Της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Κρατάω στα χέρια μου, για πολλοστή φορά, ένα χοντρό βιβλίο, 390 σελίδων, μεγάλου σχήματος, με χοντρά χαρτονένια εξώφυλλα. Είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που δεν τα παίρνεις στην παραλία ή στο κρεβάτι για να σε πάρει ο ύπνος διαβάζοντας, γιατί αν πέσει στο πρόσωπό σου θα σπάσει τη μύτη σου, και δεν το κουβαλάς στο μετρό, γιατί θα προσπεράσεις τη στάση όπου έπρεπε να κατέβεις.
Ανεξήγητα –μπορεί και όχι– θυμάμαι αριθμούς σελίδων και παραγράφους που θα ήθελα να ξαναδιαβάσω. Μερικά βιβλία λειτούργησαν μέσα μου σαν κινηματογραφικές ταινίες. Σε αντίθεση με την Αλεξάνδρα η οποία, όταν ήμασταν μαθήτριες Γυμνασίου, έβλεπε μια ταινία και μπορούσε να μας τη διηγηθεί με το νι και με το σίγμα, εγώ θυμάμαι ορισμένες σκηνές, εκείνες που κάπου φώλιασαν μέσα μου. Για παράδειγμα, από το Τραγουδώντας στη Βροχή, θυμάμαι ακέραια την ομώνυμη σκηνή, όπου ο Τζιν Κέλι χορεύει μες στα νερα της βροχής κλοτσώντας τα, κρατώντας μια μεγάλη μαύρη ομπρέλα. Από την κλασική Ο Πολίτης Κέιν, ενώ μετράς το ύψος των ποδιών στο χορό με τον Τζόζεφ Κότεν και τον Όρσον Ουέλς και πάρα πολλές άλλες σκηνές, αγαπάω τη χιονισμένη κρυστάλλινη σφαίρα με την εγγραφή rosebud, ένα αίνιγμα για τους κριτικούς, τους αναλυτές, τους βιογράφους. Από την υπ’ αρ. 1, Όσα Παίρνει ο Άνεμος, τη Σκάρλετ να τραβάει την πράσινη, βελούδινη κουρτίνα και να την κάνει μπέρτα που θα τυλίξει το λεπτό της κορμί. Θα μπορούσε να ήταν μια σκηνή από τη Γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1940, όταν οι Ελληνίδες έκαναν τις κουρτίνες και τις κουβέρτες ενδύματα λέγοντας: Αύριο είναι μια άλλη μέρα.
Δεκάδες τέτοιες σκηνές κυριαρχούν και στο χοντρό βιβλίο που διαδραματίζεται στα χρόνια που διαμορφώνεται η Εποχή της Τζαζ. Μέσα από αυτό το βιβλίο αγάπησα μουσικούς της τζαζ ταυτισμένους με το μουσικό τους όργανο, το οποίο γίνεται αναπόσπαστο στοιχείο της ύπαρξής τους, μπάντες των οποίων τα μέλη διασχίζουν τις Ηνωμένες Πολιτείες μέσα σε λεωφορεία για να παίξουν σε διάφορες γνωστές πόλεις, τις ξανθές τραγουδίστριες με τις μακριές, λαμέ τουαλέτες, σχιστές στην πλάτη ή λίγο πιο πάνω από τα γόνατα μέχρι τις μύτες στις λουστρινένιες μαύρες ή ασημί γόβες τους, την ποτοαπαγόρευση και τη λαθραία διακίνηση του αλκοόλ, τα speakeasy, καπηλειά όπου πουλιέται παράνομα, ακόμα και τον Αλ Καπόνε, πάντα άοπλο, και τα πάνοπλα παλικάρια του στα μαύρα αυτοκίνητα να τρέχουν δαιμονισμένα ή να συγκρούονται με τα αστυνομικά.
Η σκηνή που διαβάζω ξανά και ξανά είναι εκείνη όπου μια παρέα μουσικών της τζαζ μπαίνουν στο Κάρνεγκι Χολ, το πανέμορφο μουσικό κτήριο στο Μανχάταν, για να δουν τον Μορίς Ραβέλ (η πρώτη σύνδεση με το όνομά του είναι με το δικό του Μπολερό) και ο τρόπος με τον οποίο τον αντικρίζουν.
Ο Ραβέλ, φορώντας ένα κολλαριστό κοστούμι, είναι στα πενήντα του, μικροσκοπικός, έχει λεπτά χέρια και λευκά μαλλιά. Αργότερα, όταν οι τζαζίστες τον παίρνουν με ένα αυτοκίνητο για να πάνε στο Κότον Κλαμπ, εκείνος σκέφτεται αυτούς τους μεγαλόσωμους Αμερικανούς σαν αναπτυγμένα παιδιά με τρομερό ταλέντο. Τα πάντα στην Αμερική γοητεύουν και εκπλήσσουν τον Ραβέλ: οι γιγάντιες πόλεις, οι ουρανοξύστες, τα τρένα, οι εθνικοί δρόμοι που διασχίζουν αδιανόητες αποστάσεις. Είμαστε στο 1928 και στο Λευκό Οίκο βρίσκεται ο Χέρμπερτ Χούβερ, τον οποίο διαδέχεται, μετά το Μεγάλο Κραχ, ο Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ, στις εκλογές του 1932.
Στους κατάμεστους κινηματογράφους οι ηθοποιοί μιλούν, οι ήχοι αντιπροσωπεύουν το αντικείμενο που τους παράγει, και στο τέλος το κοινό χειροκροτεί. Ανάμεσα σε όλα αυτά τα πρόσωπα, στα οποία υποκλίνομαι νοητά διαβάζοντας, ξεχωρίζω τον Μπιξ, το μεγαλύτερο κορνετίστα, που πεθαίνει στα εικοσιοκτώ του χρόνια αθεράπευτα αλκοολικός, μην επιθυμώντας τίποτα άλλο από το να παίζει τζαζ. Αγωνιώ καθώς τον παρακολουθώ ένα πρωινό Παρασκευής στο Σικάγο, ενώ κάνει το καθημερινό του περίπατο στην προκυμαία του λιμανιού, όταν ήδη έχουν φτάσει οι εφημερίδες. Οι μεγάλοι τίτλοι σε όλες είναι ίδιοι: Στη Chicago Tribune διαβάζει για τη μεγάλη βουτιά που έκανε η Γουόλ Στριτ. «ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΕΣ ΣΕ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΧΑΘΗΚΑΝ ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΤΟ ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ ΤΗΣ ΓΟΥΟΛ ΣΤΡΙΤ». Γυρίζει στο καφενείο όπου συχνάζουν οι φορτηγατζήδες και οι αγρότες και διαβάζει τις ζοφερές ειδήσεις πίνοντας τον καφέ του. Η σκηνή επαναλαμβάνεται το επόμενο πρωί, αλλά οι συζητήσεις γύρω του «ακούγονται πιο οργισμένες, πιο ηχηρές, καθώς οι άνθρωποι προσπαθούν να χωνέψουν τα συγκλονιστικά νέα από το Υπουργείο Εμπορίου, ενώ οι μεγάλοι συγκεντρώνονται στη Νέα Υόρκη για να σώσουν τις αγορές, και ποιος νοιάζεται για τον άνθρωπο που τρέφει μια οικογένεια».
Κάθε φορά τα μάτια μου θαμπώνουν γιατί γνωρίζω ήδη τον τρόπο που θα πεθάνει ο ίδιος, αγνοώντας την επόμενη οικονομική κρίση και την επιβίωση, τον πολλαπλασιασμό των φίλων της τζαζ που θα συνεχιστεί στο άγνωστο μέλλον.