
Της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Όταν ζούσα με τον θείο μου, αδελφό της μαμάς μου, στη Νέα Ορλεάνη της Λουιζιάνα, δεν είχα καταλάβει τίποτα. Τις εμπειρίες μου τις ερμήνευσα χρόνια αργότερα. Τότε δεν ήξερα την έννοια της εγκληματικότητας και ούτε αν υπήρχε σ’ εκείνη την πόλη όπου, πρώτον, μου άρεσε η Ποντσαρτρέιν λίμνη, στην οποία κολυμπούσα, και δεύτερον, το Φρεντς Κουόρτερ, το οποίο επισκεπτόμουν όσο συχνά μπορούσα – μάλλον κρυφά από τον θείο μου.
Ο θείος μου νόμιζε ότι ήταν υπεύθυνος για την ακεραιότητά μου και με συνόδευε παντού.
Σ’ εκείνον άρεσε ένας μακρόστενος κινηματογράφος, πλήρωνες ένα εισιτήριο για να μπεις και έβγαινες όποτε είχες ξυπνήσει, παρακολουθώντας τρεις ταινίες, τη μια μετά την άλλη, όλες καουμπόικες.
Ο θείος μου αγαπούσε τα άλογα, σκεφτόμουν.
Εμένα μου άρεσαν τα παλικάρια με τα δερμάτινα γιλέκα και τις ψηλές μπότες με σπιρούνια που τα καβαλίκευαν και οι ήχοι των όπλων που σκότωναν του Ινδιάνους (τους καημένους).
Είχε μεταναστεύσει, έφηβος ακόμα, κρυφά, χωρίς την άδεια του παππού μου, στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα, και είχε ζήσει το Μεγάλο Κραχ του 1929, που ποτέ δεν μου διηγήθηκε πώς το αντιμετώπισε.
Χρόνια αργότερα, περπατώντας τους δρόμους του Μανχάταν έβλεπα γεμάτα κόσμο τα πρακτορεία Ο Τ Β (out of truck betting – Τζόγος εκτός Ιπποδρόμου), αλλά δεν είχα κανένα ενδιαφέρον.
Πέρασαν δεκαετίες για να ανακαλύψω γιατί ο θείος αγαπούσε τα άλογα.
Αυτό αναφύηκε μέσα μου το καλοκαίρι του 2003 όταν διάβασα τη «βιογραφία» του Seabiscuit, του αναβάτη του, του ιδιοκτήτη του, των τζογαδάρων, στοιχηματάκι(η)δων και άλλων.
Μήπως ο θείος μου ήταν ένας από τα μεγάλα πλήθη των Αμερικανών που λάτρεψαν το Seabiscuit, τον καιρό της Οικονομικής Ύφεσης, όταν σαν διαφυγή κατέφευγαν στον Ιππόδρομο, οποιασδήποτε πόλης όπου θα έτρεχε, έστω και αν δεν έφτανε τόσο πλησίον ώστε να δει το άλογο από κοντά. Έπαιρνε, πάντως, μέρος στο θέαμα, έστω και με τη φαντασία του.
Αυτή η διακίνηση των θεατών υπήρξε ένα κοινωνικό φαινόμενο.
Δηλαδή, ο θείος μου ήταν κάποιος από τα πλήθη του Seabiscuit της Λόρα Χίλενμπραντ.
Όσα σκεφτόμουν γι’ αυτόν ήταν εικασίες.
Η πραγματικότητα ήταν ότι δεν είχα ιδέα όχι μόνο περί ιπποδρόμου, αλλά ούτε περί αλόγων.
Για τον ιππόδρομο ήξερα ότι ήταν αμαρτία. Το είχα ακούσει μικρή από μια γειτόνισσα που είχε πει, χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής της, για κάποια άλλη στη γειτονιά, που έμενε σ’ ένα σπίτι με μάντρα και μια μουριά:
Κρίμα την κοπέλα να παίζει ο άντρας της στον Ιππόδρομο. Είναι αμαρτία, αμαρτία.
Τα άλογα προσπαθούσα να τα δω μέσα από το πράσινο καφασωτό, όπως έκαναν και τα άλλα παιδιά, όταν κατηφορίζαμε τη Συγγρού, με τα πόδια, για να πάμε στο Ξηροτάγαρο να κολυμπήσουμε.
Τα έβλεπα, όμως, όταν περνούσα με τις αδελφές μου τα καλοκαίρια στο σπίτι του παππού μας, στο χωριό. Ήταν φιλικά, πάντα φορτωμένα με κοφίνια σύκα, σταφίδες ή χορτάρια.
Θύμωνα που δεν είχα ιδέα από άλογα.
Επισκέφθηκα ένα φίλο μου τον Ρίτσαρντ και τον παρακάλεσα να μου πει όσα ήξερε για τον ιππόδρομο. Κάθισε μπροστά στο κομπιούτερ και ύστερα από λίγα λεπτά μου έδωσε ένα πακέτο τυπωμένες σελίδες που απεικόνιζαν με λεπτομέρειες τον ιππόδρομο. Τις πήρα σπίτι μου και άρχισα να τις μελετώ. Διαπίστωνα την πλήρη μου άγνοια.
Ένα καλοκαίρι ξεναγούσα, ας πούμε, στο Ατλάντικ Σίτι, μια πόλη καζίνων, ένα φίλο μου, που είχε έρθει από την Αθήνα.
Σε μια αίθουσα κάθονταν σε ατομικά τραπεζάκια επισκέπτες μπροστά σε τηλεοπτικές οθόνες, ενώ αυτό που έβλεπαν εμφανιζόταν επίσης σε μια αρκετά μεγαλύτερη οθόνη για τους όρθιους ή τους περαστικούς.
Στάθηκα κι εγώ αρκετά λεπτά της ώρας και παρακολουθούσα, όχι μόνο τα άλογα να τρέχουν σε κάποιον Ιππόδρομο, αλλά τους θεατές οι οποίοι φώναζαν με ιαχές, παροτρύνοντας το άλογο που πάνω του είχαν ποντάρει να τρέξει ακόμα πιο γρήγορα, δυναμικά, για να νικήσει και να κερδίσουν το στοίχημα που είχαν βάλει.
Τα άλογα δεν άκουγαν τίποτα. Μόνο έτρεχαν.
Ζήτησα να δω τον μάνατζερ. Μου δίνεις μια εφημερίδα για τον ιππόδρομο, τον παρακάλεσα. Μου ζήτησε 5 δολάρια. Δεν του τα έδωσα.
Εφημερίδες έχουν και τα ΒΟΤ μου είπε, και μας ρώτησε από πού είμαστε.
Έλληνες είμαστε.
Αν δεν υπήρχαν οι Έλληνες τζογαδόροι και οι Κινέζοι, είπε, θα είχαμε κλείσει.
Αυτά τα θυμήθηκα όταν διάβασα για τα καζίνα, τα μηχανήματα με τους κερματοδέκτες ή τους χώρους στοιχημάτων που πρόκειται να αποκτήσουμε φανερά και ανοιχτά κι εμείς εδώ στην πατρίδα μας.