
Της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Η μαμά μου ήταν λευκή και συμπονετική, με βαθιές ρίζες και από τους δυο γονείς της στη Μεσσηνία. Η γυναίκα που είχε ο παππούς στο σπίτι περίπου έναν αιώνα πριν, επίσης λευκή, ψηλή, λεπτή, φορούσε φούστες μέχρι τον αστράγαλο. Ακριβά, κεντημένα με μακριά μανίκια μεσάτα, ζακετάκια, κούμπωναν μέχρι το λαιμό και επιπλέον ήταν κόρη γιατρού, αλλά δεν ήταν μαμά της μαμάς μας.
Εμείς, πάντως, τη φωνάζαμε γιαγιά. Τη μαμά μου τη γνώρισα μετά που γεννήθηκα. Η ιστορία της ήταν όμορφη, όπως και η ίδια που ήταν πιο γλυκιά από όμορφη. Δεν τη διηγούνταν. Τη ζούσε στη συμπεριφορά της μέσα στο σπίτι, με το σεβασμό προς τον πατέρα της, την αγάπη της για τον μπαμπά μας, τις φροντίδες της για εμάς τις τρεις κόρες, τις σχέσεις της με όλους τους άλλους γενικότερα.
Όλα αυτά μου τα υπαγόρευε, χωρίς να υποπτεύεται ότι τα έγραφε στο μυαλό μου, ότι μέσα στο κεφάλι μου υπήρχαν λευκές σελίδες και πάνω τους τυπώνονταν, χωρίς να ακούγονται καν χτυπήματα γραφομηχανής, τα λόγια της.
Ο πρώτος ξάδελφός μου, ο Αγησίλαος, κτηνοτρόφος και κτηματίας, ήταν εκείνος που μου έμαθε ποιος ήταν ο Όμηρος, ο οποίος δεν ήταν μόνο ένας τεράστιος ποιητής, αλλά ένας διαδικτυωμένος πράκτορας πληροφοριών, όπως το Ρώυτερ, έλεγε. Ήξερε, όμως, πάρα πολύ καλά την γλώσσα και πώς να την γράφει. Ό,τι γινόταν στον Τρωικό Πόλεμο, έρχονταν πληροφοριοδότες και του τα διηγούνταν ή τα αναπαριστάνανε. Αυτός τα μάζευε λέξη-λέξη και στο τέλος, πριν πεθάνει, τα έγραψε όλα σε δυο ωραία βιβλία. Τα βάφτισαν επικά, τόσο σπουδαία που μιλούσε όλος ο κόσμος γι’ αυτά.
Δεν ήξερα αρχαία ελληνικά, ούτε άλλη γλώσσα από του Δημοτικού για να τα καταλαβαίνω όλα, όμως δεν του το ομολογούσα για να μην πάψει να μου λέει εκείνες τις ιστορίες. Ήταν τόσο ωραίες που δεν ήθελα να τις γράφω ούτε κρυφά. Είχα μάθει την αλφαβήτα για να μην κάνω ορθογραφικά λάθη και τις χαλάσω ή τις μουτζουρώσω με τα σβησίματα.
Χρόνια αργότερα έγραψα τις ιστορίες που μου διηγούνταν για τη γερμανική κατοχή, το αντάρτικο, τον Εμφύλιο, τις εκτελέσεις. Μερικές ιστορίες ήταν τόσο λυπητερές που τις ομόρφαινα με την αντρειοσύνη των Ελλήνων. Αγόρια και κορίτσια ήταν παλικάρια, με το παράστημα των ανταρτών, τις κοπέλες με τα τουφέκια στον ώμο, τα χιόνια στα βουνά και τα τιναγμένα στον αέρα γεφύρια για να μην περάσουν οι εχθροί με τα πράσινα αμπέχονα και τις μπότες.
Αργότερα δίπλα στον Αγησίλαο, στο καφενείο του χωριού, άκουσα πολλές φορές άλλους στη συντροφιά να λένε: η ζωή μου είναι ένα βιβλίο. Ή βρες μου κάποιον να του πω τη ζωή μου να την κάνει βιβλίο, να γίνουμε όλοι διάσημοι ακόμα και το χωριό.
Τότε ήταν που τα άφησα πίσω μου όλα και πήγα στη Νέα Ορλεάνη να βρω τον αδελφό της μαμάς μου. Δεν τον είχε δει από τα εννιά της χρόνια, όταν εκείνος δεκαέξι χρόνων έφυγε για την Αμερική κρυφά από τον παππού μου, με το καράβι από την Πάτρα.
Ο θείος μου ζούσε στην καρδιά του μαύρου και του άσπρου. Όπου και αν πηγαίναμε οι ταμπέλες απ’ έξω έπρεπε να γράφουν: Μόνο για λευκούς. Αν έγραφαν, «για έγχρωμους», ο θείος μου μ’ έπιανε από το χέρι και με τραβούσε μακριά. Στο λεωφορείο, αν κάποια από τα πίσω καθίσματα ήταν άδεια, επιτρεπόταν να καθίσει κάποιος έγχρωμος ─ το πιο ασφαλές ήταν να στέκονται όρθιοι. Στα εστιατόρια που πηγαίναμε για φαγητό, τους μαύρους τους έβλεπα ή όταν έμπαιναν για να πάνε κατευθείαν στην κουζίνα, όταν σφουγγάριζαν το πάτωμα, ή όταν έφευγαν. Διαισθανόμουν ότι ο θείος μου τους λυπόταν, αλλά δεν μπορούσε να κάνει το αντίθετο απ’ ότι έκανε το περιβάλλον του. Παρακολουθούσα το "The Help" και θυμόμουν τον θείο μου και τον μακρόστενο κινηματογράφο, μόνο για λευκούς, που πηγαίναμε και βλέπαμε δυο τρεις ταινίες, τη μια μετά την άλλη, όλες καουμπόικες. Ύστερα από χρόνια κατάλαβα για τον θείο μου πρώτον, ότι μάλλον αγαπούσε τα άλογα, δεύτερον, δεν προβάλλονταν ερωτικές σκηνές που τις ντρεπόταν, και επί πλέον είχε εμένα δίπλα του.
Όταν διάβασα το βιβλίο "Seabiscuit" της Laura Hillebrand, που έχω μαζί του μια ιδιαίτερη ιστορία, σκέφτηκα πως ο θείος μου μπορεί να στοιχημάτιζε στα άλογα. Όσο για τις «Όμορφες του Νότου», τις έγραψε ο Τένεσι Ουίλιαμς.
Στα φοιτητικά μου χρόνια έγραψα μια εργασία για τη Θέση της Γυναίκας στον Αμερικάνικο Εμφύλιο, και συμπεριέλαβα «Τις Θυγατέρες της Αμερικής», όλες ξανθιές και αγγλοσαξώνισσες, τα παιδιά τους τα μεγάλωναν μαύρες νταντάδες, όσο αυτές σκότωναν την ανία τους παίζοντας χαρτιά στη λέσχη τους.
Τώρα έχουν μπει στη μέση για βοήθεια οι δικηγόροι και όλοι ζητάνε λεφτά από τη συγγραφέα του "The Help", Κάθριν Στόκετ. Δεν άκουσα αν η ίδια φώναξε: Βοήθεια!
Η μαμά μου, ο Αγησίλαος, ο θείος μου, δε ζουν, οπότε είναι αδύνατον να βρω βοήθεια.
Ιωάννα Καρατζαφέρη