Της Αρχοντούλας Διαβάτη
Μια λαμπερή χειμωνιάτικη μέρα ήταν. Όχι μόνο κρύο αλλά είχε κι έναν παγερό αέρα που ερχόταν κι έφευγε σαν υπενθύμιση για όποιον δεν κατάλαβε: χειμώνας, μέσα Φεβρουαρίου. Ντυμένη γερά -μπουφάν, κασκόλ και σκούφο- βγήκε να περπατήσει μετά από καιρό στο ανάχωμα, πάνω απ’ την τάφρο.
Δέντρα σ’ όλο το μονοπάτι που αργοσαλεύανε μνησίκακα, δροσιά σημαίνοντας τον καλό καιρό και τώρα σημαίνοντας παγωνιά απαγορευτική. Δυο τρία ζευγάρια αντάμωσε πάνω κάτω και άλλους τόσους μοναχικούς με το σκύλο τους. Ερημιά. Ήταν ευχαριστημένη ωστόσο και χρονομετρούσε κάθε δέκα λεφτά τον εαυτό της. Εκείνος θα έλειπε όλη τη μέρα, είχε ρεπό η Γεωργιανή αποκλειστική. και θα μοίραζαν το χρόνο με την αδερφή του, να φυλάνε τον πατέρα τους βυθισμένο στην ξεθωριασμένη του μακαριότητα. Όλη την τελευταία χρονιά αφότου πέθανε η γιαγιά, ο παππούς Τάκης όλο και χανόταν σε μιαν ακατανόητη ομίχλη. Ήσυχος, έτρωγε, κοιμόταν, κομμένα τα αστεία, οι γκρίνιες, και τα πειράγματα στα παιδιά και στα εγγόνια του. Αυτάρκης, όπως πρόπερσι τέτοιον καιρό- η νυχτερινή νοσοκόμα να’ χει πεθάνει στο κρεβάτι της μες στο σπίτι- κι εκείνος με τα παντζούρια κατεβασμένα περίμενε να ξημερώσει, να νυχτώσει και να ξημερώσει πάλι- τα παιδιά του σπίτια τους τίποτα δεν κατάλαβε. Ούτε νερό δε σκέφτηκε να πιει.
Τα δυο αδέρφια τις Πέμπτες έχουν ομορφύνει την καθημερινότητα με τσιπουράκια και φροντισμένο φαγητό από το διπλανό ταβερνάκι. Σχολάει η μικρή αδερφή από το γραφείο της κι έρχεται να αναλάβει την απογευματινή βάρδια, φεύγει εκείνος. Προηγουμένως βάζουν τραπέζι τρικούβερτο με όλα τα καλά. Κουβεντιάζουν για τα παλιά, ακούνε μουσικές., βλέπουν παλιές φωτογραφίες, τρώνε με τον πατέρα ανάμεσά τους. «Εις υγείαν», σήκωσε προχτές το ποτήρι εκείνος αφού συλλογίστηκε κάμποση ώρα ακίνητος, με το χέρι στον αέρα. Γιατί η αδερφική αγάπη θέλει περιφρούρηση. Έρχονται καιροί δύσκολοι, διχόνοιες κι αντιπάθειες νύφες και γαμπροί στο σπίτι- οι ιερεμιάδες της πεθαμένης μητέρας αντηχούν κάθε τόσο ακυρωμένες στο μυαλό τους μαζί με τις χιλιοειπωμένες ευχές.
Αυτά σκεφτόταν περπατώντας ξαλαφρωμένη στην παγωμένη λιακάδα- μέχρι που μπαμ, ένα χτύπημα στο κεφάλι. Γύρισε πίσω της, κανείς. Ένα κλαδί ήταν, μικρό εχθρικό κλαδί, που είχε σπάσει από τον αέρα κι έπεσε στο κεφάλι της. Περπάτησε κι άλλο να συμπληρώσει την ώρα. Σα να διέσχιζε έναν άλλο χρόνο με τους λιγοστούς περιπατητές που συναπαντιούνταν αμίλητοι χωρίς να χαιρετιούνται, σα να ’χανε πεθάνει και περιδιαβαίνανε σε μια άλλη συχνότητα, με άλλους κανόνες, άλλους κώδικες, άγνωστες μεταξύ τους ψυχές. Τέτοιες σκέψεις της έρχονται κάθε τόσο τις μοναχικές της Πέμπτες.
Στο σπίτι αργότερα χαζεύει στον ακάλυπτο το φάντασμα της παλιάς βυσινιάς. Ήταν η μόνη κοντινή σχέση τους με τη φύση. Τέτοιον καιρό, πριν εισβάλει ο Μάρτιος όλη ροζ και άσπρα και πράσινα, έπαιζε θροΐζοντας μες στο φως. Τώρα θυσιασμένη για πάρκινγκ.
Με το κομπιούτερ ανοιχτό μελετάει την αφίσα για τα τριακόσια χρόνια από τη γέννηση του Ρουσσό. Αφιερώματα και κριτικές για τον φιλόσοφο και συγγραφέα του Διαφωτισμού.
Στη Λέσχη ανάγνωσης του Γαλλικού Ινστιτούτου, παλιό της σχολείο αγαπημένο, Μission Laique αρχικά, η πιο παλιά Γαλλική αποστολή στην Ευρώπη,1902-2002, θα συζητούσαν τις Εξομολογήσεις, έργο δημοσιευμένο τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο του συγγραφέα, που σημάδεψε τον 18ο αιώνα και την Ψυχολογία, προανήγγειλε τον Φρόιντ και τις θεωρίες για το ασυνείδητο και τη λίμπιντο, το ρομαντισμό, την αυτοβιογραφία και το μυθιστόρημα διάπλασης (bildungsroman). Επιμένοντας στην μοναδικότητά του, ο Ρουσσό, αυτοδίδακτος, γεννημένος στη Γενεύη όπου κατέφυγαν οι Ουγγενότοι πρόγονοί του, ορφανός από μάνα -πέθανε λίγο μετά τη δική του γέννα- δύσκολα παιδικά χρόνια σε ένα αυστηρό περιβάλλον προτεσταντών, ξεκινάει έφηβος και αλωνίζει με τα πόδια τη Γαλλία, κάνοντας διάφορα επαγγέλματα. Έτσι ανακαλύπτει τον κόσμο και τους συγγραφείς.
Ενώ η φήμη του στη Γαλλία και τον κόσμο μεγαλώνει, δεν τον βλέπουν με καλό μάτι οι φιλόσοφοι του καιρού του. Καλοσπουδασμένοι στα ακριβά μπουρζουάδικα σχολεία τους, του κηρύσσουν τον πόλεμο, αποδίδοντάς του ατοπήματα και προσωπικές αποτυχίες κι αντιφάσεις- άφησε στο ορφανοτροφείο τα πέντε του παιδιά- του καταλογίζει μεταξύ άλλων ο Βολταίρος. Στις Εξομολογήσεις αποκαλύπτεται. «Αναρχικός» και άθεος, αποκομμένος από την αστική κοινωνία και τις κοινωνικές συμβατικότητες, περιθωριοποιημένος, ανακαλύπτει το ΕΓΩ του, εκθέτοντας πρώτος τον εαυτό του, τους έρωτές του, τις νύχτες του a la belle etoile, τα ταξίδια του με τα πόδια, την μοναδικότητά του, την ουτοπία της ελευθερίας του. « Iδού τι έπραξα, τι σκέφτηκα, τι υπήρξα».