
Της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Τα δικαστήρια είναι για τους ανθρώπους, οι δικαστές για να απονέμουν, όσο μπορούν, δικαιοσύνη, οι δικηγόροι, επί του παρόντος και του παρελθόντος, είναι για να καταθέτουν μηνύσεις.
Τους δικαστές τους σκέφτομαι διαφορετικά:
Πρώτον, ο μπαμπάς μου, ως μελετητής των Γραφών, έλεγε το γράμμα θανατώνει, το πνεύμα ζωοποιεί. Πού να ψάξω τώρα σ’ ένα τόσο χοντρό βιβλίο σαν την Βίβλο, να βρω το σχετικό εδάφιο, και:
Δεύτερον, η μαμά μου είχε έναν πρώτο ξάδελφο δικαστή και θυμάμαι, θα πήγαινα στην πρώτη τάξη του Δημοτικού, που σε μια επίσκεψή του σπίτι μας, όταν έφευγε έβρεχε. Η μαμά μου προσφέρθηκε να του δώσει ομπρέλα. Εκείνος είπε: Όχι, Λέλα, ζω σύμφωνα με τον δικαστικό κώδικα.
Όταν αποχαιρετώ τους φίλους, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, με κοιτάζουν με ένα ύφος που εκφράζει μια λύπη για το καλοκαίρι που πέρασε, και λένε: έχασες τα μπάνια, όχι του λαού, τα δικά σου.
Ναι, αλλά φεύγω τώρα για να γλιτώσω τα χέρια μου, τα πόδια μου, τους γοφούς μου, τους ώμους μου.
Πώς το ξέρεις;
Μα, σας το λέω κάθε χρόνο. Δεν θέλω να βρίσκομαι στη Νέα Υόρκη τον χειμώνα για να μη γλιστρήσω στα χιόνια, πέσω και σπάσω τα κόκαλά μου.
Αν σου συμβεί, θα εξασφαλιστείς για το υπόλοιπο της ζωής σου.
Τα ξέρω αυτά.
Δηλαδή ποια ξέρω. Σε παρόμοιες περιπτώσεις, αν γλιστρήσεις σε πεζοδρόμιο, πας στο δικηγόρο, εκείνος καταθέτει μια μήνυση στον Δήμο, ζητάει όσες εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια νομίζει ότι θα εισπράξει το θύμα, αυτός θα πάρει το ποσοστό του και ο παθών τα υπόλοιπα. Αν συμβεί σε κλειστό χώρο, η ίδια διαδικασία κατά του ιδιοκτήτη.
Σε περίπτωση θανάτου σε νοσοκομείο, αμέσως εμφανίζεται ο δικηγόρος στην οικογένεια, και τους διαβεβαιώνει πως ο νεκρός πέθανε άδικα. Άσχετα αν αυτός ήταν εκατό χρόνων με καρδιακά, αναπνευστικά και εγκεφαλικά ή άλλα επεισόδια.
Όταν η πρόταση γίνεται από νομικό πρόσωπο, οι επιζήσαντες σκέφτονται ότι κάτι θα ξέρει εκείνος.
Μεγάλη βιομηχανία.
Μερικές φορές αναρωτιέμαι ποιος ειδοποιεί τους δικηγόρους. Τα νοσοκομεία ή τα γραφεία τελετών; Κάνω και άλλες τέτοιες νοσηρές σκέψεις.
Καλά, δεν είναι ανάγκη να σκέφτομαι όλα αυτά τα άχρηστα.
Όμως με την εμφάνιση του Κάπτεν Αμέρικα, βγήκαν ή μπήκαν στη μέση οι δικηγόροι.
Όχι, θα έμεναν απέξω.
Τόσα εκατομμύρια από τις εισπράξεις των εισιτηρίων μιας ταινίας, βασισμένης σ’ ένα βιβλίο, ή έστω σε φυλλάδια, θα τα άφηναν στη μητρική Ντίσνευ Λαντ ή στη θυγατρική εταιρία παραγωγής, Μάρβελ Εντερτέϊνμεντ ή στον σκηνοθέτη ή τον Κάπτεν Αμέρικα και τους κατασκευαστές του, ή σ’ εκείνη τη χαζή που το έπαιζε αξιωματικίνα με γερή γροθιά, και αγαπούσε τάχα ντροπαλά, και εκτός καθήκοντος, τον υπερφυσικό Αμέρικα, κι εκείνος ο υπερπαίδαρος, μεγάλων φυσικών διαστάσεων εσωτερικά άδειος και στο κεφάλι του ένα κουκούτσι μυαλό, αν και στρέιτ, δεν είχε καιρό για αγάπες, προηγούνταν οι υπερφυσικές καταστροφικές του δυνάμεις, άσχετα αν επρόκειτο να νικήσει το ναζισμό.
Η δικαστίνα που προσέφυγαν οι κληρονόμοι με επικεφαλής τον δικηγόρο τους απεφάνθη ότι δεν υπάρχουν δικαιώματα γι’ αυτούς. Το κόπιράιτ του 1909 δεν ισχύει. Εξάλλου, δεν επρόκειτο για βιβλίο.
Μα πώς, όχι. Δεν ήταν τυπωμένες σελίδες, δεμένες σε μορφή βιβλίου, που διαβαζόταν σαν βιβλίο και τέτοια.
Όχι, ακριβώς. Επρόκειτο για χαρακτήρες. Γι’ αυτό εξαιτίας του Κάπτεν Αμέρικα κυκλοφόρησαν και άλλα παρόμοια βιβλία με παρεμφερείς χαρακτήρες, όπως: Ο Καταπληκτικός Άνθρωπος Αράχνη, Οι Εκδικητές, Ο Λοχίας Μανίας και οι Κομάντος του, και άλλα.
Η απόφαση με έβαλε σε σκέψεις: Και οι δικοί μου κληρονόμοι τι θα κάνουν;
Πρέπει να τους προλάβω να μην εμπλακούν σε δικαστικούς αγώνες.
Να ρωτήσω μέχρι πότε ισχύει το κοπιράιτ μου και να πέσω να πεθάνω πριν.