
Της Αρχοντούλας Διαβάτη
To ατύχημα είχε τη σημειολογία του. Καθώς γυρνούσα σπίτι χειμωνιάτικο απόγευμα, ευχαριστημένη από τον εαυτό μου -δε θυμάμαι για ποιο ακριβώς λόγο– λίγα μέτρα μπροστά μου ένα ζευγαράκι φιλιόταν με τα μάτια κλειστά.
Για να μην ενοχλήσω καθώς περνούσα δίπλα τους έστρεψα το κεφάλι, δεν είδα το σκαλοπάτι βρέθηκα φαρδιά πλατιά καταγής και –το πεπρωμένο φυγείν και λοιπά- τα δυό παιδιά ξέμπλεξαν το αγκάλιασμά τους και ήρθαν να με σηκώσουν που ήμουνα οριζοντιωμένη του καλού καιρού. Και οι μέρες περνούσαν και η κάκωση επέμενε. Πώς το λέγανε οι παλιές γυναίκες, όσο χρονώ ήσουνα, τόσο θα κρατούσε ο πόνος. Μπα, ο δικός μου πόνος δεν ήταν ενημερωμένος σχετικά και συνέχιζε να με ταλαιπωρεί μέχρι που με το κωδικοποιημένο παραπεμπτικό έπεσα εδώ στα χαμηλά ανίδεη και χορτάτη - με τετράωρη μόνο νηστεία, μπρος στον μαγνητικό τομογράφο.
Εντάξει δεν είχα βηματοδότη ούτε λάμες και βαλβίδες κι έτσι βγάζοντας μόνο μπλούζες, ρολόγια, βέρες, βραχιόλια και γυαλιά, δέχτηκα να ανέβω πάνω στο τραπέζι,να με φασκιώσουνε φιλότιμα και - έχω κάποια κλειστοφοβία, παραδέχτηκα την τελευταία στιγμή, υποψιασμένη. Ε, αφού έμπαινα σε ασανσέρ, όλα θα πήγαιναν καλά, μόνο να έχω τα μάτια μου κλειστά, ακίνητη και να αναπνέω απαλά, να μην τραντάζεται ο καταπονημένος ώμος, για… εικοσιπέντε λεφτά. Τόσο μόνον.
Ήταν ένα κινούμενο προδοτικό τραπέζι που σε μετέφερε στο φούρνο με πατάτες- εντάξει, στο θάλαμο εξέτασης με το μαγνήτη στη μέση. Με παρακολουθούσε κανείς, ή ήμουν αφημένη στην τύχη μου .Ήμουνα ο Δάντης που άρχιζε το φανταστικό ταξίδι του στους εννιά κύκλους της Κόλασης. Ούτε Βιργίλιος , ούτε καν η κυρία με την άσπρη μπλούζα, του ακτινολογικού ,κανείς δε με συνόδευε. Μόνη. Κι ο αέρας σαν λιγοστός έμοιαζε. Άγριοι θόρυβοι μπαμ, μπουμ, ρυθμικοί σε μια κατεύθυνση, κι ύστερα αλλιώτικοι προς άλλη κατεύθυνση σαν βιντεοπαιχνίδι έμοιαζε. Μόνο που ήμουνα μέρος του παιχνιδιού. Το μηχάνημα με φωτογράφιζε με δυσανάλογη βοή, ήχους και μπουμπουνητά. Να διηγηθώ μια ιστορία στον εαυτό μου, να απασχολήσω το μυαλό μου να σπρώξουμε το μεσαιωνικό έπος, να κυλήσει. Κόλαση, Καθαρτήριο, Παράδεισος, να φτάσουμε στη στενή πύλη. Μόνο να συνεχίσω να σκέφτομαι, απέναντι στους δαιμονικούς θορύβους και την τρομαχτική εναλλαγή τους και στα διαλείματα πλαφ, πλουφ, η καρδιά μου ήταν αυτή; Ένας ήχος που ακολουθούσε δήθεν χαλαρά σαν πάπια. Και τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα, ποια ήταν; ΑΠΛΗΣΤΙΑ ένα, ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ δύο, ΛΑΓΝΕΙΑ τρία, ΛΑΙΜΑΡΓΙΑ τέσσερα, ΟΡΓΗ πέντε , ΖΗΛΕΙΑ έξι ΟΚΝΗΡΙΑ εφτά. Κανένα τους δεν μου ήταν εντελώς ξένο. Ας πάρουμε το τελευταίο Έχουν αναθεωρηθεί τα πράγματα εδώ. Ή οκνηρία για παράδειγμα είναι παρεξηγημένο αμάρτημα. Όλοι οι καλλιτέχνες τεμπελιάζοντας δημιουργικά μέρες μήνες ή και χρόνια φτιάχνουν το ξεχωριστό τους σύμπαν, ή δεν τα καταφέρνουν ούτε και τότε, εντάξει. Εξάλλου ολόκληρος γαμπρός του Μαρξ- ο Πώλ Λαφάργκ , υποστήριξε υπεύθυνα ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΤΕΜΠΕΛΙΑ, αναπτύσσοντας ένα σωρό επιχειρήματα απέναντι στην ξεπερασμένη, σαθρή ρήση, αργία μήτηρ πάσης κακίας.
Και μήπως ο ΣΠΙΝΟΖΑ δεν ήταν ο μόνος απέναντι στους κατ’ επάγγελμα φιλοσόφους που δούλευε χειρωνακτικά, λειαίνοντας φακούς στο ρολογάδικο; Ένας απέναντι σε δεκάδες άλλους φιλόσοφους ή τεμπέληδες που δεν ήταν καν φιλόσοφοι ή καλλιτέχνες- θα τους δω από στιγμή σε στιγμή καταδικασμένους να στροβιλίζονται, να κατασπαράζονται, να καίγονται στην πίσσα μαζί με υποκριτές, φιλήδονους ή βίαιους. Το Καθαρτήριο αργεί. Κι ο Παράδεισος άλλο τόσο. Οι αποτρόπαιοι ήχοι πάντως σταματούν και η κυρία με την άσπρη μπλούζα με βοηθάει να σηκωθώ. Καλά τα πήγα. Τα αποτελέσματα αύριο, περαστικά.
Μεγάλη Τρίτη απόγευμα, προλαβαίνω να περάσω από την εκκλησία να ακούσω το τροπάριο της Κασιανής. Για Λαγνεία πρόκειται. Ένας ύμνος για μια αμαρτωλή, πού έγραψε μια βυζαντινή κοπέλα που την απέρριψαν στα καλλιστεία. Η δημιουργικότητα οξύνεται φαίνεται μετά από ατυχήματα.