Για την ανθολογία διηγημάτων της Lucia Berlin «Οδηγίες για οικιακές βοηθούς» (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Στερέωμα).
Του Διονύση Μαρίνου
Βλέμμα θερμό σαν κύμα, κόμμωση επιμελώς ατημέλητη, πρόσωπο που εκπέμπει κυριαρχικό αισθησιασμό. Τριγύρω της υπάρχει ένας αντίλαλος ομορφιάς που μοιάζει με την εκπάγλου καλλονής ηθοποιό Ζακλίν Μπισέ. Ποια είναι, τελικά, ο Λουσία Μπερλίν που έφτασε να γίνει θέμα ακόμη και στο περιώνυμο Vanity Fair; Επιπροσθέτως, τι σχέση μπορεί να έχει η γυναίκα που φωτογραφήθηκε το 1963 στην Αλμπουκέρκη, και φέρει όλα τα σημάδια της χαρωπής κυριότητας του εαυτού της, με τη βασανισμένη ψυχή που αναδύεται εύγλωττα από τα διηγήματά της;
Έστω κι αργά, οι Αμερικανοί ανακάλυψαν ένα ατόφιο ταλέντο που βρισκόταν πάντα κρυμμένο στις παρυφές της λογοτεχνικής σκηνής. Ένα μυστικό που έψαχνε τρόπο να βγει στο φως.
Χρειάστηκε να περάσει μια ολόκληρη δεκαετία από τον αδόκητο και δύσκολο θάνατό της, το 2004, για να ενταχθούν τα βιβλία της (όλα, συλλογές διηγημάτων) στη λίστα των ευπώλητων. Έστω κι αργά, οι Αμερικανοί ανακάλυψαν ένα ατόφιο ταλέντο που βρισκόταν πάντα κρυμμένο στις παρυφές της λογοτεχνικής σκηνής. Ένα μυστικό που έψαχνε τρόπο να βγει στο φως.
Γεννημένη στην Αλάσκα, η Μπερλίν χρειάστηκε να μετακομίσει πολλές φορές λόγω της δουλειάς του πατέρα της (σ.σ.: εργαζόταν σε ορυχεία). Αίφνης, ως παιδί γνώρισε το Αϊντάχο, την Μοντάνα και την Αριζόνα, κάτω απ’ όχι και τόσο εύκολες συνθήκες. Αυτή, όμως, που διαμόρφωσε την εφηβεία της ήταν η Χιλή, μια ακόμη αναγκαστική μετανάστευση. Ο πλάνητας βίος δεν έλειψε ποτέ από την Μπερλίν. Ως ενήλικας έζησε στο Μεξικό, στο Νέο Μεξικό, στη Βόρεια και Νότια Καρολίνα και το Κολοράντο. Πάντα με μια βαλίτσα στο χέρι, πάντα στο δρόμο για μια καινούργια περιπέτεια.
Όντως, η ζωή της ήταν αρκούντως περιπετειώδης και τραχιά: πουθενά δεν στέριωνε, πουθενά δεν μπορούσε να χωρέσει. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα παντρεύτηκε τρεις φορές, έκανε τέσσερα παιδιά, βίωσε τον πόνο στον άκρατο βαθμό λόγω του προβλήματος που είχε με τη σκολίωσή της, άλλαζε τη μια δουλειά μετά την άλλη, ενώ ο μόνιμος σταθερός «σύντροφός» της ήταν ένα μπουκάλι Jim Beam.
Η Lucia Berlin με τους γιους της, στο Acapulco, το 1961. Φωτογραφία: Pan Macmillan |
Χρειάστηκε να μεγαλώσει μόνη της τα παιδιά της, την ίδια στιγμή που είχε άμεση ανάγκη από ένα ποτήρι ουίσκι (κι άλλο ένα, κι άλλο ένα…), κρύβοντας τα μπουκάλια στον κάδο του πλυντηρίου. Τα οικονομικά της προβλήματα, το αίσθημα της ματαιότητας και η έντονη συναισθηματική της τάση δεν θα μπορούσαν παρά να διαμορφώσουν το ύφος της γραφής της. Οι ιστορίες της Μπερλίν φέρουν τα ακατέργαστα ψήγματα μιας σκληρής πραγματικότητας που όμως στα χέρια της αποκτούν μια ιδιαίτερη υφή – απόλυτα ανθρώπινη.
Παραδουλεύτρες, νοσοκόμες, εργάτριες, άνθρωποι της βιοπάλης ή της καθόλου δουλειάς, μόνιμα σε κατάσταση ερωτικού ξαφνιάσματος, οι ήρωες της Μπερλίν, κυρίως γυναίκες, φέρουν μια ομορφιά θαμμένη μέσα σε στοιβάδες ασχήμιας.
Η Μπερλίν γράφει από το ύψος των ηρώων της. Θα έλεγε κανείς πως έχει και το μέγεθος αυτού που βλέπει, όπως διατεινόταν κι ο Πεσσόα για τον εαυτό του. Τούτο σημαίνει πως έγραφε για πράγματα που είχε ζήσει και είχε βιώσει άμεσα. Η μυθοπλασία ερχόταν εκ των υστέρων να λειάνει τις οξείες γωνίες της καθημερινότητας, να δώσει στα γεγονότα μια ξεχωριστή μορφή. Η ανάπλαση δεν είναι φωτογραφική, η αποτύπωση δεν περιορίζεται στο προφανές. Παραδουλεύτρες, νοσοκόμες, εργάτριες, άνθρωποι της βιοπάλης ή της καθόλου δουλειάς, μόνιμα σε κατάσταση ερωτικού ξαφνιάσματος, οι ήρωες της Μπερλίν, κυρίως γυναίκες, φέρουν μια ομορφιά θαμμένη μέσα σε στοιβάδες ασχήμιας. Ακόμη και οι θελκτικοί άντρες, ρωμαλέοι και επιθυμητοί, δεν κρύβουν την ευθραυστότητά τους.
Για την Μπερλίν η ομορφιά είναι ένα ζητούμενο, ένα θαλπερό ξάφνιασμα. Όπως ακριβώς συμβαίνει στις ιστορίες της που κλείνουν πάντα με ένα αναπάντεχο τρόπο, με ένα «γύρισμα» που δεν το περιμένεις, με μιαν εικόνα διάστικτη από συναίσθημα, αντιθέσεις και ατμόσφαιρα. Υπάρχει έντονος βαθμός ενσυναίσθησης στο πώς αναπλάθει τους ήρωές της. Όσα προβλήματα ή συναισθηματικές συγχύσεις τους προσθέτει, τόσο τους αφήνουν να δρουν αυτοβούλως.
Παρά τις πρόδηλες ομοιότητές τους, η Μπερλίν δεν γράφει όπως ο Κάρβερ. Κι όμως, έχουν μια ακόμη κοινή αναφορά: την αγάπη τους για τον Τσέχωφ. Όπως ο Ρώσος μέντοράς της έτσι και η Μπερλίν θαυμάζεται για την αμεροληψία της γραφής της. Δεν εμφανίζει καμία διάθεση να λυπηθεί ή να επαινέσει τα πάθη των ηρώων της. Δεν τους προσφέρει εύκολες λύσεις ή ιδιαίτερες μεταχειρίσεις. Οι άνθρωποί της είναι αυτοί που είναι και η ίδια τους «συμπεριφέρεται» λογοτεχνικά με τον ίδιο τρόπο. Είτε πρόκειται για μια πόρνη είτε για μια μεσοαστή. Κι όλα τούτα γραμμένα μ’ ένα απαράμιλλο στιλ που φέρει αρκετή μουσικότητα. Πολλές ονομαστικές προτάσεις, κοφτός ρυθμός, στακάτη γραφή, υπαινιγμοί εκεί που πραγματικά χρειάζονται, πρόζα που ενισχύει τις περιγραφές και πάντα, υποδορίως, να θάλλει μια άγρια γλυκύτητα για τα πράγματα και τους ανθρώπους.
Η εκ των υστέρων αναγνώριση και η τοποθέτησή της στην ίδια θέση που κατέχουν η Άλις Μάνρο και η Άνυ Πρου δείχνει πως το πραγματικό χρυσάφι ποτέ δεν θαμπώνει.
Οι ιστορίες της Μπερλίν έχουν διαβρωτική επίδραση. Κι αν σκεφτεί κανείς πως έχουν γραφτεί από μια γυναίκα βουτηγμένη στον αλκοολισμό, δεν γίνεται να μην θαυμάσεις τη νηφαλιότητά τους. Ή την προσπάθειά της να μείνει νηφάλια. Η ζωή της δεν ήταν εύκολη. Καθόλου εύκολη. Κάθε αλλαγή ήταν επί τα χείρω. Ο καρκίνος στους πνεύμονες την αποτέλειωσε. Πολύ νωρίς, μόλις το 2000, αναγκάστηκε να πάρει πρόωρη σύνταξη και να περιμένει στωικά το τέλος της. Όταν η υγεία της επιδεινώθηκε χρειάστηκε να μετακομίσει στο γκαράζ του γιου της στο Λος Άντζελες όπου το μετέτρεψε σε ένα άνετο δωμάτιο.
Κατά ένα παράξενο τρόπο η Μπερλίν δεν έγινε ποτέ γνωστή στη χώρα της όσο ζούσε. Η εκ των υστέρων αναγνώριση και η τοποθέτησή της στην ίδια θέση που κατέχουν η Άλις Μάνρο και η Άνυ Πρου δείχνει πως το πραγματικό χρυσάφι ποτέ δεν θαμπώνει.
Άγνωστη και στα μέρη μας, μεταφράζεται για πρώτη φορά σε μια πολυσέλιδη έκδοση που περιλαμβάνει πολλά από τα σημαντικά διηγήματά της. Η παρούσα έκδοση συμπληρώνεται από τον πρόλογο της Αμερικανίδας συγγραφέως Λίντα Ντέιβις κι από την εισαγωγή του επίσης Αμερικανού συγγραφέα Στέφεν Έμερσον. Αμφότερα τα κείμενα προσφέρουν σημαντικές πληροφορίες στον αναγνώστη έτσι ώστε να «ξεκλειδώσει» τον άγνωστο κόσμο της Μπερλίν. Πάντως, κι άνευ αυτών, έχει τέτοια ατόφια δύναμη η γραφή της που τα μηνύματά δεν πρόκειται να μείνουν δίχως αποδέκτες. Η άριστη μετάφραση και οι σημειώσεις ανήκουν στην Κατερίνα Σχινά.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή διηγημάτων «Όπως και αν έρθει αυτό το βράδυ» (εκδ. Μελάνι).
Οδηγίες για οικιακές βοηθούς
Lucia Berlin
Μτφρ. Κατερίνα Σχινά
Στερέωμα 2018
Σελ. 576, τιμή εκδότη €23,00