Για το μυθιστόρημα του Πίτερ Κάρεϊ «Πολύ μακριά απ’ το σπίτι» (μτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Ψυχογιός).
Του Διονύση Μαρίνου
Από το επικών διαστάσεων Όσκαρ και Λουσίντα, μυθιστόρημα που του «πρόσφερε» το πρώτο από τα δύο βραβεία Man Booker που έχει λάβει ως τώρα, ο Αυστραλός Πίτερ Κάρεϊ φανέρωσε τη διάθεσή του να παίξει με τους όρους του μεταμοντέρνου. Η μυθοπλασία του είναι βασισμένη στη σύμπτυξη εξωτικών σεναρίων και «απίθανων» εικόνων, ενώ αναπτύσσεται με τη μέγιστη εφευρετικότητα στην αφήγηση.
Συνδυάζει με τρόπο ριζοσπαστικό αληθινούς και φανταστικούς ήρωες, την ίδια στιγμή που χρησιμοποιεί φάρσες, καθιερωμένα ψεύδη, κωμικές σκηνές κι εφιαλτικές εικόνες για να ντύσει τον αφηγηματικό καμβά του. Για τον Κάρεϊ ο χρόνος, ο τόπος και η ιστορία του τόπου του είναι ένα διαρκές πεδίο αναζητήσεων και πειραματισμών.
Παράλληλα, ένα από τα χαρακτηριστικά της γραφής του είναι το πώς συνδυάζει με τρόπο ριζοσπαστικό αληθινούς και φανταστικούς ήρωες, την ίδια στιγμή που χρησιμοποιεί φάρσες, καθιερωμένα ψεύδη, κωμικές σκηνές κι εφιαλτικές εικόνες για να ντύσει τον αφηγηματικό καμβά του. Για τον Κάρεϊ ο χρόνος, ο τόπος και η ιστορία του τόπου του είναι ένα διαρκές πεδίο αναζητήσεων και πειραματισμών. Εν πολλοίς, ανήκει σε εκείνη τη γενιά των συγγραφέων της μακρινής Αυστραλίας που θέλησαν να απομακρυνθούν από τον ρεαλισμό και να συνομιλήσουν με έργα σημαντικών συγγραφέων που διατρύπησαν την καθημερινότητα των ηρώων τους με άλλα μέσα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κάρεϊ βρήκε πρώτα λογοτεχνικές ταυτίσεις με τον Φώκνερ και στη συνέχεια με τον Μαρκές. Κάπως έτσι διαμόρφωσε μια υβριδική «φωνή» στην οποία ενυπάρχει ο μύθος, η σάτιρα και η φαντασία. Η εργογραφία του θα μπορούσε να μελετηθεί παράλληλα (αλλά και αντιστικτικά) με εκείνη του Σαλμάν Ρούσντι, του Τίμοθι Μο και του Μάικλ Οντάατζε.
Οικογενειακές σχέσεις, αλλά και τα κρυφά σημεία της αυστραλιανής Ιστορίας αποτελούν τον κεντρικό πυρήνα του και του τελευταίου του μυθιστορήματος Πολύ μακριά απ’ το σπίτι. Μια αδιάπτωτη μάχη μεταξύ νικητών και ηττημένων. Μεταφερόμαστε στη μεταπολεμική Νότια Αυστραλία για να γνωρίζουμε ένα τρίγωνο ανθρώπων που κινητοποιούν την ιστορία. Ο καθένας λέει τη δική του εκδοχή κι όλοι μαζί ανασύρουν από το σκοτάδι προσωπικά μυστικά, δίχως να παραγνωρίζεται η γενική εικόνα μιας χώρας που έχει κλείσει στο ντουλάπι στις σκοτεινές σελίδες του παρελθόντος.
Η καλλονή Ιρέν είναι παντρεμένη με τον Τιτς Μπομπ. Αποφασίζουν να μετακομίσουν με σκοπό να αυτονομηθούν από τον πατέρα του Τιτς, έναν κυριαρχικό άντρα που επιθυμεί να κανοναρχήσει τα επαγγελματικά τους βήματα (στο χώρο της βιομηχανίας αυτοκινήτων). Το σπίτι των Μπομπ γειτνιάζει με εκείνο του Γουίλ, ενός δασκάλου γερμανικής καταγωγής που αποπέμφθηκε κακήν κακώς από τη δουλειά του επειδή κρέμασε από το παράθυρο ένα παιδί για να το τιμωρήσει. Αποφασισμένος να ξεφύγει από την επιρροή του γηραιού πατέρα του, ο Τιτς και η Ιρέν δηλώνουν συμμετοχή σε έναν αγώνα Redex. Πρόκειται για άκρως επίπονο αγώνα με αυτοκίνητα όπου οι οδηγοί πρέπει να κάνουν τον γύρο της Αυστραλίας. Έχουμε να κάνουμε με ταξίδι μύησης σε μιαν άκρως αφιλόξενη ενδοχώρα (υπάρχουν περιοχές μη χαρτογραφημένες όπου η φύση είναι οργιαστική και κρύβει πολλούς κινδύνους). Είναι, όμως, κι ένα εσωτερικό ταξίδι για τους ήρωες που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν τον κρυφό κουκούλι της προσωπικότητάς τους.
Πλοηγός στο ταξίδι τους θα είναι ο Γουίλ που έχει πάθος με τη γεωγραφία. Πρόκειται για αινιγματική φιγούρα. Αναγκάστηκε να φύγει από τη Μελβούρνη αφήνοντας πίσω γυναίκα και παιδιά, όταν ανακάλυψε πως η σύζυγός του τον απατούσε. Στη συνέχεια εμπλέκεται σε μια ακραία πράξη τιμωρίας ενός μαθητή του (ο μικρός τον κορόιδευε για τη γερμανική του καταγωγή), απολύεται και τελικά εμπλέκεται στενά με την οικογένεια των Μπομπ (ιδιαιτέρως με την Ιρέν). Ο Καρέι αποφασίζει να απλώσει τα γεγονότα, να παρεμβάλει παράπλευρες ιστορίες έως τη στιγμή που θα οδηγήσει την πλοκή σε ένα δραματικό σύνορο. Μπορεί οι παρεκβάσεις να τραβούν σε μάκρος, ενδεχόμενα και να κουράζουν, ωστόσο όταν οι τρεις άνθρωποι θα επανασυνδεθούν, το μυθιστόρημα θα κινητοποιηθεί εκ νέου. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κατανοούμε πως δεν έχουμε να κάνουμε με έναν αγώνα δρόμου, αλλά με κάτι που ξεπερνάει τα στενά όρια της επιβίωσης. Εντέλει, με κάτι ολότελα οδυνηρό. Κάποια στιγμή, εντελώς τυχαία, η Ιρέν θα σκοντάψει σε ένα κρανίο παιδιού κι αίφνης θα βρεθεί μπροστά σε έναν ομαδικό τάφο. Την περίοδο της βρετανικής αποικιοκρατίας είναι γνωστό πως πολλοί Αβορίγινες (ιθαγενείς πληθυσμοί της Αυστραλίας) έπεσαν θύματα του ζήλου των κατακτητών. Η ιστορία της χώρας, εκ νέου, ανασύρεται από τη λήθη κι έτσι ο κάθε ήρωας αναγκάζεται εκ των πραγμάτων να τοποθετήσει τον εαυτό του στο γενικότερο πλαίσιο και ταυτόχρονα να αναζητήσει τη δική του ταυτότητα.
Μα, μήπως και η Αυστραλία είναι η χώρα που θέλει να δείχνει προς τα έξω; Η διαστρέβλωση θάλλει παντού. Οι αποκαλύψεις έρχονται η μία μετά την άλλη.
Η Ιρέν αισθάνεται μειωμένη επειδή τυχαίνει να είναι γυναίκα. Βλέπει πως ο περίγυρος την αντιμετωπίζει εχθρικά λόγω του σκούρου δέρματός της. Για τον Γουίλ μαθαίνουμε πως είναι κάτι άλλο από αυτό που πίστευε. Μα, μήπως και η Αυστραλία είναι η χώρα που θέλει να δείχνει προς τα έξω; Η διαστρέβλωση θάλλει παντού. Οι αποκαλύψεις έρχονται η μία μετά την άλλη. Από ένα σημείο κι ύστερα, ο Κάρεϊ αναγκάζει τους ήρωές του να έρθουν αντιμέτωποι με την αλήθεια. Μέσω μιας ακόμη συγγραφικής παρέκβασης, ο Γουίλ βρίσκεται να εργάζεται σε μια κτηνοτροφική μονάδα ενός πλούσιου λευκού. Εκεί διδάσκει τα παιδιά των μαύρων εργατών-δούλων. Αυτή η συνάφεια θα είναι αποκαλυπτική, καθώς θα του δείξει ποιος είναι αυτός, αλλά και ποια είναι η χώρα του. Μπορεί να είναι μακριά από το σπίτι, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχουμε να κάνουμε με μυθιστόρημα που μετακινείται σε μια συγκεκριμένη γεωγραφία. Η ουσιαστική μετατόπιση είναι στον χρόνο και κυρίως στο απώτατο παρελθόν.
Στα τελευταία κεφάλαια γίνεται φανερή η ψυχολογική κατάσταση του Γουίλ, καθώς θέλει να ανακαλύψει τον πλούτο της κουλτούρας των ιθαγενών σεβόμενος όμως και τα μυστικά τους. Είναι φανερό πως ο Γουίλ γίνεται ο ήρωας-καταλύτης της ιστορίας, καθώς είναι αυτός που διαθέτει την ευαισθησία να βλέπει την κτηνωδία και τη βία με την οποία χτίστηκε ο νέος κόσμος της ηπείρου. Η μετάφραση της Αργυρώς Μαντόγλου είναι άκρως λειτουργική σε ένα μυθιστόρημα που πέραν της πλοκής έχει να επιδείξει ένα σπάνιο και ιδιαίτερο ύφος.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Όπως και αν έρθει αυτό το βράδυ» (εκδ. Μελάνι).