
Της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Υπήρξαν άνθρωποι, και ακόμα υπάρχουν, στη ζωή μου, από τους οποίους έμαθα και μαθαίνω πολλά ή περισσότερα, λίγα ή λιγότερα.
Από τη δασκάλα μου, στα πολύ παιδικά μου χρόνια, έμαθα ένα μικρό ποίημα που το αποστήθιζα με στόμφο. Θυμάμαι το στίχο: "Je l’aime passionnément, non pour lui même…" που είχε διάφορα σημαντικά αξιοθέατα και τον ποταμό Seine ─ αλλά και Σηκουάνα να τον πρόφερα, πάλι δεν ήξερα ποιος ήταν.
Το έλεγα δυνατά όταν με ανέβαζε η νηπιαγωγός πάνω στην έδρα, για να με βλέπουν τα παιδιά, καθώς απάγγειλα:
Άσε με να πάρω κάτι κι από σένα
Ούτε ήξερα ποια ήτανε τα ξένα ούτε ακριβώς σε ποιον απευθυνόμουν. Τον Σηκουάνα τον γνώρισα όταν φόρεσα ψηλές κάλτσες ─τέλειωσα το Γυμνάσιο με σοσόνια─ και τα ξένα, λίγα χρόνια αργότερα, χωρίς μέικ απ, που το έβλεπα πράσινο, μοβ, ροζ στα πρόσωπα των γυναικών και απορούσα.
Από τον Χάι Σάιμον γνώρισα τον Γούντι Άλεν το 1969, από την ταινία του "Take the money and run". Δε μου φάνηκε καθόλου συμπαθητικός, δηλαδή δε τον συνέκρινα με τον Τάιρον Πάουερ ή τον Γκάρι Κούπερ, αλλά δε μου άρεσε ούτε η όψη του ούτε η φωνή του ούτε τίποτα. Με τα χρόνια έμαθα για τα χαρίσματά του, διάβασα τις διθυραμβικές κριτικές, είδα στην τηλεόραση τα βραβεία του, μέτρησα τις γυναίκες του, κατακλύστηκα από τους θαυμαστές του στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή εκτός. Εκμυστηρευόμουν στον Σπάνια τη μη συμμετοχή μου στο θαυμασμό του απανταχού κοινού. Του έλεγα και άλλα, ήταν πριν το ψευδοδόγμα «politically correct».
«Ζηλεύεις;» με ρωτούσε.
«Καθόλου».
Ρώτησα και τους τάδε γιατρούς, φιλικά ονόματα, πόσο ελαττωματική με κάνει αυτό και μου απάντησαν: «Καθόλου». Γι’ αυτό το λέω.
Ύστερα λέγαμε άλλα. Ο πιο συνηθισμένος καυγάς μας ήταν γιατί δεν ταξίδευε έξω από τη Νέα Υόρκη, έστω να πάει μια φορά στο Παρίσι. Μου απαντούσε με την ιστορία του Ορέστη Λάσκου.
«Θα σου διαβάσω ένα ποίημά μου» με καθησύχαζε ο Νίκος.
«Από πού έκλεψες αυτούς τους στίχους;» τον ρωτούσα και τους επαναλάμβανα.
«Όλοι κλέβουν», μου απαντούσε. «Αρκεί να ξέρουν να το κρύψουν».
«Δηλαδή, πώς;»
«Υπάρχουν τρόποι. Αντικαθιστάς λέξεις, αλλάζεις τη σειρά των στίχων, προσθέτεις ή αφαιρείς κάτι, ε, και διαφοροποιείς κάπως την ατμόσφαιρα».
«Με ποιον τρόπο;»
«Βάζεις λίγο Αιγαίο ή μυθολογία».
«Θα μου κάνεις μια σούπα τώρα».
Μου έφτιαχνε τοματόσουπα και μου την πρόσφερε σε περίτεχνα διακοσμημένα πιατικά, μεγαλοπρεπώς, και με παριζιάνικες υποκλίσεις σερβιτόρων.
Έβλεπα το «Παρίσι» του Γούντι Άλεν και θυμόμουν τη σούπα.
Όποιος ξέρει έστω και λίγα για τον Χέμινγουέι ─ο Σπάνιας μου είχε κάνει δώρο μια βιογραφία του─, τη Ζίλντα, είχα η ίδια αγοράσει τη βιογραφία της, τον Φιτζέραλντ, «Πού θα πάμε απόψε», «Γκάτσμπι», «Το σαλόνι της Στάιν», «Νονά της Χαμένης Γενιάς», την Άλις με τις πολλαπλές ασχολίες, τον Πικάσο και τον Μοντιλιάνι, τις γυναίκες στο Παρίσι με τις τουαλέτες, που κάπνιζαν με μακριές πίπες. Έχει δει τον Τζιν Κέλι στο «Χορεύοντας στη Βροχή», και έστω σε φωτογραφία, το βιβλιοπωλείο Shakespeare & Co, το Λούβρο απ’ έξω, τα δρομάκια, τους βρεγμένους , α-φιλικούς και αγέλαστους Παριζιάνους και άλλα πριν την παγκοσμιοποίηση. Μπορεί να παίρνει μια γεύση από κάποια σούπα.
Εξάλλου, για όλους αυτούς και άλλους, προϋπήρξε το φιλμ "Mrs Parker and The Vicious Circle". Πρόκειται για την τρομερή Dorothy Parker, οι οποίοι συγκεντρώνονταν γύρω από τη Στρογγυλή Τράπεζα στο Ξενοδοχείο Algonquin, στο κέντρο του Μανχάταν, όπου δημιούργησαν την Jazz Age ─ νονός του όρου ο Φιτζέραλντ.
Όταν κλέβεις πεθαμένους ή τους παραποιείς και τους φέρνεις στα μέτρα σου, ισχυριζόμενος γνησιότητα και πρωτοτυπία, αυτό πώς λέγεται; Και ο Σπάνιας δεν ζει για να τον ρωτήσω.
Ε καλά, μη βαράτε.
Έχω κι εγώ τις αδυναμίες μου.