέας ήταν κάπως επιφυλακτική με τον χαρακτηρισμό του ως φεμινιστική λογοτεχνία, καθώς σαν όρος διαθέτει ένα μεγάλο σημασιολογικό εύρος για τον καθένα και την κάθε μία.
Μολονότι το μυθιστόρημα μιλάει για τη γυναικεία εμπειρία, την εγκυμοσύνη, την επιλόχεια κατάθλιψη, την ερωτική επιθυμία, η συγγραφέας ήταν κάπως επιφυλακτική με τον χαρακτηρισμό του ως φεμινιστική λογοτεχνία, καθώς σαν όρος διαθέτει ένα μεγάλο σημασιολογικό εύρος για τον καθένα και την κάθε μία. Σχετικά με την τύχη του μυθιστορήματος σήμερα, η Χόφμαν δε φάνηκε να πτοείται από την «απειλή» του τέλους του μυθιστορήματος και ευχήθηκε να υπάρξουν πολλοί και πολλές σαν κι αυτή, η οποία, παρά τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και άλλες τέχνες, παραμένουν πιστοί και αφοσιωμένοι στη Λογοτεχνία.
Τέλος, στην καλοδιατυπωμένη ερώτηση της Μάγκυ Κόεν περί του εάν η έλλειψη του πολιτικού σχολίου στο βιβλίο της είναι ένα είδος «χειραφέτησης» από την υποχρεωτική ενασχόληση με τα φλέγοντα πολιτικά ζητήματα της πατρίδας της, η απάντηση της Μπλουμ ήταν ενδιαφέρουσα. Η Ισραηλινή συγγραφέας δήλωσε ότι δεν την ενδιαφέρει τόσο η πολιτική όσο η ιδιωτική ζωή του τόπου της. Μπορεί κάποιοι να περιμένουν από αυτή να απαντά στις ερωτήσεις για το Ισραήλ επιδοκιμαστικά ή αποδοκιμαστικά για την ασκούμενη πολιτική και τον πρωθυπουργό της χώρας, αλλά η ίδια δηλώνει ότι «το να είσαι Ισραηλινός, σήμερα, σημαίνει να έχεις και οικογένεια, παιδιά, να έχεις χιούμορ, φίλους, αυτά είναι κεντρικά στη δική μου ζωή και αυτά καλύπτω».
*Η ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗ είναι μεταφράστρια, απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Αγγλικών και Αμερικανικών Σπουδών.