Η συγγραφική κόντρα της Μαίρη ΜακΚάρθι [Mary McCarthy] με τη Λίλιαν Χέλμαν [Lillian Hellman] ξεκίνησε στο πλατό μιας τηλεοπτικής εκπομπής, έγινε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες, θεατρικό έργο και εγγράφηκε έτσι για πάντα στην ιστορία της λογοτεχνίας.
Επιμέλεια: Σόλωνας Παπαγεωργίου
Το 1979, η Μαίρη ΜακΚάρθι [Mary McCarthy] βρέθηκε προσκεκλημμένη στην εκπομπή του Ντικ Κάβετ, όπου ο γνωστός παρουσιαστής τής ζήτησε να αναφέρει ορισμένους συγγραφείς που θεωρούσε υπερτιμημένους. Η ΜακΚάρθι σώπασε. Κατόπιν, πρόφερε τρία ονόματα: Τζον Στάινμπεκ, Περλ Μπακ και Λίλιαν Χέλμαν [Lillian Hellman]. Την επόμενη ημέρα, οι εφημερίδες αναπαρήγαγαν την εξής είδηση: η Χέλμαν μηνύει τη ΜακΚάρθι, τον Κάβετ και το κανάλι PBS για δύο εκατομμύρια και διακόσιες πενήντα χιλιάδες δολάρια.
Το θέατρο, η Αριστερά και τα απομνημονεύματα
Εκ πρώτης, η Μαίρη ΜακΚάρθι και η Λίλιαν Χέλμαν είχαν αρκετά κοινά, περισσότερα απ’ όσα θα παραδέχονταν οι ίδιες. Αμφότερες ασχολήθηκαν με την τέχνη του θεάτρου και με τη συγγραφή απομνημονευμάτων ενώ πρόσκεινταν στην Αριστερά.
Δραστηριοποιήθηκαν στους ίδιους χώρους, ωστόσο προσέγγισαν το κάθε πεδίο με διαφορετικό τρόπο. Η Χέλμαν ήταν θεατρική συγγραφέας, τα έργα της οποίας ανέβηκαν στο Μπρόντγουεϊ. Η ΜακΚάρθι δημοσίευε κριτικές θεατρικών παραστάσεων στην εφημερίδα Partisan Review.
Η Χέλμαν έγραψε αυτοβιογραφικά βιβλία παντρεύοντας την πραγματικότητα με τη μυθοπλασία, δραματοποιώντας έντονα τις καταστάσεις. Η αξιοπιστία των έργων της έχει αμφισβητηθεί από πολλούς μελετητές.
«Όσο πιο λεπτομερώς περιγράφει μια σκηνή η Χέλμαν, τόσο πιο επινοημένη είναι η σκηνή», επισημαίνει ο Άλαν Άκερμαν.
Στον αντίποδα, η ΜακΚάρθι θεωρούσε πως «η γραφή είναι ένας καθρέφτης»: ισχυριζόταν πως «κάθε σπουδαίος συγγραφέας τρέφει μια βαθιά αγάπη για τα αληθινά γεγονότα».
«Πίστευε στα αληθινά γεγονότα όπως κάποιοι πιστεύουν στον Θεό», σημειώνει η Τζιν Στράους στον New Yorker.
Οι δυο γυναίκες ανήκαν στην Αριστερά, ωστόσο δεν ήταν ακριβώς ομοϊδεάτισσες. Η Χέλμαν ήταν καθαρόαιμη σταλινίστρια και δεν αποκήρυξε τις πεποιθήσεις της μετά από την ομιλία «Περί της προσωπολατρίας και των συνεπειών της». Η ΜακΚάρθι ήταν οπαδός του Τρότσκι και εχθρευόταν όσους συμφωνούσαν με τις διαδικασίες που εφαρμόστηκαν στις Δίκες της Μόσχας. Δεν δίσταζε να επικρίνει τη Σοβιετική Ένωση, αλλά και τις Ηνωμένες Πολιτείες, για τις πρακτικές του μακαρθισμού, τον Πόλεμο του Βιετνάμ και το Σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, και ήταν καλή φίλη της Χάνα Άρεντ.
Τα πρώτα βιτριολικά σχόλια της ΜακΚάρθι κατά της Χέλμαν γράφτηκαν το 1944. Σε κριτική της, η ΜακΚάρθι κατακεραύνωσε την ταινία «The North Star», το σενάριο της οποίας είχε γραφτεί από τη Χέλμαν. Το φιλμ απεικονίζει μελοδραματικά την οργανωμένη αντίσταση ενός ουκρανικού χωριού ενάντια στην εισβολή των δυνάμεων του Άξονα, παρουσιάζοντας μια ειδυλλιακή Σοβιετική Ένωση.
«Η ταινία είναι ένας ιστός ανακριβειών, που υφάνθηκε με κάθε είδους ψέματα», γράφει στο άρθρο της η ΜακΚάρθι.
Οι δυο τους συναντήθηκαν για πρώτη φορά το 1948 στη Νέα Υόρκη, σε μια δεξίωση που διοργάνωσε ο πρόεδρος του Κολλεγίου Σάρα Λόρενς. Προτού ανταλλάξουν έστω μια κουβέντα, η ΜακΚάρθι είχε προλάβει να αντιπαθήσει τη Χέλμαν, όταν την άκουσε να μιλά υποτιμητικά για τον συγγραφέα Τζον Ντος Πάσος, ο οποίος, σύμφωνα με τη Χέλμαν, «είχε πουλήσει τα ιδανικά του κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο, απλώς και μόνο επειδή δεν του άρεσε το φαγητό της Μαδρίτης». Παρόλο που η ΜακΚάρθι δεν ενέκρινε τη δεξιά στροφή του Πάσος, θεώρησε άκομψα τα σχόλια της συναδέλφου της. Οι τόνοι ανέβηκαν εντέλει, όταν η Χέλμαν χαρακτήρισε υπερβολικό το Αρχιπέλαγος γκουλάγκ (μτφρ. Κίρα Σίνου, εκδ. Πάπυρος) του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, στο οποίο καταγράφονται οι συνθήκες διαβίωσης στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας του Στάλιν.
Στην παραπάνω φωτογραφία, στιγμιότυπο από τη θεατρική παράσταση «Hellman v. McCarthy», του Μπράιαν Ρίτσαρντ Μόρι.
Στη δεξίωση, οι συγγραφείς δεν πιάστηκαν στα χέρια. Το 1979, όμως, η Χέλμαν έμελλε να δεχτεί ένα «χαστούκι» από τη ΜακΚάρθι, όταν η δεύτερη εμφανίστηκε στην εκπομπή «The Dick Cavett Show».
Προτού βρεθεί στο πλατό, η ΜακΚάρθι είχε προτείνει στον παρουσιαστή Ντικ Κάβετ να συζητήσουν για μια δημιουργό που είχε παραγνωριστεί από την κριτική. Ο Κάβετ, που στο παρελθόν είχε προσκαλέσει στην εκπομπή του τον Γκορ Βιντάλ και τον Νόρμαν Μέιλερ, οι οποίοι βρίσκονταν στα μαχαίρια εκείνη την περίοδο κι εντέλει τσακώθηκαν στον αέρα, ο Κάβετ, που έβγαζε λαγούς, άλλαξε την ερώτηση και ζήτησε από τη ΜακΚάρθι να αναφέρει ορισμένους συγγραφείς που θεωρούσε υπερτιμημένους. Η ΜακΚάρθι αρχικά προσπάθησε να ξεγλιστρήσει, κατόπιν πρόφερε τρία ονόματα: Τζον Στάινμπεκ, Περλ Μπακ και Λίλιαν Χέλμαν. Όπως περιγράφει ο ίδιος ο Κάβετ σε άρθρο του στον New Yorker:
«Τι θεωρείς πως είναι ψεύτικο πάνω της;», τη ρώτησα.
«Όλα», απάντησε η ΜακΚάρθι, χαμογελώντας. «Είχα πει σε μια συνέντευξή μου πως κάθε λέξη που γράφει είναι ψέμα, συμπεριλαμβανομένης της λέξης και, και της λέξης το». Κάποιος αναφώνησε στο κοινό, ύστερα όλοι γέλασαν, και προσωπικά, θεώρησα πως ήταν ένας αρκετά άκακος χαρακτηρισμός. Μετά από το γύρισμα, ο δικηγόρος του δικτύου –που πληρωνόταν για να προλαμβάνει τις δικαστικές διαμάχες– δεν είπε το περιστασιακό του σχόλιο: «Ντικ, μπορεί να έχουμε πρόβλημα». Αντιθέτως, είπε: «Ωραίο σόου».
Το επόμενο πρωί, καθώς έτρωγα το πρωινό μου, τηλεφώνησε ο βοηθός μου. «Διάβασες τις εφημερίδες;», είπε. «Η Χέλμαν μηνύει τη Μαίρη ΜακΚάρθι, το PBS και εσένα για δύο εκατομμύρια και διακόσιες πενήντα χιλιάδες δολάρια».
«Και εμένα;», απάντησα με ένα προεφηβικό άγχος. Τότε, το άλλο μου τηλέφωνο χτύπησε και μια γνώριμη φωνή, βραχνή από το ουίσκι και το τσιγάρο, ακούστηκε: «Γιατί στο διάολο δεν με υπερασπίστηκες;»
«Υποθέτω πως δεν θεώρησα πως ήσουν ανυπεράσπιστη, Λίλιαν», κόμπιασα.
«Ανοησίες. Θα σας μηνύσω όλους». Κράτησε τον λόγο της, τουλάχιστον εκείνη τη φορά.
Η ΜακΚάρθι βρέθηκε σε δυσχερή θέση, καθώς εκείνη την περίοδο αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Παρόλα αυτά, αγωνίστηκε με τον δικηγόρο της για να αποδείξει πως οι ισχυρισμοί της ήταν έγκυροι. Ένα από τα βιβλία που χρησιμοποιήθηκαν για την επίρρωση των λόγων της ήταν το Pentimento: A book of portraits, έργο της Χέλμαν. Στο συγκεκριμένο βιβλίο, εμφανίζεται η Τζούλια, μια υποτιθέμενη φίλη της Χέλμαν που ζούσε στην Αυστρία και η οποία ενίσχυσε οικονομικά την αντίσταση των Αυστριακών ενάντια στους Ναζί. Η Αμερικανίδα ψυχαναλύτρια Μιούριελ Γκάρντινερ, η οποία δεν είχε συναντήσει ποτέ τη Χέλμαν, είχε ισχυριστεί πως ο χαρακτήρας της Τζούλια είναι βασισμένος στην ίδια, κάτι που η συγγραφέας αρνήθηκε, χωρίς, όμως, να αποκαλύψει ποτέ το πραγματικό πρόσωπο που ενέπνευσε την ηρωίδα της. Στα ελληνικά, μέρος του βιβλίου κυκλοφορεί με τον τίτλο Τζούλια (εκδ. Νεφέλη, μτφρ. Ροζίνα Μπέργκνερ).
Σε άρθρο του στο New Republic, ο Φράνκλιν Φόερ σημειώνει:
«Η Χέλμαν δεν ενδιαφερόταν καθόλου να διατηρήσει τον αμοιβαίο σεβασμό στη συζήτηση. Απλώς ήθελε να δει τη ΜακΚάρθι να ματώνει - η ίδια, σε αντίθεση με τη ΜακΚάρθι, μπορούσε να αντέξει, εφόσον είχε τεράστια περιουσία κι έναν δικηγόρο που εργαζόταν pro bono. Όταν ο φίλος της Ρότζερ Στράους προσπάθησε να την πείσει να σταματήσει, η Χέλμαν τού απάντησε: ‘’Όχι, πρέπει να της δώσω ένα μάθημα’’.
[…]
»Αφού κατέθεσε την αγωγή της, η Χέλμαν έπεσε σε δικαστή που τη συμπαθούσε. Υπήρχαν πολλοί λόγοι για να απορρίψει την υπόθεση - η ΜακΚάρθι σαφώς αστειευόταν· επιπλέον, επρόκειτο για ένα σχόλιο λογοτεχνικής κριτικής· επίσης, η Χέλμαν ήταν ένα δημόσιο πρόσωπο. Όμως, ο δικαστής προχώρησε. Αν η Χέλμαν επικρατούσε, θα μετέτρεπε την αυστηρή λογοτεχνική κριτική σε ποινικό αδίκημα. Αλλά δεν επικράτησε. Τέσσερα χρόνια αργότερα πέθανε και το θέμα έληξε. Το γεγονός αυτό δεν χαροποίησε τη ΜακΚάρθι, η οποία είπε στους New York Times: ‘’Είμαι πραγματικά αμετανόητη. Δεν ήθελα να πεθάνει. Ήθελα να χάσει τη δίκη. Ήθελα να ζήσει για αυτό τον λόγο’’».
Πολλά χρόνια αργότερα, ο Ντικ Κάβετ έγραψε πως στην πραγματικότητα, κάθε πλευρά ηττήθηκε σ’ αυτόν τον λογοτεχνικό πόλεμο. Η υγεία της ΜακΚάρθι επιδεινώθηκε εκείνα τα χρόνια - η αυστηρή κριτικός έφυγε από τη ζωή μόλις πέντε χρόνια μετά από τον θάνατο της αντιπάλου της.
«Αφού συνειδητοποίησα πως εκείνο το βράδυ η ΜακΚάρθι είχε απλώς επαναλάβει όσα είχε γράψει σε μια προηγούμενη συνέντευξή της, το επισήμανα στον δικηγόρο μου κι εκείνος μου απάντησε πως δεν θα τη γλίτωνε χάρη σ’ αυτό. ‘’Ο λόγος είναι απλός’’, μου είχε πει. ‘’Ποιος διαβάζει στις μέρες μας;’’»
Πηγές: The New York Times, New Republic, Lit Hub, New Yorker