
Της Αρχοντούλας Διαβάτη
Από προχτές διαβάζω το «Ζερμινάλ». Το βρήκα στο αυτοκίνητo, αφημένο στο παρμπρίζ, ελαφρώς μουλιασμένο από το βραδινό ψιχάλισμα. Είναι ένα παλιό αντίτυπο του 1950 με σκληρό γαλαζωπό εξώφυλλο και κίτρινες σελίδες. Υπάρχει ένα σημείωμα του μεταφραστή που αναφέρεται στον Διόδωρο και στα ορυχεία της Αιγύπτου με τους δούλους και τους φυλακισμένους. Από bookcrossing δεν είχα ιδέα. Δέχτηκα απλώς το βιβλίο σαν δώρο και άρχισα να το διαβάζω. Γνώριζα το διανοούμενο Ζολά που με τα άρθρα-κατηγορώ και τις αποκαλύψεις του κλέβει την παράσταση. Δικαίωσε τον Ντρέιφους και έφτασε να προκαλέσει το διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους, κι ας μην έζησε για να το δει.
Η πρώτη μέρα του Στέφανου στο ορυχείο περιγράφεται από το μεγάλο νατουραλιστή με κάθε λεπτομέρεια. Η γνωριμία του με την οικογένεια του Μάε και τα εφτά παιδιά. Η Κατερίνα, την οποία θα ερωτευτεί αργότερα, είναι ένα απ’ αυτά. Ξυπνάει με τη σειρήνα, πριν χαράξει, για να φτιάξει κολατσιό. Ο Μάε βλαστημάει, το μωρό κλαίει στο βυζί της μάνας του, ο Στέφανος κατεβαίνει στο ορυχείο. Η τύχη της μεγάλης απεργίας δεν έχει ακόμα κριθεί. Σταματώ στη σελίδα διακόσια εξήντα.
«O αγώνας της μνήμης εναντίον της λήθης είναι ο αγώνας της ελευθερίας εναντίον της τυραννίας». Έτσι έγραφε το πανό που ήταν κρεμασμένο μπροστά από την οθόνη του Ολύμπιον. Η διοργάνωση για τη διάσωση ιστορικών αρχείων περιλάμβανε μια προβολή, «Τα κορίτσια της βροχής», ένα ντοκιμαντέρ της Αλίντας Δημητρίου για τις αγωνίστριες της αντιδικτατορικής Αντίστασης. Ο κόσμος γέμισε την αίθουσα, άνθρωποι ώριμοι κυρίως, οι νέοι λιγότεροι. Κυκλοφορούσαν χαρούμενα πάνω κάτω χαιρετώντας και αγκαλιάζοντας παλιούς γνωστούς, συζητώντας για τα καθημερινά. Μετά η προβολή. Πενήντα γυναίκες άρχισαν να μιλάνε στο φακό με απλότητα, να διηγούνται στοχαστικά, κάποτε γελώντας και κάποτε κλαίγοντας, δίνοντας το μέτρο για την αξιοπρέπεια και το κουράγιο, την ευθύνη και το ήθος. Για την ελευθερία. Νέες κοπέλες τότε όλες τους, χλευάστηκαν, βασανίστηκαν, κράτησαν. «Μ’ έδεσαν σαν γαρδούμπα πάνω σ’ ένα τραπέζι με τα πόδια μου να προεξέχουν και μου έκαναν φάλαγγα…»
Μετά το τέλος της προβολής και τη συζήτηση ο κόσμος άρχισε να στριμώχνεται στην έξοδο. Κάποιοι φίλοι οδηγούσαν την κυρία Ασπασία Καρά. Στο δρόμο άλλος της έσφιγγε το χέρι, άλλος της χάιδευε την πλάτη, κάποιοι τη φιλούσαν, ένα εικόνισμα, ένα πρόσωπο απόλυτης αγιοσύνης. Μια κυρία την πλησίασε και της θύμισε γελώντας το ποίημα του Χριστιανόπουλου που τη βασάνιζε. «Την “αγκίδα”, την ξέρετε την “αγκίδα”; Μ’ αγκυλώνει “σα μια ανεπαίσθητη αγκίδα” τέτοιες ώρες....»
Έξω βροχή και νύχτα. Τα πεζοδρόμια αστράφτουν μέχρι κάτω τη θάλασσα που μαυρίζει χωρίς ένα σήμα.
---------------------------------------------------------------------------------------------------
* μήνας της σποράς - Ημερολόγιο της Γαλλικής Eπανάστασης.