Για το μυθιστόρημα του Τσάο Χσούε-τσιν «Όνειρο της κόκκινης κάμαρας, ή Η ιστορία της πέτρας» (μτφρ. Έλλη Λαμπρίδη, εκδ. Gutenberg).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
«Ένα από τα μεγάλα μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας… για τους Κινέζους, ό,τι είναι ο Προυστ για τους Γάλλους ή οι Καραμάζοφ για τους Ρώσους», είπε ο κριτικός Άντονι Γουέστ για τούτο το Όνειρο της κόκκινης κάμαρας, ή Η ιστορία της πέτρας, του Τσάο Χσούε-τσιν, που μας δίνεται ξανά τώρα στην παλιά μετάφραση της Έλλης Λαμπρίδη, επιμελημένη εκ νέου και συνοδευμένη από μια κατατοπιστικότατη εισαγωγή του Ντέιβιντ Χοκς, καθηγητή της κινεζικής στην Οξφόρδη και σπουδαιότερου μεταφραστή του μυθιστορήματος στ’ αγγλικά, στην πλήρη του μορφή – όσο μπορεί τούτο το μυθιστόρημα με την πολυτάραχη ζωή να έχει μια πλήρη κι οριστική μορφή, 120 κεφάλαια έκτασης 2500 σελίδων· μα η μετάφραση της Λαμπρίδη είναι από μια παλιότερη συντομευμένη μετάφραση στην αγγλική, από τον καθηγητή του Κολούμπια Τσι-τσεν Γουάγκ. Με διάσπαρτα εδώ κι εκεί κάποια «μαλλιαρά» γλωσσικά στοιχεία της εποχής της (απόλαψη, περίοδες, το σύμπαντο), η γλώσσα της Λαμπρίδη είναι στρωτή, ισορροπημένη· ωστόσο, διαβάζουμε για την Κόκκινη κάμαρα, ότι «χρησιμοποιεί πολλά επίπεδα καθομιλουμένης και λογοτεχνικής γλώσσας, κι ενσωματώνει μορφές της κλασικής κινεζικής ποίησης», είναι κοντολογίς πρόκληση ως και για τον πλέον επινοητικό μεταφραστή, βαθύτατο γνώστη της κινεζικής. Προφανώς, μ’ όλη την έγνοια και τον κόπο που αφιερώθηκαν στην τωρινή έκδοση, δεν παύει μάλλον να είναι μια εισαγωγή σ’ ένα κείμενο που μπορεί να μας αποκαλυφθεί, όσο γίνεται περισσότερο, μόνο στην απευθείας μεταφορά του από την κινεζική, μια τύχη που ως τώρα, στη γλώσσα μας, έχει επιφυλαχθεί μονάχα στα Ανάλεκτα του Κομφούκιου και τον Λιε Τσι, από τον Σωτήρη Χαλικιά.
Η «Κόκκινη κάμαρα», μοιρασμένη ανάμεσα στον μύθο και τον ρεαλισμό, ανάμεσα στη δική μας πεζή πραγματικότητα της Κόκκινης Σκόνης και στον κόσμο του ονείρου, είναι πιο πολύ μια συρραφή από επεισόδια, μάλλον, παρά ένα έργο με αυστηρή ενιαία πλοκή.
Η Κόκκινη κάμαρα, μοιρασμένη ανάμεσα στον μύθο και τον ρεαλισμό, ανάμεσα στη δική μας πεζή πραγματικότητα της Κόκκινης Σκόνης και στον κόσμο του ονείρου (όπως όταν στο 5ο κεφάλαιο ο ήρωας, ο Πάο-γιου, επισκέπτεται την Επικράτεια της Λύπης του Χωρισμού στον Ωκεανό της Νοσταλγίας), είναι πιο πολύ μια συρραφή από επεισόδια, μάλλον, παρά ένα έργο με αυστηρή ενιαία πλοκή. Ξεκινά μυθικά, με τη θεά Νουγκούα ν’ αφήνει αχρησιμοποίητη μια πέτρα όταν επισκεύαζε τον θόλο του Ουρανού, χαρίζοντάς της ωστόσο ζωή. Η Πέτρα ικετεύει έναν ταοϊστή ιερέα κι έναν βουδιστή μοναχό να την πάρουν για να δει τον κόσμο, κι αποκεί ξεκινά η ιστορία, που αφηγείται την παρακμή των Τσία, μιας γενιάς με δύο κλώνους. Ανάμεσα στα 30 βασικά πρόσωπα στην Κόκκινη κάμαρα, και τα πάνω από 400 ελάσσονα, κυριότερο είναι ο καλομαθημένος ονειροπόλος Πάο-γιού, η «ενσάρκωση» της Πέτρας, που γεννήθηκε μ’ ένα νεφρίτη στο στόμα. «Το πρόσωπό του έλαμπε σαν το Φεγγάρι του Θέρου, το δέρμα του ήταν δροσερό σαν τα λουλούδια με την πρωινή δροσιά, τα μαλλιά του τόσο χτενισμένα σαν να τα είχε σκαλίσει ένας γλύπτης με τη σμίλη του, τα φρύδια του μαύρα σαν σχεδιασμένα με μελάνι. Ήταν χαριτωμένος ακόμα και στο θυμό του και πρόσχαρος ακόμα κι όταν σούφρωνε τα φρύδια».
Ο Πάο-Γιου, σαν το συγγραφέα της Κάμαρας τον Τσάο Χσούε-τσιν, δίνει μεγαλύτερη αξία στις γυναίκες, που λέει πως είναι καμωμένες από νερό, παρά στους άντρες, που είναι από πηλό· και στο κέντρο της ιστορίας των Τσία είναι η αγάπη του Πάο-Γιου για την Πολύτιμη Αρετή, που τελικά την παντρεύεται, και τη θλιμμένη Μαύρη Νεφρίτη, που «του Πάο-γιου του έκαναν εντύπωση τα λεπτά και ασυνήθιστα χαρακτηριστικά της. Τα καμπυλωτά της φρύδια φαίνονταν, κι όμως δε φαίνονταν, σα σουφρωμένα· τα μάτια της φαίνονταν, κι όμως δε φαίνονταν, ευχαριστημένα. Το σπίθισμά τους θύμιζε δάκρυα, και η γρήγορη αναπνοή της έδειχνε πόσο ευαίσθητη ήταν η κράση της. Όταν ήταν ήσυχη, έμοιαζε μ’ εύθραυστο λουλούδι καθρεφτισμένο στο νερό· όταν κουνιόταν, ήταν σα χαριτωμένη ιτιά που σάλευε στον άνεμο».
[Ο Τσάο Χσούε-τσιν] Έγραψε την «Κάμαρα» λίγο λίγο, και κυκλοφορούσε κάθε νέο κεφάλαιο σε γνωστούς και φίλους, συχνά μ’ αντάλλαγμα ένα πιάτο φαΐ και μια κανάτα κρασί. Πέθανε το 1763, με ραγισμένη καρδιά μετά το θάνατο του μοναχογιού του.
Και μέσ’ από το μυθιστόρημα, κι ας μιλά για τη ματαιότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων στην Κόκκινη Σκόνη, ξετυλίγεται ως την παραμικρή της λεπτομέρεια η ζωή στην Κίνα την εποχή της δυναστείας των Τσινγκ. Όπως τα όνειρα στην Κόκκινη κάμαρα φωτίζουν την πεζή πραγματικότητα, έτσι η χαρά της ζωής σχίζει παντού το πέπλο της ματαιότητας. «Το Όνειρο της Κόκκινης Κάμαρας», γράφεται σ’ ένα από τα εισαγωγικά κείμενα, «είναι ένα μυθιστόρημα που περιέχει μεγάλο πολιτιστικό πλούτο. Υπάρχουν λεπτομερείς περιγραφές των διαφόρων τελετουργιών: της κηδείας, των γενεθλίων, του γάμου, των εποχικών εορτών· του οικογενειακού και του κρατικού πρωτοκόλλου· της απονομής της δικαιοσύνης· του πώς ντύνονται, πώς καλλωπίζονται και τι παιχνίδια παίζουν τα κορίτσια, τι θεατρικά έργα προτιμούν, τι βιβλία διαβάζουν· του φαγητού και του πιοτού».
Αυτή η κινεζική Αναζήτηση του χαμένου χρόνου γράφτηκε μες στη δεκαετία του 1750, «από έναν μεγάλο καλλιτέχνη», λέει ο Χοκς, «με το ίδιο του το αίμα», και καθρεφτίζει τη μοίρα της οικογένειας του συγγραφέα. Ο Τσάο Χσούε-τσιν ήταν λαμπρό αγόρι, επιδέξιο εξίσου με το πινέλο και με τις λέξεις, αλλά μεγαλώνοντας ξέπεφτε όλο και περισσότερο, ώσπου στο τέλος, μέθυσος, κοιμόταν σ’ αχυρώνες κι έγραφε σε καπηλειά. Έγραψε την Κάμαρα λίγο λίγο, και κυκλοφορούσε κάθε νέο κεφάλαιο σε γνωστούς και φίλους, συχνά μ’ αντάλλαγμα ένα πιάτο φαΐ και μια κανάτα κρασί. Πέθανε το 1763, με ραγισμένη καρδιά μετά το θάνατο του μοναχογιού του. Το Όνειρο της κόκκινης κάμαρας τυπώθηκε τελικά το 1791, μα οι πάμπολλοι λόγιοι που έχουν έκτοτε καταπιαστεί με το μυθιστόρημα ερίζουν και σήμερα, ακόμα, για την πλήρη του μορφή και για τα κεφάλαια που προστέθηκαν κατόπιν από άλλους.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, οι νουβέλες «Τσότσηγια & Ω'μ» (εκδ. Κίχλη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
Ο ιερέας είπε στον Τσία Τζούι:
– Τον καθρέφτη αυτόν τον έφτιαξε η Θεά της Απογοήτευσης και τον σχεδίασε έτσι ώστε να γιατρεύει τις αρρώστιες που προκαλούν οι ασελγείς σκέψεις και οι αυτοκαταστροφικές συνήθειες. Είναι φτιαγμένος για νέους σαν εσένα. Αλλά μην τον κοιτάζεις από την μπροστινή επιφάνεια· να χρησιμοποιείς μόνο την ανάποδή του. Θα γυρίσω να τον πάρω σε τρεις μέρες και να σε συγχαρώ για την ανάρρωσή σου.
Κι έφυγε χωρίς να δεχτεί καμιά χρηματική αμοιβή.
Ο Τσία Τζούι πήρε τον καθρέφτη και κοίταξε την ανάποδη όψη του, όπως τον είχε ορμηνέψει ο Ταοϊστής ιερέας. Τον πέταξε μακριά του με φρίκη, γιατί είδε έναν ανατριχιαστικό σκελετό που τον ατένιζε με τα βαθουλωμένα του μάτια.
Το όνειρο της κόκκινης κάμαρας
Ή Η ιστορία της πέτρας
Tsao Hsueh-Chin
Μτφρ. Έλλη Λαμπρίδη
Gutenberg 2018
Σελ. 792, τιμή εκδότη €26,00