Της Αρχοντούλας Διαβάτη
Στους τέταρτους Χαιρετισμούς μια Παρασκευή μπήκε σε μια εκκλησία, εκείνη των παιδικών της χρόνων. Ήθελε να θυμηθεί το μοσχοβόλημα των δέντρων, τη δροσερή νύχτα, τα νιάτα των κοριτσιών και την μυρωδιά των κεριών.
Προχώρησε και χαιρέτησε την Παναγία - μια εικόνα μες σε ασπροκέντι και γύρω γύρω μικρά λευκά άγρια τριαντάφυλλα Ήταν νωρίς φαίνεται, ανάμεσα στις δυο βάρδιες χαιρετισμών. Μπήκε και κάθισε σ’ ένα στασίδι περιμένοντας. Γυναίκες από τη γειτονιά είχαν βρει θέση και περίμεναν κουβεντιάζοντας για τα σπίτια, τα εγγόνια, τα παιδιά και τα άσχημα οικονομικά τους. Η Ελένη από την παλιά γειτονιά πέρασε από δίπλα της και τη φώναξε. Μίλησαν για διάφορα και μόλις άρχισε η λειτουργία άνοιξαν τα μικροσκοπικά τους ευαγγέλια κρατώντας τη σειρά με το δάχτυλο στο δοξαστικό κείμενο Εμνήσθη ημερών αρχαίων…
Ο νους της λόξευε σε δρόμους άλλους. Θυμήθηκε κι αυτό το βιντεάκι που κυκλοφορούσε στο διαδίκτυο με τους δυο άνεργους -οι δυο επικρατέστεροι- που παζαρεύουν σε έναν ανταγωνισμό χωρίς όρια με το μελλοντικό αφεντικό τους το ύψος του μισθού και τις μελλοντικές άδειες, την ψυχή τους την ίδια. «Εγώ δέχομαι και μισθό να μην πάρω», πλειοδότησε τελικά ο ένας κι αυτή είχε γελάσει με την υπερβολή, ενώ πριν λίγο στο τηλέφωνο πόσο διέφερε ο ξεπεσμός ο δικός της, καθώς διαπραγματευότανε με την εκδότρια το καινούργιο της βιβλίο;
Aνοίξω το στόμα μου και πληρωθήσεται πνεύματος… Στάχυν η βλαστήσασα το θείον, ως χώρα ανήροτος..
Διπλοτυπία στο μικρό βίντεο οι δικές τους φωνές… Ναι, ούτε συμβόλαιο, ούτε προκαταβολές, ούτε ποσοστά επί των πωληθέντων αντιτύπων -πρωτοεμφανιζόμενη βλέπεις- κι αλήθεια πόσα είχε πουλήσει; Άγνωστο. Κι όχι πως δεν είχε πληρώσει και κάτι. Δραχμές είχαμε τότε, πόσα χρόνια πριν; Και τώρα στο δεύτερο βιβλίο, συμπιεσμένοι όλοι τους ανάμεσα στις μυλόπετρες της κρίσης, ήταν κουτσό το κλήμα, το’ φαγε κι ο γάιδαρος…
«Έξι χρόνια περιμένω», είχε πει - « Άντρα θέλω, τώρα τον θέλω» της αντέταξε η άλλη! Χαίρε πίον όρος, χαίρε λυχνία και στάμνε μάννα φέρουσα, χαίρε των αγγέλων χαρμονή, όρος αλατόμητον, παστάς του λόγου αμόλυντε, χαίρε η άφλεκτος βάτος…
«Και στο πρώτο βιβλίο περίμενες δέκα χρόνια, τι έπαθες;»
Άσπιλε, αμόλυντε, άφθορε..., αργά, σε πόσο αργό τέμπο, αγνώριστη έψελναν την παλιά ευχή – πού οι λαγαρές κοριτσίστικες φωνές από την παλιά χορωδία, άλλοτε, αλλού.
Σηκώθηκε μέσα στη ζεσταμένη ατμόσφαιρα του κλειστού χώρου και οπισθοχωρώντας βγήκε έξω. Η δροσιά του πάρκου την κατάπιε καθώς πήγαινε προς το σπίτι. Πουθενά δεν υπήρχε χώρος γι’ αυτήν και τις ουτοπίες της.