Όταν ο Γκορ Βιντάλ [Gore Vidal] και ο Νόρμαν Μέιλερ [Norman Mailer], δύο από τις πιο ιδιαίτερες παρουσίες στον χώρο των αμερικανικών γραμμάτων, προσπάθησαν να λύσουν τις διαφορές τους σε ένα επεισόδιο του θρυλικού «The Dick Cavett Show», η συζήτηση εκτροχιάστηκε πολύ γρήγορα.
Επιμέλεια: Σόλωνας Παπαγεωργίου
Δύο σημαντικές φωνές της Αμερικανικής πεζογραφίας του 20ου αιώνα, που δημοσίευσαν τα πρώτα μυθιστορήματά τους λίγα χρόνια μετά από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου· δυο διανοούμενοι που μέσα από το έργο τους προσπαθούσαν συνεχώς να πιάσουν τον παλμό της εποχής τους και που, πέρα από τη λογοτεχνία, ασχολήθηκαν με τη συγγραφή δοκιμίων και σεναρίων, καθώς και με την πολιτική: ο Γκορ Βιντάλ κατέβηκε δύο φορές υποψήφιος με το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ και ο Νόρμαν Μέιλερ έθεσε υποψηφιότητα για δήμαρχος της Νέας Υόρκης χωρίς να καταφέρει να εκλεγεί.
«Από όλους τους συγγραφείς της γενιάς μου, τρέφω τη μεγαλύτερη στοργή για τον Μέιλερ, για τη δύναμή του αλλά και για το καλλιτεχνικό έργο του. Είναι ένας άνθρωπος του οποίου τα σφάλματα, παρότι πολλά, προσθέτουν, αντί να αφαιρούν, στο σύνολο των επιτευγμάτων του. Κρύβεται περισσότερη αρετή στις αποτυχίες του παρά στις περισσότερες μικρές, προμελετημένες επιτυχίες του, που, για να χρησιμοποιήσω τη φράση του Κυνικού, “αλλάζουν το νόμισμα”. Ο Μέιλερ, σε ό,τι κάνει, είτε το κάνει με επιτυχία είτε χωρίς επιτυχία, είναι αξιόλογος, κι αυτός είναι ο σπουδαιότερος έπαινος που θα μπορούσα να απονείμω σ’ έναν συγγραφέα της εποχής μας», γράφει ο Γκορ Βιντάλ σε άρθρο του στο περιοδικό The Nation το 1960.
Οι δυο τους συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο σπίτι ενός κοινού τους φίλου, στο Μανχάταν, το 1952. Πώς κύλησε εκείνο το βράδυ; Ο Μέιλερ θυμάται:
«Θυμάμαι μια φράση που μου είχες πει. Θυμάμαι να μου κουνάς το δάχτυλο και να ρωτάς: “Μέιλερ, πόσο έζησαν οι παππούδες σου;” Είχα απαντήσει: “Λοιπόν, πέθαναν στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα”. Κι είχες πει: “Σε έχω! Οι παππούδες μου ήταν ιδιαίτερα μακρόβιοι και θα ζήσω περισσότερο από εσένα. Κι επίτρεψέ μου να σε διαβεβαιώσω, Μέιλερ, πως μόνο ένα πράγμα μετράει: ποιος ζει περισσότερο για να γράψει την ετυμηγορία του για όλους τους άλλους” [Γελάει]».
Όπως φαίνεται και από τις άνωθεν αναφορές, ο Βιντάλ και ο Μέιλερ έτρεφαν σεβασμό και συμπάθια ο ένας για τον άλλον, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα, παρόλο που διέφεραν αρκετά ως χαρακτήρες.
«Επιστρέφω στα κείμενα του Πετρώνιου και του Απουλήιου, για να γράψω τα δικά μου μυθιστορήματα αλλά και για να καταλήξω σε μια θεώρηση για τη ζωή», είχε πει σε μια κοινή τους συνέντευξη στο Esquire ο Βιντάλ. Όταν ο Μέιλερ δήλωσε πως προτιμούσε τον Τολστόι και τον Ντοστογιέφσκι από τους συγγραφείς της κλασικής περιόδου, ο Βιντάλ πρόσθεσε: «Λοιπόν, εσύ είσαι Ρώσος και εγώ Ελληνο-Ρωμαίος. Εσύ επιστρέφεις στις δικές σου ρίζες κι εγώ στις δικές μου».
Ο Μέιλερ «φανταζόταν πως ήταν φύσει πυγμάχος – αν και δεν ήταν, στην πραγματικότητα», ισχυρίζεται ο Γκάι Ταλές, που ανήκε στον κύκλο των δύο συγγραφέων. «Ο Νόρμαν ήταν μαλακός. Αλλά φορούσε αυτή τη μάσκα του επιθετικού. Ο Βιντάλ είχε μια άλλου είδους μάσκα: ήταν ψύχραιμος, ευγενικός, πονηρεμένος. Ήταν αρκετά διαφορετικός από τον Νόρμαν».
Το 1971 ξέσπασε έριδα μεταξύ τους. Σε μια εποχή πολύ διαφορετική από τη δική μας, ο Μέιλερ δημοσίευσε το δοκίμιο The prisoner of sex, όπου καταγράφει τις απόψεις του για το φεμινιστικό κίνημα, για τη σχέση μεταξύ ανδρών και γυναικών και για το έργο της φεμινίστριας ακτιβίστριας Κέιτ Μίλετ, που ήταν σφοδρή πολέμιός του. Η στάση της κριτικής απέναντι στο βιβλίο του ήταν επιφυλακτική. Σε άρθρο της στους New York Times, η Μπρίτζιτ Μπρόφι υπέδειξε τον Γκορ Βιντάλ ως έναν άνδρα συγγραφέα που θα μπορούσε να πραγματευτεί με μεγαλύτερη επιτυχία τα συγκεκριμένα ζητήματα. Ο Βιντάλ, με τη σειρά του, έγραψε ένα υπαινικτικό άρθρο στο The New York Review of Books, στο οποίο παρομοίασε τον Μέιλερ με τον Χένρι Μίλερ, τα βιβλία του οποίου διακρίνονται για τις έντονες ερωτικές σκηνές τους, καθώς και με τον… Τσαρλς Μάνσον.
«Η ανάγκη των αναγνωστών του περιοδικού να βρουν ένα σχόλιο που θα μπορέσουν να επαναλάβουν την ώρα του φαγητού καλύπτεται πλήρως από συγγραφείς όπως ο Γκορ Βιντάλ», απάντησε ο Νόρμαν Μέιλερ.
Λίγο καιρό μετά από τη δημοσίευση του άρθρου, ο γνωστός παρουσιαστής Ντικ Καβέτ κάλεσε τον Βιντάλ και τον Μέιλερ στην εκπομπή του, «The Dick Cavett Show», στην οποία έχουν εμφανιστεί προσωπικότητες όπως ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ και ο Σαλβαδόρ Νταλί. Στο συγκεκριμένο επεισόδιο, καλεσμένη ήταν και η έγκριτη δημοσιογράφος του New Yorker Τζάνετ Φλάνερ. Προτού εμφανιστούν στο πλατό, το κλίμα ήταν ήδη τεταμένο· σύμφωνα με την εκδοχή του Μέιλερ, ο Βιντάλ έπιασε χωρίς προειδοποίηση το σβέρκο του κι ο ίδιος ξαφνιάστηκε και τού απάντησε αρχικά με ένα χαστούκι κι ύστερα με μια κουτουλιά.
Μόλις άρχισε η εκπομπή, ο Βιντάλ, πρόθυμος να κρατήσει τα προσχήματα, θέλησε να υποδεχθεί δια χειραψίας τον Μέιλερ, μα ο συγγραφέας του Οι γυμνοί και οι νεκροί αρνήθηκε να του σφίξει το χέρι. Στη συζήτηση που ακολούθησε, ο Μέιλερ, φανερά προσβεβλημένος από την αρνητική κριτική του πρώην φίλου του, παρεκτράπηκε από τα πρώτα κιόλας λεπτά, λέγοντας πως τα γραπτά του Βιντάλ «δεν έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το στομάχι μιας διανοούμενης αγελάδας». Ο Μέιλερ, που μερικά χρόνια πριν είχε μαχαιρώσει τη σύζυγό του τραυματίζοντάς την σοβαρά, κατηγόρησε τον Βιντάλ πως τα αιχμηρά του σχόλια αφορούσαν περισσότερο στο συγκεκριμένο περιστατικό παρά στο βιβλίο του. Όταν η Τζάνετ Φλάνερ, η οποία υποστήριζε με τη στάση της τον Βιντάλ, άρχισε να ψιθυρίζει, ο Μέιλερ τη ρώτησε αν «έπαιζε τον ρόλο της διαιτητή ή της μάνατζερ του κυρίου Βιντάλ».
Από την πλευρά του, ο Βιντάλ δεν έχασε ποτέ την ψυχραιμία του κι έτσι κέρδισε τη συμπαράσταση του κοινού, που αποδοκίμασε τον Μέιλερ.
«Νομίζω πως όλοι συμφωνήσαμε σιωπηλά πως, από τη μικρή μας τετράδα των υποτιθέμενων διανοούμενων, η Τζάνετ Φλάνερ ήταν η καλύτερη. Οι κριτικοί της τηλεόρασης που έγραψαν άρθρα για την εκπομπή –σχεδόν όλοι έγραψαν– συμφώνησαν κυρίως με την εκτίμηση του Μέιλερ για τον ίδιο του τον εαυτό, χαρακτηρίζοντάς τον “αγροίκο” και “ανώριμο”. Ελάχιστοι τον λυπήθηκαν. “Το να βάζεις τον Νόρμαν σε μια μάχη ευφυΐας, πόσο μάλλον ενάντια στον Βιντάλ, στη Φλάνερ και στον Κάβετ, ήταν σαν να τον βάζεις στο ρινγκ ενάντια στον Μοχάμεντ Άλι κι ύστερα να προσθέτεις τον Φρέιζερ και τον Φόρμαν”, είχε πει κάποιος. Ακόμα προσπαθώ να καταλάβω ποιος από τους τρεις πυγμάχους ήμουν», έγραψε ο Ντικ Καβέτ αρκετά χρόνια αργότερα στους New York Times.
Μετά από τον δημόσιο διαξιφισμό τους, οι δυο τους δεν ξαναμίλησαν για αρκετό καιρό και μάλιστα θρυλείται πως, σε ένα πάρτι της Πριγκίπισσας Μαργαρίτας, στο οποίο αμφότεροι ήταν καλεσμένοι, η κατάσταση βρέθηκε και πάλι εκτός ελέγχου. Υπάρχουν πολλές, διαφορετικές εκδοχές για όσα συνέβησαν εκείνο το βράδυ. Ο σύντροφος του Βιντάλ, Χάουαρντ Όστεν, ανέφερε τα εξής:
«Ο [Μέιλερ] είδε τον Γκορ να περιβάλλεται από τους φίλους του, όλοι να μιλούν και να γελούν. Ο Γκορ ήταν ευδιάθετος, ώσπου ο Μέιλερ έφτασε δίπλα του, άρχισε να τον παρενοχλεί και όλοι γύρω τους σώπασαν. Είχαμε μπλέξει. Ο Νόρμαν είπε στον Γκορ πως έμοιαζε με γέρο Εβραίο και ο Γκορ κούνησε το κεφάλι του. Δεν ήθελε να τσακωθεί με τον Νόρμαν. Έπειτα ο Μέιλερ έχυσε το ποτό του στο πρόσωπο του Γκορ, ακριβώς στα μάτια του, και μετά τον χτύπησε στο στόμα με μια γροθιά, ένα λοξό άπερκατ. Ο Γκορ έμεινε άναυδος και οπισθοχώρησε. Σκούπισε μια στάλα αίμα από το στόμα του με ένα μαντήλι. Τότε ο Γκορ είπε: “Νόρμαν, για ακόμα μία φορά, οι λέξεις που χρησιμοποίησες δεν αρκούσαν”».
Το 1984, ο Μέιλερ αποφάσισε να βάλει ένα τέλος στη διαμάχη και προσκάλεσε τον συνάδελφό του να συμμετάσχει σε ένα φιλικό ντιμπέιτ, με στόχο να συγκεντρωθούν χρήματα για την PEN America.
«Όταν έγινα πρόεδρος της PEN, συνειδητοποίησα πως είχα ανοίξει πολλά μέτωπα. Είχε έρθει η ώρα, καθώς ήμουν πλέον μέλος ενός οργανισμού που αγωνίζεται για την ομόνοια μεταξύ των συγγραφέων, να αρχίσω να ξαναφτιάχνω τις γέφυρες φιλίας. Επιπλέον, χρειαζόμουν τον Γκορ. Διοργανώναμε μια γιορτή για την PEN και ήταν ένα από τα δυο-τρία άτομα που χρειαζόμασταν περισσότερο. Οπότε, τόσο από ιδεαλισμό όσο και από ιδιοτέλεια, κινούμενος με μεράκι για να ικανοποιήσω τα ευγενή και ιδιοτελή μου κίνητρα, έγραψα στον Γκορ και ουσιαστικά του είπα πως ήθελα να τον προσκαλέσω στη γιορτή της PEN. Θα δεχόταν; Θυμάμαι πως μου απάντησες θετικά, κι έτσι σου έγραψα ξανά και σε ρώτησα γιατί ήθελες να συμμετάσχεις. Και μου είπες: “Για εσένα. Ας συζητήσουμε”. Όπως αποδείχθηκε, τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν εκείνο το βράδυ. Και θυμάμαι πως, όταν έλαβα την απάντησή σου, είχα σκεφτεί: “Ωχ, σκατά, τώρα πρέπει να προετοιμαστώ”. Δυστυχώς, ξέχασα να το κάνω. [γελάει]», είπε ο Μέιλερ στην κοινή συνέντευξή τους στο Esquire.
Έκτοτε, οι δυο τους συμμετείχαν μαζί σε πολλές ακόμα φιλανθρωπικές εκδηλώσεις. Ο Μέιλερ έφυγε από τη ζωή το 2007 και ο Βιντάλ το 2012, κι έτσι επιβεβαιώθηκε η μακάβρια πρόβλεψη που είχε κάνει ο Βιντάλ στην πρώτη τους συνάντηση.
Αξίζει να αναφερθεί πως παρόλο που στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται πως ο Νόρμαν Μέιλερ έχει το μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης για τον καυγά, ο Γκορ Βιντάλ διαπληκτίστηκε με αρκετά ακόμα δημόσια πρόσωπα της εποχής του κατά τη διάρκεια της ζωής του, όπως με τον συντηρητικό πολιτικό Ουίλιαμ Μπάκλεϊ, αλλά και με τον Τρούμαν Καπότε, τον οποίο «μισούσε», όπως είχε παραδεχτεί – σε αντίθεση με τον Νόρμαν Μέιλερ, τον οποίο «δεν αντιπάθησε ποτέ», ακόμα κι όταν βρέθηκαν στα μαχαίρια.
Πηγές: The Dick Cavett Show, Esquire, Guardian, The New York Times