
Της Αρχοντούλας Διαβάτη
Η θεαματική εποχή, ήταν ο τίτλος της έκθεσης, και στο στρογγυλό τραπέζι με αφορμή τα ογδόντα χρόνια από τη γέννηση του Γκυ Ντεμπόρ στο Γαλλικό Ινστιτούτο αναλύθηκε και συζητήθηκε από ιστορικούς και ανθρωπολόγους μέσα από το πολιτικό και φιλοσοφικό αλλά και καλλιτεχνικό έργο του μεγάλου στοχαστή η μεταμόρφωση της ζωής σε θέαμα και η υπονόμευση της αλήθειας, Το έργο του επίκαιρο για την αφύπνιση και την καταγγελία του ύπνου της κοινωνίας.
Καθώς εξελισσόταν το πρόγραμμα της εκδήλωσης ένας νέος άνθρωπος ζήτησε να διαβάσει την παρέμβασή του όπου κατάγγειλε οργισμένος ακριβώς ότι εδώ αναπαράγεται απλώς το κυρίαρχο φαντασιακό και γίνεται προσπάθεια αφομοίωσης και μετατροπής του τιμώμενου σε θέαμα. Ο ίδιος που κατάγγειλε το θέαμα ως αντίθετο του διαλόγου, αρνήθηκε να μπει σε συζήτηση με την ομήγυρη. Το προδιαγεγραμμένο πρόγραμμα ωστόσο συνεχίστηκε και μας έμενε ο αναστοχασμός και η συσχέτιση με τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα και το θεαματικό χρέος – από πλασματικό χρήμα, όπως υπογράμμισε ένας ιστορικός. Να σηκώσουμε το θεαματικό παραπέτασμα που καλύπτει τις αληθινές σχέσεις του κόσμου τούτου, γιατί το θέαμα δεν είναι σύνολο εικόνων, αλλά μια κοινωνική σχέση ατόμων που διαμεσολαβείται από τις εικόνες.
Έχει κατακαθίσει το μετείκασμα από το χριστουγεννιάτικο θέαμα-παράσταση της φόνισσας του καλλιτεχνικού γυμνασίου. Στη Μενεμένη, η φόνισσα στις ράγες ήταν μια ελεύθερη διασκευή του παπαδιαμαντικού έργου από έναν εμπνευσμένο καθηγητή. Μικρά κορίτσια λειτούργησαν θαυμαστά μέσα σε ένα κείμενο δραματοποίησης του έργου -κι ο λόγος ατόφιος στο στόμα τους σε αποστηθισμένη καθαρεύουσα και ντοπιολαλιά απ’ την αρχή ως το τέλος, όπου η μικρή μαθήτρια στο ρόλο της βρεφονηπιοκόμου που ψήλωσε ο νους της τρέχει, βγαίνει από το σχολείο κι όλοι οι θεατές από πίσω σαν σε ξόδι τη συνοδεύουμε περπατώντας με μεγάλα βήματα ακολουθώντας την ώσπου να ’βρει το χώρο της, μεταξύ θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης, στις ράγες του τρένου, όπως μια παλιότερη λογοτεχνική αυτόχειρας χτες.
«Αύριο κληρώνει, Κρατικό λαχείο...». Ο λιγνός γέρος με την πλάτη στον τοίχο μπρος στο ΙΚΑ, φοράει ένα καπέλο με αυτιά κι έχει κρεμάσει πολλές δέσμες τα λαχεία του πάνω κάτω αντί για μπάλες στα κλαδιά ενός φανταχτερού πλαστικού δέντρου. Όλη η Αριστοτέλους από πάνω ως κάτω μικρά έλατα ζωγραφισμένο φως, και με φιόγκους από φως στα μαλλιά της νύχτας κάθε εκατό μέτρα η Εγνατία. Έντονος απροσδόκητος ήχος από ακορντεόν και το χαμόγελο του παιδιού, κάρτες Γιούνισεφ και ένα σωρό μη κυβερνητικές σ’ όλο τον πεζόδρομο στην Αριστοτέλους, ελληνικό χωριό SOS και Μέριμνα ζωής, στις ξύλινες καλύβες τους, από τον υπέροχο φωτισμένο τροχό, ψηλά πάνω από το άγαλμα του Βενιζέλου, μέχρι το νεοφερμένο καρουσέλ στην πλατεία κάτω, απέναντι απ τη θάλασσα. Καταμεσίς στη θάλασσα το χριστουγεννιάτικο δέντρο που δεν το άφησαν οι αέρηδες να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. «Σαλέπι ζεστό!» Κόκκινα μάγουλα και μπουφάν, γέλια, παρέες, οικογένειες και παιδιά που βγήκαν για περίπατο χριστουγεννιάτικο.
Μια τέτοια μέρα χρόνια πριν. Είχαμε βγει βόλτα στην Τσιμισκή, να κόψουμε και εισιτήρια και για το θέατρο, κοριτσοπαρέα. Στου Χατζώκου θα πηγαίναμε. H Λουίζα είχε προτείνει να περάσουμε απ’ το ταχυδρομείο να επικοινωνήσει με τον Τάσο στην Ιταλία. Έτσι κι έγινε. Του έστειλε τηλεγράφημα, «Σαγαπώ, μην μετακινηθείς, Λουίζα». Το σ’ αγαπώ μια λέξη, να πληρώσει λιγότερα. Ο νεαρός υπάλληλος πυρ και μανία. « Το σ’ αγαπώ είναι δύο λέξεις, δεσποινίς», υπογράμμισε. «Όχι», επέμενε εκείνη, «μία είναι». Ώσπου κι αυτός απηυδισμένος της εξηγήθηκε σοβαρά σοβαρά «Δεν μπορώ, κοπέλα μου να το λογαριάσω μια λέξη, γιατί το υπόλοιπο σ’ αγαπώ θα το πληρώσω από την τσέπη μου…».