
Της Αρχοντούλας Διαβάτη
Λιακάδα, αεράκι και ψύχρα. Μεσημέρι. Στο γυάλινο κουβούκλιο-εκδοτήριο, τυλιγμένο ασφυκτικά στο συρματόπλεγμα άσπρο σε φόντο γαλάζιο και μαύρο -η αφίσα του φετινού φεστιβάλ, πολλαπλασιασμένη στους τοίχους της πόλης- μια ουρά ανθρώπινης αμεριμνησίας μακραίνει κατά πίσω μέχρι την πλατεία Αριστοτέλους.
Κόσμος κάθε είδους, κι ανάμεσά τους μαθητές και μαθήτριες πηγαινοέρχονται στην πλατεία ροκανίζοντας το χρόνο με γέλια, κραυγές, πρόωρα παγωτά χωνάκι και μικρά παράφωνα τραγούδια. Ήρθαν με το σχολείο σινεμά και βαριούνται περιμένοντας την ταινία τους ν’ αρχίσει. Θα δουν «Τα γλυκά όνειρα του μουσταφά». Αυτός όχι.
Διασχίζει τις θορυβώδεις μυρμηγκιές προχωρώντας κατά την Εγνατία. Έχει να συναντήσει τον οδοντίατρο. Τις πεντακόσιες πενήντα δεν τις έχει. Όχι ακόμα τουλάχιστον. Καθισμένος στην καρέκλα της αγωνίας στην ηρεμία του τοπίου –πεντέξι σιντί κρεμασμένα στο απέναντι μπαλκόνι στον ακάλυπτο αστράφουν στο φως και δίπλα τους σαν την καλή χαρά δυο περιστέρια άσπρα και γκρίζα γουργουρίζουν ανεξίκακα.
Ο μόνος ήχος αυτός και το γουργουρητό της σιελαντλίας -υπό πίεση για να ρουφήξει με ρεύμα νερού- του εξηγεί ο γιατρός ενώ αυτός ευάλωτος στη διάκριση του επιδρομέα, το στόμα ανοιχτό – ρεύμα νερού που υποχρεώνεται να περάσει από πολύ στενό ακροφύσιο. Στην έξοδό του το νερό φεύγει με μεγάλη ταχύτητα και. Η σχέση ταχύτητας με πίεση σε ένα ρευστό είναι αντιστρόφως ανάλογη. Έτσι το νερό υποχρεωμένο να περάσει απ’ το στενό ακροφύσιο, αυξάνει ταχύτητα, πέφτει η πίεση και … - κατάλαβες; Oυ συ με λοιδορείς, αλλ’ ο τόπος, θέλει να του φωνάξει, αλλά μπουκωμένος βαμβάκια, ακινητοποιημένος, σωπαίνει μνησίκακα.
Πόσο του άρεζε και του ίδιου το μάθημα της Φυσικής. Στο Πέμπτο αρρένων -η θάλασσα έφτανε ως τον περίβολο του σχολείου- η νέα παραλία δεν είχε γίνει ακόμα -είχανε στις τρεις τελευταίες τάξεις τον Βατζιά, πολύ καλός τύπος- μηχανευόταν ένα σωρό τρόπους για να τους κινήσει το ενδιαφέρον. Μια μέρα που είχε να τους διδάξει την ΟΡΜΗ ΚΑΙ ΚΡΟΥΣΗ, μπήκε ορμητικά στην τάξη, « Μάγκες σήμερα θα μιλήσουμε για τα μπιλιάρδα». Ή στη ΣΚΕΔΑΣΗ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ, φαλακρός αυτός, μπήκε με την τσατσάρα κι έκανε πως χτενίζεται. «Γελάτε, γελάτε εσείς». Έκανε το πείραμα. Προβολέα μπροστά, η χτένα στον τοίχο απέναντι…
«Μια ακόμα ένεση θα σου κάνω..». Μουδιασμένος μετά ανοίγει, κλείνει, φτύνει, έτοιμο το πρόχειρο σφράγισμα, χαιρετάει.
Ελεύθερος πάλι βγαίνει στο δρόμο. Αγοράζει κουλούρι, νερό, εισιτήρια και μπαίνει κι αυτός στο Ολύμπιον. Βλέπει δυο ντοκιμαντέρ και γυρνάει σπίτι αργά το απόγευμα. Και οι δυο ταινίες για τη διαχείριση της αναπηρίας, Ο ΤΥΦΛΟΣ ΨΑΡΑΣ και ΜΕ ΛΕΝΕ ΣΤΕΛΙΟ. Ύμνοι στη δύναμη του ανθρώπου και στη χαρά της ζωής, ένα μάθημα που πάντα το ξέρει κι όλο του διαφεύγει. Λοιπόν ο Στέλιος ήταν το τετραπληγικό παιδί με τη σημαία. Παλιότερα είχε φιλονικήσει άγρια με τον γυμναστή στην παλιά του δουλειά – ξινίστηκε που είδε το ανάπηρο παιδί στην πολυθρόνα του, παραστάτη στην παρέλαση. Είχε μιλήσει για νου υγιή εν σώματι υγιεί, για οξύμωρα σχήματα και τέτοια αηδιαστικά. Και τώρα αυτός να βλέπει τον αγώνα του νεαρού και των γονιών του, είχε τελειώσει την ιατρική και πήγαινε για ψυχίατρος. Συγκινήθηκε σα να αντάμωνε παλιό γνωστό. Μπράβο ρε Στέλιο. Ένιωσε να τον διαπερνάει σαν κύμα η περηφάνια της ζωής. Δεν τόξερα να’ναι η ζωή μέγα καλό και πρώτο. Η καρδιά του τραγουδούσε και τα μάτια του κλαίγανε…
* τίτλος ταινίας τωνJafar Panahi, Mojtaba Mirtahmasb -Iran 2011-14ο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης