
Της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Ανατόλια: Τονισμένη σε οποιαδήποτε συλλαβή, παρεξηγημένη, την επισκέφθηκα επανειλημμένα, κάθε της γωνιά, νότια, κεντρική, βόρεια, ανατολική, και διέσχισα με λεωφορεία, ημέρα και νύχτα, πεδιάδες, ποτάμια και χιονισμένα βουνά, πόλεις και χωριά. Την επισκέφθηκα και διαφορετικά, κάποιο απόγευμα σε έναν κινηματογράφο του Μανχάταν, άφωνη μπροστά στην οθόνη, παρακολουθώντας το «Μια φορά κι έναν καιρό στην Ανατόλια», όπως είχα παρακολουθήσει άλλοτε μια άλλη ταινία: «Μια φορά κι έναν καιρό στην Αμερική».
Αναρωτιόμουν αν οι δυο τους, Ανατόλια και Αμερική, παρέμεναν για μένα παραμυθένιες, από τα μαθητικά μου ακόμα χρόνια, και τι διατηρήθηκε μέσα μου μετά την προσωπική μου επαφή μαζί τους και τις εμπειρίες μου, άλλες από τις οποίες επεξεργάστηκα, άλλες κράτησα ατόφιες ή στρίμωξα σε κάποιο μέρος του εαυτού μου, συνειδητά ή μη.
Στο μαγικό σκοτάδι της κινηματογραφικής αίθουσας έβλεπα τη σκληρότητα της Φύση τη νύχτα, την ταύτιση των προσώπων με την ξερή και χέρσα πεδιάδα, το δυνατό αέρα που έκανε τα φυτά και τα χόρτα να κυματίζουν άγρια, το βλέμμα να τελειώνει στον ορίζοντα, σταματώντας μόνο σε σκόρπια δέντρα που πάσχιζαν ν’ αντέξουν στη μοναξιά τους, το ξημέρωμα σ’ ένα πυκνό πέπλο ομίχλης, τα πάντα να τυλίγονται σε μια σχεδόν μεταφυσική σιωπή.
Ένας δρόμος που διατρέχει για χιλιόμετρα το τοπίο σαν τεράστιο φίδι, τα χαλίκια και οι πέτρες που απέμειναν μετά το πέρασμα της μπουλντόζας, οι αστερισμοί προσανατολισμού χαμένοι. Μεγαλόσωμοι άντρες στριμώχνονται στ’ αυτοκίνητα της αστυνομίας, ένας από αυτούς είναι ο ένοχος. Τον αναγνωρίζουμε από το χτυπημένο –πιθανότατα από γροθιές– πρόσωπο. Δίπλα του, οι αστυνομικοί και οι χωροφύλακες, ο γιατρός και ο ανακριτής, αναζητούν τον τόπο αφέθηκε ή ενταφιάστηκε το θύμα πηγαίνοντας από το ένα γυμνό οικόπεδο στο άλλο.
Ο ύποπτος δεν είναι βέβαιος για την τοποθεσία, ήταν μεθυσμένος, ούτε και εμείς όμως είμαστε βέβαιοι ότι λέει την αλήθεια ή αν παραπλανά συνειδητά τους κρατικούς αντιπροσώπους, την εξουσία που τον κρατά με δεμένα τα χέρια.
Η πομπή των αυτοκινήτων κινείται. Μικροί, φαινομενικά άσχετοι διάλογοι. Την ιστορία αφηγείται, σε τρίτο πρόσωπο, ο ανακριτής στο γιατρό, για κάποια γυναίκα που έχει προβλέψει σωστά, όπως αποδείχτηκε, τη μέρα του θανάτου της, η οποία σε υποψιάζει για την αλήθεια.
Σε αυτή την ερημιά, με την τόσο έντονη απουσία κάθε γυναικείας παρουσίας, εμφανίζεται η κόρη –ή μήπως ένα ουρί του παραδείσου;– ενός δήμαρχου της ευρύτερης περιοχής, στο σπίτι του οποίου έχει καταλήξει προσωρινά η ομάδα των αντρών της πομπής. Στέκεται μπροστά από κάθε άντρα με ένα δίσκο γεμάτο φλιτζάνια του τσαγιού και ξαφνικά η τραχύτητά τους εξαφανίζεται, καθώς αντικρίζουν τη γυναικεία ομορφιά στη φιγούρα της αμίλητης και ταπεινής Τζεμιλέ, την ώρα που σηκώνουν ψηλά τα μάτια για να πάρουν ο καθένας το φλιτζάνι του.
Την τοποθεσία αποκαλύπτει ένας σκύλος, βάζοντας τέλος στην ταλαιπωρία όλων.
Προσπαθούσα να ταυτίσω τη διαδρομή μέσα από τα διάφορα σημεία με κάποια από όσες είχα ακολουθήσει εγώ.
Το πτώμα, ενός νέου άντρα δεμένου χειροπόδαρα προκειμένου να χωρέσει σε ένα πορτμπαγκάζ, μεταφέρεται για νεκροψία στο νοσοκομείο.
Μια νέα γυναίκα με τσεμπέρι και ένα δεκάχρονο αγόρι κάθονται σιωπηλοί σ’ έναν πάγκο έξω από το νεκροτομείο. Αφού η γυναίκα πάρει, με την ολοκλήρωση της γραφειοκρατικής διαδικασίας, τα ρούχα του θύματος, θα πάρει και το παιδί της και θα φύγουν.
Στο δρόμο, περνάν έξω από ένα σχολείο. Στην αυλή παίζουν παιδιά. Μια μπάλα ξεφεύγει, το αγόρι τρέχει προς τα πίσω, κλοτσάει την μπάλα η οποία, διαγράφοντας ένα τόξο στον αέρα, επιστρέφει στα παιδιά.
Μια νότα αισιοδοξίας. Η ταινία φτάνει στο τέλος της και, λυπάμαι, αλλά όλα τα παραμύθια, εκτός από αρχή, μια φορά κι έναν καιρό έχουν και τέλος.