Της Αρχοντούλας Διαβάτη
Ορίστε οι βιολέτες μαραμένες και τα αυγά κατακόκκινα ακόμα στην πιατέλα – χωρίς να εννοούν τίποτα ιδιαίτερο, μόνο ένα σκηνικό χαράς ήταν, να παραπέμπει σε άλλες Πασχαλιές με τσουρέκια, φρικασέ και μαγειρίτσα, λιακάδες, μοσχοβολιές γλυσίνας, ύμνους και προσδοκία.
Εικοστή πρώτη Απριλίου αποφράδα μέρα. Πόσα χρόνια πριν, τελευταία τάξη του Γυμνασίου, άνοιξη, γυρνώντας από την «πενταήμερη» στη Ρόδο τους ζήτησαν στο πούλμαν να μην τραγουδάνε Θεοδωράκη, είχαμε δικτατορία εντωμεταξύ, απαγορεύεται.
Και σήμερα η τελευταία μέρα των διακοπών. Αύριο σχολείο και ΠΩΣ ΠΕΡΑΣΑ ΤΟ ΠΑΣΧΑ, όταν ήσουν παιδί, μελαγχολικό παιδί που οι προσδοκίες του τέλειωσαν. Ενήλικος άνθρωπος σήμερα, αναπολώντας τις συναντήσεις με φίλους ξανά και ξανά, παλιούς και νέους που πρόλαβες να χαρείς αυτές τις μέρες, ισορροπώντας στον θολό κυματισμό του χρόνου, εκδρομές στη φύση αν αξιώθηκες ή και διαβάσματα που σε ταξίδεψαν το γύρο του κόσμου στα πεπερασμένα τετραγωνικά του σπιτιού, επαληθεύοντας το χαμένο νόημα της ζωής και της ύπαρξης.
Η ΚΑΤΑΘΕΣΗ, της Κατερίνας Μόντη, εκδ.ΕΝΕΚΕΝ, το πασχαλινό μου δώρο, ένα μυθιστόρημα μιας πρωτοεμφανιζόμενης συγγραφέως από τα Γιαννιτσά, που άρχισα να το διαβάζω δυο τρεις μέρες τώρα, χωρίς σταματημό. Ή συγγραφέας μέσα από το πιθανό alter ego της, τη Δέσποινα Ντήμα, αφηγήτρια του μυθιστορήματος, γιατρό στην Ικαρία, θέλει να τα πει ΟΛΑ. Για την πολιτική τρομοκρατία ή τον εθνικισμό, την κοινωνική κρίση, την αριστερά, το θέμα-ταμπού των μειονοτήτων, τον κοινωνικό ρατσισμό, τον ακτιβισμό, τις σχέσεις, το φεμινισμό. Ένα μόνον από όλα αυτά θα αρκούσε για την επεξεργασία ενός άρτιου μυθιστορήματος που δεν εκπίπτει στην μπροσούρα και στην παραγωγή χαρακτήρων μονοδιάστατων κι επιφανειακών.
Μια ανάκριση από την αντιτρομοκρατική είναι η αφορμή κι ο μυθοπλαστικός καμβάς για το ξετύλιγμα της ιστορίας –στορία των σκέψεων, των κρίσεων, των συναισθημάτων και των στοχασμών της ηρωίδας-αφηγήτριας, καθώς μεγαλώνει στη μεταπολιτευτική εποχή, συνειρμικά γυρνώντας στους δρόμους μιας μνήμης ανήμερης– στο τότε και στο τώρα. Έχοντας σκέψεις στοιβαγμένες μέσα της, μας χαρίζει μιαν ανάγνωση της ιστορίας ζωντανή, τολμηρή, εργαλείο για αυτοσυνείδηση και αυτογνωσία, ένα πυκνό βιβλίο, τη γραπτή της ΚΑΤΑΘΕΣΗ.
Τα βιβλία δεν είναι οι ιδέες αλλά το ύφος και οι λέξεις. Ζητούμενο του μεταμοντέρνου; Αλλά και οι λέξεις πρέπει να μεταφέρουν ένα φορτίο αξιόλογο, πέρα από ναρκισσισμούς και εσωτερισμούς και επιπλέον η απόλαυση της γραφής δεν είναι το πρώτο ζητούμενo; Και η γραφή είναι απολαυστική. Η Δέσποινα, αφηγήτρια και ηρωίδα του βιβλίου είναι λαμπερή, αθώα και συγκινητική, με χιούμορ, γνώση, εντιμότητα και ειλικρίνεια. Μια ξύπνια συνείδηση που αντιστέκεται στη βαρβαρότητα τότε και τώρα. Ένας χαρακτήρας ολοκληρωμένος και αξέχαστος. Νομίζω η συνεισφορά του βιβλίου, πέρα από τις βαθιές παρατηρήσεις μιας στρατευμένης γυναίκας, τη γλώσσα, το στυλ και τον τρόπο σκέψης στην πορεία της μέσα στα χρόνια του 1980-90 και στα πολιτικά τους πάθη, που δεν πολυέγιναν ως τώρα αντικείμενο μυθιστορηματικών αφηγήσεων, είναι η εμπλοκή στη μυθοπλασία της σλαβομακεδόνικης γλώσσας και του «αόρατου» συχνά μακεδονικού ζητήματος και οι πετυχημένες νηφάλιες και συγκινητικές σχετικές αναγωγές.