
Της Αρχοντούλας Διαβάτη
Καναδυό χρόνια πριν, πρώτη χρονιά της σύνταξης ως καθηγήτριας στη δευτεροβάθμια για τριάντα χρόνια, γράφτηκα στη Λέσχη ανάγνωσης της ΠΥΞΙΔΑΣ, Πατριαάρχου Ιωακείμ, πολύ κομψό βιβλιοπωλείο. Είχανε γνώση, αγάπη κι ενδιαφέρον για το βιβλίο οι κυρίες εκείνες και ως ασχολία έμοιαζε πολύ παρηγορητική για μια ήρεμη αποστασιοποίηση από τον κόσμο του σχολείου. Ήταν η στρατηγική της ομοιοπαθητική μήπως;
Πάντως χωρίστηκε η όλη δραστηριότητα σε θεματικές .«Λογοτεχνία και τρέλλα», « βιβλία για το φύλο», «κλασικοί», «Βιβλία που μιλούν για βιβλία» ή «βιβλία για την ανάγνωση και τη γραφή»,και κάθε ενδιαφερόμενος πήρε το δρόμο του. Πήγαινα σ’ όλες τις συναντήσεις στην αρχή με έναν ρυθμό ιλιγγιώδη.Η χρονιά άρχισε να κυλάει μέσα σε τακτοποιημένους συρμούς ομοιόμορφα αλλά με ποικιλία, οργανωμένα αλλά με ανατροπές, ξαφνιάσματα, φιλίες και συγκρούσεις.
« ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΜΟΥ ΓΙΑ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ», Άλαν Μπένετ, « Η ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ», Carlos Ruiz Zafon, «ΑΝ ΜΙΑ ΝΥΧΓΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΝΑΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ» Ι. Καλβίνο, αλλά και « ΜΑΥΡΑ ΛΟΥΣΤΡΙΝΙΑ» της Μάρω Δούκα και «Ο ΧΡΟΝΟΣ ΠΑΛΙ»,τα ης Σώτης Τριανταφύλλου. Μέχρι την άνοιξη είχαμε φτάσει στις «ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΜΜΟΝΕΣ» -συρραφή ελληνικών γυναικείων συγγραφικών εμμονών της εθνικής των συγγραφέων μας- και τελειώσαμε πανηγυρικά με το πιο συναρπαστικό «ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ», της Ελφρίντε Γέλινεκ, συμφωνώντας χωρίς πολλή όρεξη όλο το καλοκαίρι να εντρυφήσουμε σε ένα αφιέρωμα στη Βιρτζίνια Γουλφ. Μας είχαν τελειώσει και οι σχετικοί τίτλοι και με καλό σύμβουλο τη θερινή ραστώνη, δεν εμφανιστήκαμε το φθινόπωρο ξανά στο στέκι μας οι περισσότεροι .Σκασιαρχείο διαρκείας, για μένα τουλάχιστον. Ακολούθησαν άλλα διαβάσματα και τελευταία «ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΠΕΤΑΜΑ», του Ντεζαλμάν και «ΣΤΟ ΚΑΛΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», της Λοράνς Κοσέ, χαρισμένο από μια φίλη, με το εξώφυλλο μάλιστα της ΠΥΞΙΔΑΣ! Διαβάζοντάς το έκαμνα συνειρμούς για τα δικά μας βιβλιοπωλεία. Το Ραγιά, το Βιβλιορυθμό, το Κεντρί, το Κέντρο του βιβλίου, ή τον Κυριακίδη, τον Ιανό, τον Κωνσταντινίδη, τον Ελευθερουδάκη, το Public, κεντρικά βιβλιοπωλεία όλα τους που λίγα -πόσα άραγε- απ’ αυτά δίνουν την εικόνα μιας ζεστής επικοινωνίας με κοινό παρονομαστή μάλιστα το ανήσυχο ρίγος για το καλό βιβλίο, ανεξαρτήτως ημερομηνίας έκδοσης, μυθιστόρημα, συλλογή διηγημάτων ή δοκίμιο.
Οιονεί σουπερμάρκετ μερικά που κινούνται με μπόνους κάποτε, με ούτε κατ’ ιδέα την ουτοπική πρόθεση κανενός τους ούτε βέβαια άλλου από κανένα συνοικιακό βιβλιοχαρτοπωλείο να στραφεί στην πώληση του καλού μυθιστορήματος και μόνο. Έτσι δεν υπήρξε βέβαια και η σχετική άσκηση εγκληματικής βίας από το φθόνο τυχόν παραμελημένων συγγραφέων όπως θεματοποιήθηκε άλλωστε «στο καλό μυθιστόρημα» του παρισινού βιλιοπωλείου στο Οντεόν. Όλα ομαλά βαίνουν εδώ, μέχρι την πολτοποίηση των λιγότερο τυχερών από τους συγγραφείς, αλλά και πάλι το διάβασμα του βιβλίου της Λ. Κοσέ ανοίγει την όρεξη να ξαναδιατυπωθεί ο κανόνας - ποια είναι τα καλά βιβλία στην Ελλάδα και στον κόσμο, πόσα προλαβαίνουμε να διαβάσουμε, δρομολογώντας από στόμα σε στόμα την όλη στρατηγική, όπως παλιά…