Για τα μυθιστορήματα των Γουίλιαμ Μπόυλ «Gravesend» (μτφρ. Άλκηστις Τριμπέρη, εκδ. Πόλις), Φιστόν Μουαντζά Μουζιλά «Τραμ 83» (μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. Καστανιώτης) και Εντουάρ Λουί «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ» (μτφρ. Μιχάλης Αρβανίτης, εκδ. Αντίποδες).
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Ποιος δεν θυμάται το ευπρόσδεκτο σοκ της ανάγνωσης του πρώτου μυθιστορήματος που υπέγραφε ο πυραυλοκίνητος Τόμας Πύντσον, ή ο Τζίμι Χέντριξ της λογοτεχνίας, ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας; Ποιος δεν πετάει τη σκούφια του όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με συγκλονιστικά πρωτόλεια που υπόσχονται μιαν αστραφτερή διαδρομή στα γράμματα; Και ποιος δεν χαίρεται, και δεν συγχαίρει μυχίως τον εαυτό του, όταν τωόντι αυτή η διαδρομή, η υπεσχημένη από την πρώτη εμφάνιση, δεν πραγματοποιείται; Ο Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη είναι γεμάτος αυτές τις μέρες με βιβλία τολμηρών συγγραφέων που, ως φαίνεται, διάβασαν πολύ, πάρα πολύ, προτού επιχειρήσουν το πρώτο τους βήμα. Και είμαι βέβαιος ότι αυτές οι πρώτες εμφανίσεις έχουν ήδη θέσει θεμέλια για στιβαρές περιπλανήσεις στην επικράτεια της λογοτεχνίας του 21ου αιώνα.
Αυτός είναι ο καμβάς, μια στοιχειώδης πλοκή, και ο Μπόυλ ζωγραφίζει με κάρβουνο τις βραχνές συνήθειες, τα πάθη με γρέζια, τις τσαλαπατημένες φιλοδοξίες, τις ματαιωμένες προσδοκίες ενός μικρόκοσμου που διατηρεί, όσο μπορεί, την αξιοπρέπεια και την ανθρωπινότητά του.
Ο Γουίλιαμ Μπόυλ (William Boyle, Μπρούκλιν, 1978) αναμοχλεύει επιδέξια την παράδοση του νουάρ και του πολάρ, ελίσσεται στα σκοτεινά τοπία που έστησαν μαιτρ όπως Τζιμ Τόμσον και ο Ντέιβιντ Γκούντις, κάποτε στην Αμερική, και ο Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ και ο Ζαν-Κλοντ Ιζζό, κάποτε στη Γαλλία. Το πρώτο του μυθιστόρημα, το Gravesend, δομημένο με μια κινηματογραφική και κοινωνιολογική ακρίβεια, μας οδηγεί σε μια γειτονιά του Μπρούκλιν όπου τα πάντα μοιάζουν να κινούνται στους ρυθμούς επαρχιακής κωμόπολης. Υπό τους ήχους των δυναμικών Sonic Youth και του Daydream Nation, από κασέτα, παρακαλώ, και όχι σε cd ή έστω σε βινύλιο, μαθαίνουμε για τον Ντάνκαν που έπεσε θύμα μιας ομοφοβικής συμμορίας, μαθαίνουμε για τον αδελφό του, τον Κόνγουεϊ, που πασχίζει να βρει το θάρρος, και να μάθει να χειρίζεται ένα πιστόλι, για να εκδικηθεί σκοτώνοντας τον Ρέι Μπόι, τον αρχηγό της συμμορίας, ο οποίος αποφυλακίζεται ύστερα από δεκαέξι χρόνια. Αυτός είναι ο καμβάς, μια στοιχειώδης πλοκή, και ο Μπόυλ ζωγραφίζει με κάρβουνο τις βραχνές συνήθειες, τα πάθη με γρέζια, τις τσαλαπατημένες φιλοδοξίες, τις ματαιωμένες προσδοκίες ενός μικρόκοσμου που διατηρεί, όσο μπορεί, την αξιοπρέπεια και την ανθρωπινότητά του. Για τον Κόνγουεϊ, αλλά και για όλους τους άλλους αντιήρωες του Gravesend, «ο κόσμος γύρω του περνούσε σαν βιβλίο κινουμένων σελίδων που το ξεφύλλιζαν αντίστροφα». Σημειώνουμε ότι το Κεφάλαιο Επτά είναι ένας εντυπωσιακός φόρος τιμής στον μέγιστο διδάξαντα Ρέιμοντ Τσάντλερ και στο Κεφάλαιο Δεκατρία του μυθιστορήματος Η μικρή αδερφή (μτφρ. Αντώνης Καλοκύρης, εκδ. Κέδρος), και ότι η τσογλαναρία που αλωνίζει στη γειτονιά είναι τα ανίψια των Παιδιών της Ζωής του Πιερ-Πάολο Παζολίνι.
Σύντομα κεφάλαια, τίγκα στην ταγκίλα της φτωχογειτονιάς με το ένα μπαρ και τους δεκάδες απόβλητους, σε κάθε σελίδα μια παρέα από παρίες που παλεύουν να υπάρξουν, που συναντιούνται με ανήλικες πόρνες, με μικροαπατεώνες, με διεφθαρμένους μπάτσους, με τα απομεινάρια μιας ευτυχίας που δεν τους δόθηκε ποτέ.
Σχεδόν συνομήλικος του Μπόυλ, ο Φιστόν Μουαντζά Μουζιλά (Fiston Mwanza Mujila, Λουμπουμπάσι, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, 1981) μας εντυπωσιάζει με το πρώτο του μυθιστόρημα, το Τραμ 83. Και εδώ η πλοκή είναι ο καμβάς, ή μάλλον η παρτιτούρα εν προκειμένω, μιας και τα 33 κεφάλαια του μυθιστορήματος μοιάζουν με δαιμονισμένους τζαζ αυτοσχεδιασμούς ενός Τζον Κολτρέιν στο άλτο σαξόφωνο ή ενός Θελόνιους Μονκ στο πιάνο. Σύντομα κεφάλαια, τίγκα στην ταγκίλα της φτωχογειτονιάς με το ένα μπαρ και τους δεκάδες απόβλητους, σε κάθε σελίδα μια παρέα από παρίες που παλεύουν να υπάρξουν, που συναντιούνται με ανήλικες πόρνες, με μικροαπατεώνες, με διεφθαρμένους μπάτσους, με τα απομεινάρια μιας ευτυχίας που δεν τους δόθηκε ποτέ. Όλα τη νύχτα, όλα για τη νύχτα, παντού και πάντα νύχτα. «Η νύχτα έφτασε με τα μπανιερά και τα φανελάκια της που ξέχασε να τα στύψει» γράφει ο Μουζιλά. «Οι αληθινές νύχτες ήταν αργόσυρτες και λαϊκές, οι αληθινές νύχτες ήταν πάντα πολυτάραχες, οι αληθινές νύχτες ήταν γεμάτες διαφθορά και ύπουλα χτυπήματα, οι αληθινές νύχτες έζεχναν πόνους, ροχάλες και τραυματισμούς εκείνων που έχτιζαν τούτο τον όμορφο ψεύτικο κόσμο», επιμένει, και οιμώζει. Ποιητικότατο γράψιμο, και μουσικότατο. Φράσεις αναπάντεχες συνθέτουν, λες και είναι ένα πολυσέλιδο ποίημα, αυτό το ισχυρό πρώτο μυθιστόρημα. Ο Ρέκβιεμ, ο Λισιέν, η Ντίβα, ο Λος Καμπαλέρος, η Ζακλίν, ο Δυσεντερίας, και όσοι παρελαύουν στο Τραμ 83, είναι οι νότες στην παρτιτούρα του Μουζιλά, ή ακόμα και τα γρανάζια, οι άξονες, οι βίδες, τα ελατήρια στη λογοτεχνία που διακονεί, μια «Λογοτεχνία-ατμομηχανή ή λογοτεχνία-τρένο ή λογοτεχνία-ράγες ή λογοτεχνία-σιδηρόδρομος ή λογοτεχνία-σιδηροτροχιές», όπως τονίζει ο ίδιος.
Ένα μυθιστόρημα-μαρτυρία, ένα κείμενο γενναίας αυτοβιολογίας, ένας θρυμματισμένος καθρέφτης μιας ξεχαρβαλωμένης κοινωνίας.
Μια δεκαετία νεότερος από τον Κογκολέζο και δεκαπέντε έτη επίσης νεότερος από τον Αμερικανό, ο Γάλλος Εντουάρ Λουί (Edouard Louis, Αλλενκούρ, 1992), υιοθετώντας τους τρόπους του βρόμικου ρεαλισμού, και μπολιάζοντάς τον με λυρικές ρυθμικές εκλάμψεις, καταγράφει με άγρια ειλικρίνεια τις ζόρικες εμπειρίες του και όσα τον ταλάνιζαν ήδη από την παιδική του ηλικία. Το Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ, με τα 24 κεφάλαιά του, όλα ολιγοσέλιδα, όλα σαν πολλαπλές εκρήξεις στο κρύο κρέας του κρανίου, όλα σε μιαν επικίνδυνη ισορροπία ανάμεσα στη εξομολόγηση-ροχάλα και στην εσωτερική λυσσασμένη αντίσταση όχι μόνο στη βλαμμένη απανθρωπιά των άλλων αλλά και στην τάση να γινόμαστε οι ίδιοι τραχείς και απάνθρωποι όταν υφιστάμεθα την κτηνωδία των άλλων, είναι ένα μυθιστόρημα-μαρτυρία, ένα κείμενο γενναίας αυτοβιολογίας, ένας θρυμματισμένος καθρέφτης μιας ξεχαρβαλωμένης κοινωνίας. Επίσης, με τρόπους που θυμίζουν Αμερικανούς ρεαλιστές, ο Εντουάρ Λουί μιλάει για τη σημερινή εργατική τάξη, για τους προλετάριους που πολλοί θέλουν να μας πείσουν ότι δεν υπάρχουν πια, για τη μοναξιά μέσα στο πλήθος, για το ίδιο το μοναχικό πλήθος, για το οποίο έγραψε το κλασικό του κοινωνιολογικό πόνημα ο Ντέιβιτν Ρίσμαν στα τέλη της δεκαετίας του 1940, στην αυγή της μεταπολεμικής εποχής. Θύμα της ομοφοβικής βίας, όπως και ο Ντάνκαν του Gravesend, ο Εντύ Μπελγκέλ θα αλλάξει ακόμα και το όνομά του, θα γίνει ο συγγραφέας και κοινωνιολόγος Εντουάρ Λουί και θα επιμείνει στη διαφορετικότητά του, διεκδικώντας, με τη στάση του στη ζωή και με τη στρατιά των λέξεών του, το δικαίωμά του να είναι αυτός που επιθυμεί να είναι. «Δεν παύουμε ποτέ να παίζουμε ρόλους», γράφει, «αλλά υπάρχει μια αλήθεια στις μάσκες. Η δική μου αλήθεια ήταν αυτή η θέληση να υπάρχω αλλιώς».
Αποσπάσματα από τα βιβλία
«Μια κορνιζαρισμένη αφίσα των Nirvana κρεμόταν πάνω από το κρεβάτι. Μια κασέτα του Daydream Nation των Sonic Youth βρισκόταν πάνω στο γραφείο όπου την είχε αφήσει ο Ντάνκαν. Το γραφείο ήταν γεμάτο με αντικείμενα που ούρλιαζαν το όνομα του Ντάνκαν. Μια βιντεοκασέτα του Streetcar Named Desire. Το Cat’s Cradle του Vonnegut με τα αρχικά του Ντ. Ι γραμμένα στη ράχη. Σκόρπια τεύχη του Entertainment Weekly και του Premiere. Μια φωτογραφία οχτώ επί δέκα ίντσες του James Dean». Gravesend, Γουίλιαμ Μπόυλ
«Η ένταση ανέβαινε ανά δεκάλεπτο. Μπουκάλια ξεπαρθενεύονταν κατά δεκάδες για να πνίξουν την πίκρα και την αηδία τού να ζεις σ᾽ ένα σάπιο κόσμο. Τα κορίτσια-μάνες στήνονταν και μπάνιζαν τους πελάτες. Οι φοιτητές σχολίαζαν τα τελευταία γεγονότα υπό το πρίσμα του Μαρξ και του Ένγκελς». Τραμ 83, Φιστόν Μουαντζά Μουζιλά
«Ανήκα στον κόσμο εκείνων των παιδιών που ανοίγουν την τηλεόραση μόλις ξυπνήσουν το πρωί, που παίζουν ποδόσφαιρο όλη μέρα στα έρημα στενά, στη μέση του κεντρικού δρόμου, στα βοσκοτόπια που απλώνονται πίσω από το σπίτι τους ή στην είσοδο της πολυκατοικίας τους, που βλέπουν τηλεόραση, ξανά, το απόγευμα, το βράδυ με τις ώρες, βλέπουν τηλεόραση έξι με οχτώ ώρες την ημέρα. Στον κόσμο εκείνων των παιδιών που περνούν ατέλειωτες ώρες στους δρόμους, αργά το βράδυ και τη νύχτα, να αλητεύουν». Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ, Εντουάρ Λουί
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΦΙΣΤΟΝ ΜΟΥΑΝΤΖΑ ΜΟΥΖΙΛΑ