
Της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Ο τίτλος της ταινίας που θα προβαλλόταν σ’ έναν κινηματογράφο, στο Λίνκολν Σέντερ, το πρώτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου, Το Άλογο του Τουρίνου, τράβηξε την προσοχή μου κι εμένα μαζί πίσω στην τρυφερή ηλικία της πρώτης δεκαετίας, και δυο χρόνια παραπάνω, της ζωής μου.
Η μαμά μου είχε ένα πολύ στενό συγγενή, ο οποίος ήταν δικαστής στην Πάτρα, και όταν επισκεπτόταν την Αθήνα, όπως ομολογούσε ο ίδιος, το σπίτι μας ήταν ο πρώτος σταθμός του, για τις ημέρες που θα παρέμενε στην πρωτεύουσα.
Σ’ ένα τέτοιο ταξίδι έφερε για μένα δώρο ένα βιβλίο με τον τίτλο «Ο Αντίχριστος», του Φρειδερίκου Νίτσε. Δεν θυμάμαι αν το είδε η μαμά μου, αν διάβασε τον τίτλο, ή αν την ενόχλησε, όμως δεν το σχολίασε.
Μόλις είχα τελειώσει το Δημοτικό κι έπαιζα ακόμα με τα παιδιά στο στενό που μέναμε στην Καλλιθέα.
Ωστόσο, άρχισα να το διαβάζω και απ’ όσο θυμάμαι δεν καταλάβαινα τίποτε.
Με τα χρόνια το ξαναδιάβαζα, κατά καιρούς, αλλά άργησα να καταλάβω τι ήταν ακριβώς, Ο Αντίχριστος, και ακόμα περισσότερο τι ήταν ο Δικαστής Διομήδης, που είχε πάντα στα μάτια το φόβο ενός κυνηγημένου, και μου σύστηνε βιβλία που δεν διάβαζαν τα άλλα παιδιά, ενώ διάφοροι συγγενείς έλεγαν: αυτά τον έφαγαν κι έχασε τη δουλειά του.
Στο πρώτο μου ταξίδι στην Ιταλία, είχα την επιθυμία να πάω στο Τουρίνο, να βρω την Πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο, και να εντοπίσω, αν ήταν δυνατόν!, σε ποιο σημείο είχε τρέξει ο Φρίντριχ Νίτσε, όπως τον έλεγα πλέον, και είχε αγκαλιάσει το άλογο από το λαιμό για να το σώσει από τον ξυλοδαρμό του αμαξηλάτη, που έγινε αιτία να καταρρεύσει ο ίδιος. Είχα φτιάξει και το δικό μου απαγορευτικό σλόγκαν: Μη χτυπάτε τα άλογα.
Όμως, αυτή τη φορά στον σκοτεινό κινηματογράφο, πίσω από την κατάμαυρη οθόνη ακούστηκε η φωνή του Ούγγρου σκηνοθέτη, Μπέλα Ταρρ, γνωστός στο ελληνικό κοινό και με τη φυσική του υπόσταση καθώς και από τις ταινίες του, που με μεγάλη οικονομία προλόγισε για το κοινό του, Το άλογο του Τουρίνου, και πόσο τραγικό υπήρξε για τον Νίτσε.
Μετά ήρθαν οι άνεμοι, σφοδροί, τυλιγμένοι σ’ ένα λευκό πέπλο, παρασέρνοντας από μια ξερή και άγονη γη, ξερά φύλλα και ότι έβρισκαν στο πέρασμά τους και τα στροβίλιζαν σ’ ένα κενό, που μακριά στεκόταν ένα ξερό δέντρο, μπροστά ένα πέτρινο σπίτι, και ανάμεσά τους ένα πέτρινο πηγάδι.
Ένα αφιλόξενο τοπίο, που χρειάζεται τεράστια ανθρώπινη δύναμη για να αντέξει τους ανέμους και το βουητό τους, που το κατοικούν ένας πατέρας, λίγο παραπάνω από μεσήλικας και η θυγατέρα του, πιθανόν να έχει περάσει την πρώτη της νιότη, μέσα στις πιο σκληρές, πέτρινες συνθήκες. Και ένα άλογο, που δεν θέλει να περπατήσει ή να φάει τον ξερό σανό του.
Οι σκηνές και οι κινήσεις επαναλαμβάνονται από τη μια μέρα στην άλλη, με ακρίβεια, επιμένοντας στον πραγματικό χρόνο και καταργώντας τον κινηματογραφικό.
Επιβιώνουν με μια βραστή πατάτα, το μόνο έδεσμα για όλη την ημέρα, που τρώνε με κάποια βουλιμία ή ανυπομονησία, δικαιολογημένες, από την πείνα τους.
Η θυγατέρα γερή και δυνατή, σχεδόν υποταγμένα, ντύνει και γδύνει τον πατέρα του οποίου το δεξί χέρι είναι παράλυτο, χωρίς διάλογο ή κάποια άλλη περιττή κίνηση, αντλεί νερό από το πηγάδι, που μετά από το ολιγόλεπτο πέρασμα ενός κάρου, που κουβαλάει μερικούς τσιγγάνους ξεραίνεται, αφήνοντάς μου ένα παγανιστικό ερωτηματικό.
Στο άδειο πέτρινο μονό δωμάτιο, κανένα αντικείμενο, από τα ελάχιστα, δεν αλλάζει θέση και χρήση.
Στην ατμόσφαιρα, πιθανόν, να πλανάται μια αναμονή για την εξέλιξη στην πατρική ή θυγατρική στάση και αδιέξοδη συνύπαρξη, αλλά δεν συμβαίνει. Η σχέση τους παραμένει συμβατική. Το άλογο αρνείται τον εξοπλισμό του για μια έξοδο στους ανέμους, ζει τη μοναξιά του και τη μελαγχολία του, χωρίς χλιμιντρίσματα.
Βγήκα τελευταία από την κατάμεστη αίθουσα.
Γυρίζοντας στο σπίτι, περπατώντας στα πεζοδρόμια του Μανχάταν, με το βιαστικό βήμα των κατοίκων του, θυμήθηκα έναν απλό διάλογο με την αδελφή μου.
Από το παράθυρο ενός δωματίου στο σπίτι της μαμάς μας, σ’ ένα ανατολικό προάστιο, έβλεπα μια γυναίκα που όλη την ημέρα κρατούσε ένα ξεσκονόπανο και ξεσκόνιζε το μικρό της σπίτι.
Την βλέπω ν’ ασχολείται με αυτό τον τρόπο όλη την ημέρα και τρελαίνομαι, είπα στην αδελφή μου.
Κι εκείνη σε βλέπει να χτυπάς τη γραφομηχανή σου, σημάδι πως το περιστατικό έγινε πολλά χρόνια πριν, ακίνητη δέκα ώρες την ημέρα και τρελαίνεται, είπε η αδελφή μου.
Ο Χρόνος έχει τον δικό του ρυθμό.