Της Αρχοντούλας Διαβάτη
Στο Πανόραμα. H αίθουσα του Δημαρχείου μεγάλη, το κτήριο καινούργιο –έξω από την πόλη, καρέκλες πλαστικές και ως προμετωπίδα πίσω από το τραπέζι και το βάζο με τα τριαντάφυλλα– η αρχαιοελληνική ρήση: ΑΛΩΤΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΝΩ ΑΠΑΝTΑ, του Μενάνδρου προσπαθούσε όπως όπως να εμπνεύσει αισθήματα, οράματα και πρακτικές.
Ένας πολιτιστικός σύλλογος ήταν που γιόρταζε τα εκατό χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης με κεντρικό ομιλητή διακεκριμένο μέλος και λοιπά και λοιπά, χορωδία μετά, με την ευγενική υποστήριξη και λοιπά και επίσης, οι χορηγοί.
Αλλά ιστορία είναι οι άνθρωποι, οι γάμοι τους, τα σχολεία τους, οι διασκεδάσεις τους, ο τρόπος που ζουν κι ο τρόπος που πεθαίνουν, ο ομιλητής συνόψισε έτσι την ανάγκη να μην κοπεί η κλωστή που συνδέει τους παππούδες και τους γιους, τα παιδιά και τα παιδιά των παιδιών, κι έτσι άρχισε τον σχολιασμό παλιών επιζωγραφισμένων καρτποστάλ ή φωτογραφιών της παλιάς πόλης, με αξιοσημείωτο κέφι εισάγοντάς μας στα δικά του παιδικά χρόνια, στριμωγμένα, αλλά εντελώς ελεύθερα στις μαυρόασπρες αλάνες και τα γκρίζα καλντερίμια της πόλης. Περνούσαν γρήγορα από το βίντεο εικόνες με τον Λευκό Πύργο πριν του γκρεμίσουν το περιτείχισμα, την Πορτάρα στην Πάνω Πόλη και μπροστά της χωράφια, ιππήλατο τραμ μέσα από την Καμάρα, ο Καραμανλής να ξηλώνει θριαμβευτής τις γραμμές του ιστορικού τραμ, τσέρκι και θορυβώδικα πατίνια «με τα ρουλεμάν», το θαλάσσιο μέτωπο της πόλης και τα καραβάκια για βόλτα πέρα από τη ΛΕΥΚΗ και την ΕΥΔΟΚΙΑ που εκτελούσαν δρομολόγια. Πατρίδα είναι οι άνθρωποι, και συμφωνήσαμε όλοι στη ρητορική σχεδόν ερώτηση – υπήρχε τίποτε πιο νόστιμο από τα κεφτεδάκια και τις πανιασμένες τηγανητές πατάτες της μητέρας μετά το τέλος της επιχείρησης «μπάνιο με το καραβάκι στην ΑΓΙΑΤΡΙΑΔΑ»;
Αγόρια που μάζευαν καπάκια μπίρας ΦΙΞ –ΚΑΝΕΙ ΚΑΛΟ–, έκαναν σκαλομαρία ή διάβαζαν ΜΙΚΡΟ ΗΡΩΑ, νικητή ολόκληρων ταξιαρχιών και κορίτσια που έκαναν λευκώματα ή έπαιζαν με σκαλιστά.
Ένα βαρέλι για τα δώρα στον τροχονόμο, ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΤΟ 1956, ΙΖΟΛΑ και απογευματάκι , έβγα να πάρεις ΕΒΓΑ, όπως στο νέο βιβλίου της Κούλας Αδαλόγλου, ΒΓΗΚΕ ΕΝΑΣ ΗΛΙΟΣ ΧΛΩΜΟΣ, εκδ. ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ, ένα κορίτσι με φανελάκι και βρακί διηγείται σε πρώτο πρόσωπο ότι περιμένει μαζί με τη γιαγιά και τη μαμά να περάσει η δύσκολη ώρα του μεσημεριού μέχρι να φυσήξει το πρώτο αεράκι με τον ερχομό του απογεύματος και μέχρι να ακουστεί η φωνή του παγωτατζή, του πιο αγαπημένου περαστικού, που όντως, διασχίζοντας τους άτσαλους δρόμους της μνήμης ξεπροβάλλει κατασκονισμένος και.
Είναι ένας τόμος δεκαπέντε –εκτεταμένων μάλλον– βιωματικών μοντέρνων διηγημάτων, αυτοαναφορικών κάποτε, με πολιτικό υπόστρωμα τα περισσότερα και μεταφυσικό ρίγος κάποια, καλλιγραφημένα από τη λόγια εκπαιδευτικό και ποιήτρια .
Περισσότερο ενδιαφέροντα και συγκινητικά θεωρώ: Το αφρόλουτρο, Το μαύρο και το άσπρο, Μια γιορταστική πομπή, τη σχολική γιορτή και το Εστιατόριο της Βερόνικας που είναι -μορφή και περιεχόμενο- ένα διήγημα ανθολογίας με την μοντέρνα τεχνική του –η αφήγηση επικεντρώνεται στο συγγραφέα, καθισμένο παράμερα να καταγράφει στο μπλοκάκι του τη ροή της ιστορίας– ένα σχόλιο για τη λειτουργία και την αναγκαιότητα της γραφής.
Τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις, οι νέες τεχνολογίες, το όνειρο, ο φόβος του θανάτου και η αγάπη, είναι όλα εδώ. Αγκαλιάζουν ασφυκτικά την καθημερινότητα του σχολείου, της γυναίκας, του φοιτητή και της μητέρας και σώζουν μερικές φορές ή επιτρέπουν τη σωτηρία, φτάνει να ωριμάσουν οι ήρωες και να φωτιστούν, φτάνοντας στην αυτοσυνειδησία, σ’ ένα φως «που μόνο αυτοί βλέπουν», σαν ένας ήλιος που βγαίνει.