
Περπάτησαν πάνω κάτω στο μεγάλο δρόμο τίγκα στα υπαίθρια μαγαζάκια,τις ταβέρνες, τις καφετέριες και τα μπαράκια. Μικροδώρα και ενθύμια, παγωτά, πετσέτες θαλάσσης -μεγάλοι αστερίες σε πορτοκαλί φόντο- γύρος και κρέπες, ασημικά, φορέματα και πέδιλα και ακολουθώντας μιαν επιγραφή, έστριψαν και βρέθηκαν μπρός στο σπίτι του Παπαδιαμάντη. Μια πλατειούλα κι ένα δέντρο καταμεσίς κι ένα τσιμεντένιο πεζούλι μικρό τριγύρω, γεμάτο κίτρινα νυχτολούλουδα.
Της Αρχοντούλας Διαβάτη
Εκεί κάθισαν στη σειρά όλοι οι φίλοι ώριμοι άντρες και γυναίκες, ζευγάρια, κοιτάζοντας κλειστό απέναντι το σπίτι με την ξύλινη σκάλα, την αφίσα και την επιγραφή. Κάτι γκρίζες γάτες ανεβοκατέβαιναν χωρίς να βιάζονται. Τελευταία μέρα του Αυγούστου είχαν έρθει στη Σκιάθο φέτος να περάσουν μαζί το τέλος του καλοκαιριού κι έπιασαν να αναφέρουν ποιο διήγημά του προτιμούσανε και γιατί τον θεωρούσανε ποιητή μοναδικό. Τερπνά διηγήματα όλο μουσική και μυρωδιές της φύσης σε μια γλώσσα που πρωταγωνιστεί και οικειώνει και παρηγορεί. Φυλλομετρούσαν τη μνήμη τους, ώσπου κάποιος θυμήθηκε ότι όχι μόνο ποίηση αλλά και κοινωνιολογία και κοινωνική κριτική υπάρχει μες στα διηγήματα. Για παράδειγμα στο αθηναϊκό διήγημα ΧΩΡΙΣ ΣΤΕΦΑΝΙ του 1896, υπάρχει η πρόταση του πολιτικού γάμου, ως λύση για κάποιες δύσκολες περιστάσεις.
Θυμήθηκα το διήγημα. Το είχα στην τσάντα μου για μέρες, υπογραμμισμένο με τις παρατηρήσεις μου εδώ κι εκεί, μια δική μου ανάγνωση, που μου έφερνε συνειρμούς και πελαγοδρομούσα σε βιώματα δικά μου και το παράτησα.
Η Χριστίνα η δασκάλα, «κρατούσα την ανωφελή και αλειτούργητην λαμπάδα» της, μια αλειτούργητη κι ανωφελής λαμπάδα και η ίδια, ματαιωμένη, περιθωριοποιημένη, αποξενωμένη, δεν πάταγε στην εκκλησία ούτε μεγαλολοβδομαδιάτικα παρά μόνο το απόγευμα της Λαμπρής, στη Δευτερανάσταση .«Διότι η κυράδες την εκύτταζαν, η δούλαις την έβλεπαν απλώς», κι αυτή μόνο και μόνο επειδή συζούσε με έναν άντρα χωρίς στεφάνι, μόλο που ήταν νοικοκυρά και γεμάτη αγάπη για τα παιδιά –κι είχε μεγαλώσει αρκετά νόθα παιδιά του συντρόφου της– χωρίς να αποκτήσει δικά της, ζούσε αποξενωμένη, πικραμένη σε μια αθηναϊκή γειτονιά, με υπομονή, με εγκαρτέρηση και μητρική στοργή, «και τας καλάς ημέρας δεν είχε τόλμης πρόσωπον να υπάγη κι αυτή εις την εκκλησίαν.»
Αλλά όταν πηγαίνει παρατηρεί τις δούλες και τις παραμάνες και τα παιδιά που συνόδευαν αυτές στην εκκλησία και «τα κοράσια που εζήτουν να καύσουν όπισθεν τα μαλλιά του του προ αυτών ισταμένου παιδίου». («Πρόσεχε, καλέ, καίς την κυρία!», με είχε συνετίσει κάποτε και μένα σε παρόμοια περίπτωση κάποιος κάποτε. «Μαμά μου είναι», τον είχα διορθώσει εγώ, που καθόλου δεν είχε το νόημα ότι δικαιούμαι να την καίω, απλώς ήταν η αμηχανία μου που την έλεγαν «κυρία», ήταν απλώς η μαμά μου).
Παρατηρεί και τα βρέφη της αγκαλιάς και τις φωνές τους καθώς «εψέλλιζαν ακαταλήπτους ουρανίους φθόγγους», ενώ ο Γιαμπής ο επίτροπος «εις όλας τας ακολουθίας των Παθών πολλάκις είχε περιέλθει τας πυκνάς των γυναικών τάξεις δια να επιπλήξη πτωχήν τινά μητέρα του λαού διότι είχε κλαυθμηρίσει τα τεκνίον της. Τότε η Χριστίνα η δασκάλα εσκέφθη ακουσίως της -και το εσκέφθη όχι ως δασκάλα, αλλ’ ως αμαθής και ανόητος γυνή οπού ήτον- ότι, καθώς αυτή ενόμιζε, κανείς, ας είνε και επίτροπος ναού, δεν έχει δικαίωμα να επιπλήξη πτωχήν νεαράν μητέρα δια τους κλαυθμηρισμούς του βρέφους της… Έως πότε όλη η αυστηρότης των αρμοδίων θα ξεθυμαίνη μόνον εις βάρος των πτωχών και των ταπεινών;».
Η Χριστίνα έχει εσωτερικεύσει και η ίδια παρόλη τη μόρφωση και την ανατροφή της τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις ως γυναίκα του καιρού της για τις γυναίκες του καιρού της και τα όριά τους και παρόλ’ αυτά φτάνει βέβαια να εναντιωθεί σε μια μοίρα όπου στις γυναίκες «δεν έπεφτε λόγος».
Η μάνα μου, νεαρή αγράμματη γυναίκα του λαού, είχε γυρίσει θυμάμαι κατακόκκινη και καταντροπιασμένη από την εκκλησία -δεν πηγαίναμε και συχνά-, όπου είχε πάει να της βγάλουν ένα πιστοποιητικό απορίας που χρειαζόταν για το σχολείο μου, στο δημοτικό. Ένας επίτροπος την είχε προσβάλει και της αρνήθηκε βέβαια.