
Της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Αναρωτιέμαι για όλα. Τόσο αργά στη ζωή μου. ΄Η μπορεί να αναρωτιόμουν πάντα. Κάθομαι στον καναπέ, δίπλα στο πλατύ παράθυρο, απ’ όπου βλέπω ένα μεγάλο μέρος του ουρανού του Μανχάταν και νιώθω μια νοσταλγία, παράγωγο του νόστου, γι’ αυτό που σε λίγες ημέρες θα αφήσω πίσω μου, αμέσως μόλις το αεροπλάνο περάσει πάνω από τον Ατλαντικό.
Μα, τι είχαν πάθει, τέλος πάντων, αυτοί οι Έλληνες, με πρώτους τους ποιητές, και είχαν βρει για το καθετί μια λέξη.
Παράδειγμα ο νόστος, η επιθυμία για την επιστροφή στον οικείο χώρο, στην πατρίδα, στο σπίτι σου.
Οι σχετικοί ερευνητές λένε ότι η πρώτη αναφορά της γίνεται στην Οδύσσεια, όταν στο νησί Ωγυγία, όπου έμεινε επτά χρόνια ο γνωστός μας πολυμήχανος, κάνοντας παρέα στην Καλυψώ, νοσταλγούσε το νησί του.
Για μένα, η Ωγυγία είναι το Μανχάταν, νησί μεν συγκριτικά δε πολύ μεγαλύτερο, όπου δεν έτυχε μέχρι τώρα να συναντήσω καμιά Καλυψώ. Έχω δει φωτογραφίες της σε εγκυκλοπαίδειες,, δεν της έμοιαζε καμιά.
Ίσως να έφταιγε η ενδυμασία ή η κόμμωση. Νομίζω και κάτι περιδέραια γύρω από τον κύκνειο λαιμό της.
Έχω ακούσει, όμως, μουσική Καλύψω.
Και η δεύτερη στο νησί των Φαιάκων, όπου χαιρόταν τα παλατιανά, όποια και αν ήταν.
Δεν θα έμενα ποτέ σ’ ένα παλάτι, όχι μόνο από ιδεολογία σχετική με βασιλείς και διαδόχους, αλλά είμαι φυτοφάγος, και εκεί έσφαζαν, έψηναν και έτρωγαν.
Εξάλλου, πίνω μόνο νερό.
Αυτό που με απασχολεί είναι, πού βρίσκεται το σπίτι μου;
Έτυχε, αρκετές φορές, να πω ότι κι εδώ, δηλαδή οπουδήποτε, θα μπορούσα να ζήσω.
Όταν βρίσκομαι κάπου, με τη θέλησή μου, δε νοσταλγώ έναν άλλο τόπο.
Ούτε τις φακές, ούτε τις μελιτζάνες, ούτε τα ελαφρολαϊκά τραγούδια ή τις γλάστρες στη σειρά των επαναληπτικών διασκεδαστικών προγραμμάτων.
Σκληρή, λέει η μια αδελφή, σκληρότατη, συμπληρώνει η άλλη, για μένα.
Τίποτε απ’ όλα αυτά.
Είχα διάφορες λόξες.
Τηλεφωνούσα, από διάφορα μέρη της Καππαδοκίας, της Μαύρης Θάλασσας, τον Εύξεινο Πόντο, την Ίμβρο, όπου είχαν ζήσει Έλληνες, στη μαμά μου.
Βρήκα ένα σπίτι με μαρμάρινες κολώνες και σκαλισμένο το όνομα, το επίθετο του άλλοτε ιδιοκτήτη, ακόμα και τη χρονολογία που χτίστηκε, και πουλιέται. Θέλω να το αγοράσω.
Η μαμά μου τρόμαζε. Μια άλλη ξενιτιά. Όχι ακριβώς ξενιτιά, αλλά απουσία από κοντά της, τον τόπο μου.
Ήμουν μια υπάκουη θυγατέρα. Απέμεινα χωρίς ιδιοκτησίες.
Η απορία μου δεν βρίσκεται στον Οδυσσέα, τον ευρηματικό και τον πολυμήχανο, ενώ στην πραγματικότητα αυτές οι ιδιότητες ανήκουν στον Όμηρο.
Καλά, πώς άντεξε εκείνη η Πηνελόπη, ολόκληρη βασίλισσα χωρίς οικονομικά προβλήματα, να μην έχει κουνηθεί από το νησί Ιθάκη, αγαπημένο ποίημα του Καβάφη, που πολλοί το μάθαμε απ’ έξω, έστω και αν ποτέ δεν βγήκαμε από το νησί μας ή το χωριό μας.
Ίσως εξαιτίας της θάλασσας που την χώριζε από τον άλλον κόσμο.
Προστρέχω στα ράφια με τα βιβλία και τραβάω την Πηνελοπιάδα της Μάργκαρετ Άτγουντ να βρω μια κατάλληλη απάντηση.
Πρόκειται για ένα θεατρικό μονόλογο, με εκμυστηρευτική διάθεση, πλούσιο λεξιλόγιο και υπέροχες εικόνες της ζωής στο παλάτι του πατρός και του υιού και του κυνός.
Ο Οδυσσέας δεν ήταν καν όμορφος, ούτε ως νέος. Δεν είχε ούτε όμορφο σώμα ή πόδια, μας πληροφορεί, σχεδόν ως αυτόπτης μάρτυρας.
Οι υποψήφιοι γαμπροί, που συνωστίζονταν στο παλάτι και έτρωγαν μέχρι και το τελευταίο κοκαλάκι από τα σφάγια ήταν όμορφοι, αθλητικοί και ερωτικοί, άσχετα αν η Πηνελόπη ή κανένας άλλος δεν περιέγραψε καμιά ερωτική σκηνή.
Λένε πως υπάρχουν πολλά πράγματα που ο άνθρωπος τα κουβαλάει μαζί του, αλλά δεν φαίνονται.
Τάχα πως φωλιάζουν βαθιά μέσα μας και με κάποιο μηχανισμό απωθούνται ή βγαίνουν στην επιφάνεια απροσκάλεστα ή από κάποιες αιτίες που ίσως δεν ελέγχουμε ούτε εμείς οι ίδιοι.
Σκέφτομαι καμιά φορά να με ανοίξω μ’ ένα μαχαίρι να δω τι υπάρχει μέσα μου, αλλά δεν θέλω να βάψω με αίματα τα σεντόνια.