Της Αρχοντούλας Διαβάτη
Αξημέρωτα έχουμε βγει με τα σκουπίδια από το σπίτι, απαρηγόρητοι που αφήσαμε το κρεβατάκι μας. Συνηθίζουμε σιγά σιγά – το τραύμα της γέννησης. Ξυπνητήρι –γυρνάς από το άλλο πλευρό, σηκώνεσαι μετά– τουαλέτα, χάπια, γάλα, άγχος. Ένα «άντε…» κρέμεται, δαμόκλεια σπάθα πάνω απ’ τα κεφάλια μας, ευτυχώς δεν το ξεστομίζουμε. Οχτώ παρά είκοσι είμαστε κιόλας μπροστά στα Δικαστήρια.
Συνειρμοί από άλλα αγχωμένα πρωινά –να τρέξω στην εκφώνηση της υπόθεσης, να πω «συζητείται»– ασκούμενη σε ένα επάγγελμα αδιάφορο και σκοτεινό, καθώς έπρεπε να περιπλανηθώ μέσα σε καφκικούς διαδρόμους μέχρι να βρω την αίθουσα του Ακροατηρίου και να « κρατήσω» την υπόθεση που δεν ήταν καν δική μου.
Δικές μου ήταν προϋποθέσεις με κλιμακωμένες απαιτήσεις από συναλλαγματικές ή άλλες μικροδιαφορές. Το συνεργείο όμως για το γύρισμα φωτίζει κιόλας με προβολείς το εσωτερικό στο ισόγειο. Χαιρετάμε και πάμε παράμερα με τους άλλους κομπάρσους, να ετοιμαστούμε. Κρύο φαρμάκι. Ο Αλέξαντρος παίρνει θέση έξω στο δρόμο και ανεβαίνει τα σκαλιά για την είσοδο. Ξανά και ξανά. Ο Αλέξαντρος ανεβαίνει και μπαίνει ασταμάτητα στο κτήριο. Εγώ με τον Αντώνη στα σκαλιά πρέπει να ‘χουμε μια συζήτηση αρχινημένη. Μιλάμε στ’ αλήθεια για τις παραστάσεις που είδαμε, τα θεατρικά σχήματα της πόλης που πολλαπλασιάζονται. Nά τη κι η Δωροθέα που καταφτάνει. Κρύο φαρμάκι. Με τις κουκούλες και τα κασκόλ ξανά και ξανά προσφέρουμε την εικόνα ανθρώπων που μιλάνε στη σκάλα του Δικαστηρίου.
Σάββατο σήμερα, κάποια αυτόφωρα το πολύ πολύ, ψυχή στους διαδρόμους, έρημο το κτήριο. Εμείς θα γίνουμε η ψυχή του. Στο εσωτερικό, στους ορόφους, βρισκόμαστε κάποτε έξω από Μονομελές κι εγώ σκέφτομαι τη Μαρία. Χρόνια ολόκληρα στα παλιά Δικαστήρια στην Εθνικής Αμύνης – απέναντι από τη Λέσχη Αξιωματικών, δικαστική γραφέας βήτα, στις ξύλινες σκάλες που τρίζανε και τα ποντίκια που ροκανίζανε αργά αργά τους φακέλους. Υπήρχε εκείνο το αιώνιο «τέλος» για την ανέγερση του νέου Δικαστικού Μεγάρου πιο πάνω από το άγαλμα του Βενιζέλου και τελικά χτίστηκαν στην Πολυτεχνείου, αισθητική στεγνών γκρίζων τετραγωνισμένων κουτιών που σε καλωσορίζουν βλοσυρά όταν μπαίνεις στην πόλη από τα δυτικά. Το πρόλαβε το νέο κτήριο η Μαρία καθώς ξεθεωνόταν κι εδώ στη δουλειά – πάντα λειτουργούσαν με λιγότερους υπαλλήλους απ’ όσο χρειαζόταν. Όταν ήταν στην έδρα έφερνε δουλειά και στο σπίτι κι εμείς με τον μπαμπά στο πλευρό της, να τη βγάλουμε ασπροπρόσωπη, να προλάβει σπιτικό και μωρό παιδί μέχρι που ήρθε η λευχαιμία και τα σκέπασε όλα. Τις δυσκολίες, τα βάσανα και τις χαρές της αδερφής μου.
Διάλειμμα. Ο σκηνοθέτης μας –η διπλωματική στη σχολή κινηματογράφου δεν είναι εύκολο πράγμα– μας θέλει τώρα ακροβολισμένους στο σκοτεινιασμένο διάδρομο απ’ όπου περνάει και ξαναπερνάει ο πρωταγωνιστής αρθρώνοντας τα τρομαγμένα λόγια του –ΠΑΜΕ!– μια, δυο, τρεις, τέσσερις λήψεις, –CUT– μαθαίνουμε νεράκι το ρόλο του όλοι ένα γύρω. Νέα παιδιά συντονισμένα σε ένα σχέδιο δικό τους, με ελευθερία και γνώση, κατάφαση για τη ζωή, δύναμη, ενέργεια και χαρά - ΚΑΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ, ΘΑ ΔΕΙΣ*.
Τα αυριανά γυρίσματα είναι στο Νοσοκομείο και τα επόμενα στο καρνάγιο. Πρέπει να ντυθούμε γερά γιατί είναι όλα εξωτερικά γυρίσματα. Σε ποιον έτυχε το φλουρί; E, ναι, στο σπίτι εγώ, αλλά στις βασιλόπιτες που θα ακολουθήσουν; Πίνουμε καφέδες στο διάλειμμα. Η Δωροθέα συγκεντρωμένη πλέκει καπελάκι του εγγονού της. Μια νέα κοπέλα σε προχωρημένη εγκυμοσύνη περιμένει τη σειρά της μαζί μας. Διαβάζω ΤΟ ΞΕΡΟΧΟΡΤΟ, το νέο βιβλίο του Σ. Δημητρίου. Μια… μελλοντολογική νουβέλα ενός αλλιώτικου Δημητρίου-Παπαλάνγκι που αναλύει την ιδανική του πολιτεία. Τέλος του διαλείμματος.
* Από τη συλλογή διηγημάτων Κάτι θα γίνει, θα δεις, του Χρήστου Οικονόμου.