Μια αιχμηρή κριτική του Edmund Wilson [Έντμουντ Γουίλσον] στο New York Review of Books για μια μετάφραση του Vladimir Nabokov [Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ] έφερε μια κριτική στην κριτική κι από εκεί μια μεγάλη συγγραφική κόντρα.
Επιμέλεια: Σόλωνας Παπαγεωργίου
Το 1965, ο επιφανής κριτικός λογοτεχνίας Edmund Wilson [Έντμουντ Γουίλσον] δημοσίευσε μια αιχμηρή κριτική στο New York Review of Books, στην οποία απέρριπτε μια τολμηρή μετάφραση του έργου «Ευγένιος Ονέγκιν» από τον Vladimir Nabokov [Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ]. Με τη σειρά του, ο Nabokov έγραψε μια κριτική… για την κριτική του πρώην φίλου του, προσπαθώντας να καταρρίψει τα επιχειρήματά του.
Στη μια γωνιά του ρινγκ, ο Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, δημιουργός του εμβληματικού succès de scandale με τον τίτλο Λολίτα, καθώς και άλλων σημαντικών έργων, εμιγκρές στην Αμερική, μελετητής λεπιδόπτερων και επινοητής σκακιστικών προβλημάτων. Στην άλλη γωνιά, ο Έντμουντ Γουίλσον, συγγραφέας και επιφανής κριτικός, δυο φορές τιμημένος με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας των ΗΠΑ, του οποίου το έργο δεν είναι εξίσου γνωστό παρ’ ημίν.
Το 1940, ο συνθέτης Νίκολας Ναμπόκοφ χτύπησε την πόρτα του γείτονά του, Έντμουντ Γουίλσον, για να τον ενημερώσει πως ο ξάδερφός του, Βλαντίμιρ, απόφοιτος του Κέιμπριτζ, εκπατρισμένος και αδέκαρος, είχε προσφάτως εγκατασταθεί στις ΗΠΑ. Ο Νίκολας ζήτησε από τον, ήδη καταξιωμένο για τις κριτικές του στα έντυπα The New Yorker και Vanity Fair, Γουίλσον να καθοδηγήσει τον ξάδερφό του. Κατόπιν, ο πρόθυμος Γουίλσον ανέθεσε στον Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ να γράψει κάποια κείμενα λογοτεχνικής κριτικής για το New Republic.
«Έμεινα έκπληκτος με τη σπουδαιότητα των βιβλιοκριτικών που έγραψε για εμένα», παραδέχτηκε αργότερα ο Γουίλσον.
Κάπως έτσι ξεκίνησε μια φιλία που κράτησε ολόκληρα χρόνια. Οι δυο συγγραφείς επισκέπτονταν ο ένας το σπίτι του άλλου και αλληλογραφούσαν τακτικά - το σύνολο της αλληλογραφίας τους περικλείεται στον τόμο Dear Bunny, Dear Volodya.
«Είσαι ένας από τους λιγοστούς ανθρώπους στον κόσμο που μου λείπουν πολύ όταν δεν τους βλέπω», έγραψε ο Ναμπόκοφ στον Γουίλσον το 1946.
Ομολογουμένως, ο Ναμπόκοφ και ο Γουίλσον προσέγγιζαν διαφορετικά τόσο τη λογοτεχνία, όσο και την πολιτική. Αφού ολοκλήρωσε τη Λολίτα, ο Ναμπόκοφ ταχυδρόμησε ένα αντίτυπο στον Γουίλσον, γνωρίζοντας πως ο δεύτερος, μέσα απ’ τα δοκίμια και τις μυθοπλασίες του, συνήθιζε να υπερασπίζεται τον ερωτισμό στη λογοτεχνία. Ο Ναμπόκοφ ορθώς υπέθετε πως ο φίλος του δεν θα σκανδαλιζόταν από την προβοκατόρικη θεματολογία του βιβλίου· αυτό που δεν είχε προβλέψει, όμως, ήταν πως ο Γουίλσον δεν θα εντυπωσιαζόταν ούτε απ’ τη λογοτεχνική διαχείριση του θέματός του, από το ύφος και τη γλώσσα της Λολίτας:
«Μου αρέσει λιγότερο από οποιοδήποτε άλλο κείμενό σου που έχω διαβάσει. […] Η σύντομη ιστορία από την οποία γεννήθηκε το βιβλίο σου ήταν ενδιαφέρουσα, όμως δεν πιστεύω πως το θέμα μπορεί να μας πείσει μετά από μια τόσο εκτεταμένη επεξεργασία. Τα προκλητικά θέματα μπορούν να μας χαρίσουν ωραία βιβλία, αλλά δεν πιστεύω πως τα κατάφερες εν προκειμένω. Δεν εννοώ πως οι χαρακτήρες είναι αποκρουστικοί, πως η συνθήκη είναι αποκρουστική, αλλά πως φαίνονται αρκετά εξωπραγματικά όλα αυτά, με τον τρόπο που παρουσιάζονται».
Αξίζει να αναφερθεί πως, σε κάποια άλλη επιστολή του, που σήμερα φυλάσσεται στο αρχείο του Πανεπιστημίου του Γέιλ, ο Γουίλσον ισχυρίζεται πως ο συνάδελφός του άντλησε την απαραίτητη έμπνευση για να δημιουργήσει τη Λολίτα από ένα κείμενο που του είχε στείλει ο ίδιος παλαιότερα: πρόκειται για ένα έγγραφο του ψυχολόγου Χάβλοκ Έλις, στο οποίο περιγράφονται οι περιπέτειες ενός εύπορου Ουκρανού που, κατά την παραμονή του στη Νάπολη, επισκέπτεται συχνά μια ομάδα από έφηβες εκδιδόμενες. Είναι γεγονός πως ο Ναμπόκοφ είχε μελετήσει το συγκεκριμένο κείμενο, καθώς έχει αναφερθεί σε αυτό σε κάποια κείμενά του.
«Αγαπητέ Βολόντια, προσφάτως συνειδητοποίησα πως δεν σου στέλνω πια την nyeprilichnuyu literaturu [«απρεπή λογοτεχνία», στα ρωσικά] με την οποία σε προμήθευα παλαιότερα και η οποία, αναμφιβόλως, ενέπνευσε τη Λολίτα, οπότε σου επισυνάπτω κάποια κείμενα στο χριστουγεννιάτικο πακέτο», γράφει ο Γουίλσον.
Σχετικά με την πολιτική, οι δυο τους ενστερνίζονταν διαφορετικές ιδεολογίες. Ο Ναμπόκοφ, γόνος εύπορης οικογένειας από τη Ρωσία και οπαδός του κλασικού φιλελευθερισμού, εγκατέλειψε σε νεαρή ηλικία την πατρίδα του με τους γονείς του μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Από την άλλη, ο Αμερικανός Γουίλσον, γοητευμένος από τη θεωρία του σοσιαλισμού, υποστήριζε το Κομμουνιστικό Κόμμα της Αμερικής, χωρίς να αποτελεί μέλος του, και είχε επισκεφτεί τη Σοβιετική Ένωση, όπου είχε διαμείνει για αρκετούς μήνες.
Παρά τις διάφορες διαφωνίες τους, ο Ναμπόκοφ και ο Γουίλσον διατηρούσαν καλές σχέσεις ως το 1965. Την προηγούμενη χρονιά, ο Ναμπόκοφ είχε μεταφράσει στα αγγλικά το κορυφαίο έργο του Αλεξάντερ Πούσκιν, Ευγένιος Ονέγκιν. Σε άρθρο του στο New York Review of Books, ο Γουίλσον άσκησε δριμεία κριτική στη μεταφραστική προσέγγιση του φίλου του, υποδεικνύοντας «γραμματικά λάθη», χαρακτηρίζοντας το επίμετρό του «κουραστικό και ατέλειωτο» και δηλώνοντας πως «το μοναδικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του Ναμπόκοφ που διακρίνει κανείς σε αυτή την άνιση και, σε κάποια σημεία, μπανάλ μετάφραση είναι ο εθισμός του στις σπάνιες και άγνωστες λέξεις».
Στο άρθρο του, ο Γουίλσον παρουσίασε μια λίστα από απλούστερες λέξεις που θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τους εξεζητημένους όρους που είχε επιλέξει ο Ναμπόκοφ για τη μετάφρασή του. Επί παραδείγματι, ο Γουίλσον θεώρησε εξωφρενική την επιλογή της λέξης «sapajous» [μτφρ. το είδος στο οποίο ανήκουν οι καπουτσίνοι], αντιπροτείνοντας την πολύ συνηθισμένη λέξη «monkey» [μτφρ. μαϊμού].
Ο Ναμπόκοφ δημοσίευσε στο ίδιο έντυπο μια απάντηση, προσπαθώντας να καταρρίψει τα επιχειρήματα του Γουίλσον:
«Συμμερίζομαι πλήρως “τη θερμή στοργή που κάποιες φορές παγώνει από την οργή” που λέει πως αισθάνεται για εμένα. Τη δεκαετία του 1940, την πρώτη μου δεκαετία στην Αμερική, ήταν πολύ ευγενικός μαζί μου όσον αφορά σε διάφορα θέματα, που δεν είχαν να κάνουν απαραιτήτως με το επάγγελμά του. Ανέκαθεν του ήμουν ευγνώμων για τη διακριτικότητα που επέδειξε αποφεύγοντας να ασκήσει κριτική σε οποιοδήποτε από τα μυθιστορήματά μου. Συμμετείχαμε σε πολλές συναρπαστικές συζητήσεις, ανταλλάξαμε πολλές ειλικρινείς επιστολές. Ως έμπιστος φίλος του, υπέμεινα τον μακροχρόνιο κι απελπισμένο έρωτά του για τη ρωσική γλώσσα κι ανέκαθεν έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα για να του εξηγώ τα λάθη του όσον αφορά στην προφορά, στη γραμματική και στην ερμηνεία των όρων», γράφει στην αρχή του κειμένου του.
Όπως γίνεται αντιληπτό από το σχόλιο περί διακριτικότητας, ο Ναμπόκοφ δεν έκρυβε την πικρία του για το γεγονός ότι ο Γουίλσον αρνούταν πεισματικά να ασχοληθεί κριτικά με το έργο του – και ταυτοχρόνως, εγκωμίαζε μυθιστορήματα άλλων Ρώσων συγγραφέων, όπως το Δόκτωρ Ζιβάγκο, το οποίο ο ίδιος ο Ναμπόκοφ θεωρούσε «θλιβερό, άτεχνο, ασήμαντο και μελοδραματικό».
«Ο συνδυασμός της πομπώδους αυτοπεποίθησής του και της τρομακτικής άγνοιάς του σίγουρα δεν προάγει έναν ψύχραιμο διάλογο με θέμα τη γλώσσα του Πούσκιν και τη δική μου», καταλήγει ο Ναμπόκοφ στην απάντησή του.
Οι δυο άνθρωποι των γραμμάτων έμελλε να μην ξαναμιλήσουν ως το 1971, λίγο καιρό πριν από τον θάνατο του Γουίλσον. Ο Ναμπόκοφ, έχοντας πληροφορηθεί πως ο πάλαι ποτέ φίλος του ήταν βαριά άρρωστος, έλυσε τη σιωπή του, ενημερώνοντάς τον πως «δεν του κρατούσε πια κακία για την αδυναμία του να κατανοήσει τον Ονέγκιν του Πούσκιν και του Ναμπόκοφ». Ο Γουίλσον πληροφόρησε τον συνάδελφό του για την αναμενόμενη κυκλοφορία του αυτοβιογραφικού έργου του με τίτλο Upstate: Records and recollections of northern New York, όπου καταγράφονται και κάποιες σκέψεις του σχετικά με τον Ναμπόκοφ. Ο Γουίλσον ήλπιζε πως η έκδοση των απομνημονευμάτων του δεν θα «κατέστρεφε τις σχέσεις τους για ακόμα μια φορά».
Βεβαίως, μετά από την κυκλοφορά του βιβλίου, ο καυγάς φούντωσε ξανά πρόσκαιρα, εφόσον ο Ναμπόκοφ θεώρησε πως οι απόψεις του Γουίλσον πέρα από άστοχες ήταν και προσβλητικές. Ο Γουίλσον είχε τον τελευταίο λόγο, οικειοποιούμενος μια φράση που είχε απευθύνει ο Ντεγκά στον Τζέιμς Μακνίλ Γουίστλερ: «Συμπεριφέρεσαι σαν να μην έχεις καθόλου ταλέντο».
Στη μελέτη του με τίτλο The feud: Vladimir Nabokov, Edmund Wilson, and the end of a beautiful friendship, ο Άλεξ Μπημ σημειώνει τα εξής:
«Με διάφορους τρόπους, αποδείχτηκε πως οι δυο άντρες ήταν δυο εντελώς διαφορετικές και αντιφατικές προσωπικότητες, εφόσον ο Γουίλσον ήταν ένας πολυμαθής ρεαλιστής κι ο Ναμπόκοφ ένας Λουδίτης με καλπάζουσα φαντασία, ο βασιλιάς της απατεωνιάς. Για ένα διάστημα, τα ετερώνυμα έλκονταν, και έπειτα, απλώς έπαψαν να έλκονται».
Πηγές: The feud: Vladimir Nabokov, Edmund Wilson, and the end of a beautiful friendship (Alex Beam, εκδ. Pantheon), Literary feuds: A century of celebrated quarrels from Mark Twain to Tom Wolfe (Arthur Anthony, εκδ. Thomas Dunne Books), Slate, LitHub, Los Angeles Times, The New York Times