Για το μυθιστόρημα του Χαβιέρ Θέρκας «Ο απατεώνας» (μτφρ. Γεωργία Ζακοπούλου, εκδ. Πατάκη).
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Στο μυθιστόρημά του Ο Τζόσουα τότε και τώρα (εκδ. Πόλις), ο Μορντεκάι Ρίχλερ έχει έναν χαρακτήρα που τα πίνει στην Ισπανία και λέει «Εμείς οι Ισπανοί το πρωί είμαστε φασίστες, το μεσημέρι σοσιαλδημοκράτες και το βράδυ αναρχικοί». Ένα είδος ενισχυμένης διαλεκτικής, ή μάλλον τριλεκτικής, σύμφωνα με τον Δανό καταστασιακό Άσγκερ Γιορν, που δείχνει ότι οι ιδέες και οι στάσεις συνυπάρχουν εντός μας και άλλοτε επικρατεί η μία, άλλοτε η άλλη, και αργότερα, προϊούσης της κραιπάλης και της εμβάπτισης στις λίμνες της μεθυσμένης αμεριμνησίας, η τρίτη και καλύτερη.
Όσοι συγγραφείς και ποιητές πέρασαν από την Ισπανία κοινώνησαν την τριλεκτική αυτή, μαγεύτηκαν από τις θυελλώδεις αντιφάσεις της Ισπανίας, ψαλμώδησαν το έπος της καθημερινής ζωής στην Ισπανία, φρόντισαν να γράψουν, συνήθως με συγκροτημένο και συγκρατημένο ενθουσιασμό για τον πιο τραγουδισμένο και ποιητικό Εμφύλιο Πόλεμο στην ιστορία των εμφυλίων.
Από τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ και τον Τζορτζ Όργουελ, από τον Άρθουρ Καίσλερ και τον Γ.Χ. Ώντεν, έως τον Μορντεκάι Ρίχλερ και τον Ρομπέρτο Μπολάνιο, όσοι συγγραφείς και ποιητές πέρασαν από την Ισπανία κοινώνησαν την «τριλεκτική» αυτή, μαγεύτηκαν από τις θυελλώδεις αντιφάσεις της Ισπανίας, ψαλμώδησαν το έπος της καθημερινής ζωής, φρόντισαν να γράψουν, συνήθως με συγκροτημένο και συγκρατημένο ενθουσιασμό για τον πιο τραγουδισμένο και ποιητικό Εμφύλιο Πόλεμο στην ιστορία των εμφυλίων. Κορυφαίο επίτευγμα, το Σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας του Γερμανού ποιητή, συγγραφέα και στοχαστή Χανς Μάγκνους Έντσενσμπεργκερ, το ποιητικό μυθιστόρημα-ντοκιμαντέρ για τον θρυλικό Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι. Ο Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη είναι φορτωμένος με ποιητικές συλλογές και μυθιστορήματα που καταπιάνονται με το έπος, με τις μεγαλειώδεις στιγμές, αλλά και με τα σκοτεινά σημεία, τις μελανές σελίδες, και τις χαμερπέστατες απάτες που βρήκαν επίσης έδαφος στην Ιβηρική χερσόνησο. Σήμερα, περιέχει ένα μυθιστόρημα που μοιάζει με πέντε πονήματα μαζί!
Ο πολύς Javier Cercas (Χαβιέρ Θέρκας) καταπιάνεται συχνά, σχεδόν εμμονικά, με τον Ισπανικό Εμφύλιο και τη μεγάλη σκιά που απλώνει εδώ και οχτώ δεκαετίες. Πρόκειται για έναν εξόχως μεθοδικό συγγραφέα, για έναν δημιουργό που ισορροπεί με καλοδουλεμένη μαεστρία ανάμεσα στην πρωτοτυπία και την παράδοση, ανάμεσα στην αφηγηματική άνεση ενός αποφασισμένου και αποφασιστικού μπεστελερίστα και τον στοχασμό, τον διάλογο με την μοντερνιτέ, και την εργασία υποδομής που θέλει να υπονομεύσει θέσφατα και βεβαιότητες κάποιου που έχει μελετήσει συστηματικά τον Αντόρνο και τον Μπένγιαμιν. Στο μυθιστόρημά του Ο Απατεώνας, ο Θέρκας φανερώνει γενναιόψυχα τα χαρτιά του, ανοίγει διάπλατες τις πόρτες του εργαστηρίου του, καταφεύγει στην αυτοβιογραφία και στην αυτοανάλυση, διαρκώς δείχνει το πώς εργάζεται, πώς συστηματοποιεί/ταξινομεί/επεξεργάζεται το υλικό του και πετυχαίνει τόσο να μας προσφέρει ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα, ένα βιβλίο στημένο έτσι ώστε να γίνει ευπώλητο, όσο και να μπολιάσει τις σελίδες του με κρίσιμα ερωτήματα, με λαβές στοχασμού, ακόμα και με ανησυχητικά σχόλια κοινωνιολογικής υφής για την κατάσταση της σημερινής μεταβιομηχανικής ὐπαρξης όπου τα όρια ανάμεσα στο γνήσιο και στο κάλπικο γίνονται ολοένα και πιο αδιόρατα καθώς παραβιάζονται κατάφωρα και διαρκώς.
Η αληθινή ιστορία που πραγματεύεται στον Απατεώνα ο Θέρκας είναι σπαρακτική και σπαρταριστή. Είναι και διδακτική. Έχει να κάνει με τον Ενρίκε Μάρκο, άλλως Ενρίκε Ντουρρούτι, άλλως Ενρίκ Μπάτλιε, άλλως Ενρίκε Μάρκος, άλλως Ενρίκ Μάρκο, άλλως Ενρίκ Μονέ, άλλως Ενρίκ Μονέρ. Όπως προϊδεάζει η παράθεση τόσων διαφορετικών ονομάτων (και ποιος ξέρει πόσων άλλων;) πρόκειται για μια φυσιογνωμία που άδραξε κάθε ευκαιρία προκειμένου να επιβιώσει, να ελιχθεί, και να ανελιχθεί σε μια ταρασσόμενη και ταραγμένη κοινωνία, για έναν ευφυή και μειλίχιο τύπο, ο οποίος, γεννημένος το 1921, ζει ακόμη στα ενενήντα εφτά του χρόνια, μάλλον αμετανόητος για τα όσα έκανε και πεπεισμένος ότι ενίοτε το ψέμα υπηρετεί την αλήθεια, ότι η απάτη πλουτίζει θετικά την πραγματικότητα, ότι η πλαστοπροσωπία είναι ένα είδος fiction καλύτερο από τη μυθοπλασία των επαγγελματιών συγγραφέων, ότι η σύγχυση και η αναμπουμπούλα είναι το φυσικό περιβάλλον κάθε ευφυούς και ευέλικτου μαλαγάνα.
Ο διαβόητος impostor, Enric Marco
|
Ο εν λόγω Ενρίκε Μάρκο, ενδεχομένως τραυματίστηκε ελαφρά σε κάποια ασήμαντη αψιμαχία στον Ισπανικό Εμφύλιο. Κρύφτηκε, χάθηκε στην ανώνυμη μάζα, χώθηκε στους λαβυρίνθους της φασιστικής Ισπανίας του Φράνκο, βρέθηκε στη Γερμανία εργάτης, συνελήφθη για μικροπράγματα, επέστρεψε στην Ισπανία και, δοθείσης της ευκαιρίας, καμώθηκε τον ήρωα, τον έγκλειστο στο Μαουτχάουζεν, τον επιζήσαντα από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, από την τοπογραφία του αδιανόητου θανάτου. Έπλασε ο ίδιος τον μύθο του. Και έφτασε, μετά την κατάρρευση του φρανκικού καθεστώτος, και αφού δελέασε δολίως άδολους φοιτητές και καταγοητευμένες φοιτήτριες (μία μάλιστα έφτασε στο σημείο να τον παντρευτεί ασμένως και να ζήσει δεκαετίες μαζί του), να ανελιχθεί στους κόλπους της αναρχικής CNT, και να γίνει ηγέτης της!
Οι καλοί ψεύτες δεν πουλάνε μόνο ψέματα αλλά και αλήθειες, και τα μεγάλα ψέματα κατασκευάζονται με μικρές αλήθειες.
Εκθειάστηκε, παρασημοφορήθηκε, ηρωοποιήθηκε, βγήκε από τη «βάρβαρη, αχρεία και κλειστοφοβική ζωή» (μια φράση που επαναλαμβάνει διαρκώς ο Θέρκας στις σελίδες του), και έπαιξε με το γεγονός ότι «οι καλοί ψεύτες δεν πουλάνε μόνο ψέματα αλλά και αλήθειες, και τα μεγάλα ψέματα κατασκευάζονται με μικρές αλήθειες».
Ο Θέρκας αφηγείται τον βίο του απατεώνα, και μας καθηλώνει. Αλλά, και πρόκειται για ένα θαυμάσια ευπρόσδεκτο «αλλά», δεν μένει εκεί. Προχωρεί σε σκέψεις για την Ιστορία, για τη Μνήμη, για τη Μυθοπλασία, για την Τεκμηρίωση. Σχολιάζει καυστικά τη «βιομηχανία της μνήμης», επιμένει στο ήθος του μυθιστοριογράφου, επαναλαμβάνει, ενίοτε με τον μηρυκαστικό τρόπο του Τόμας Μπέρνχαρντ, το credo του: «Η μυθοπλασία σώζει, αλλά η πραγματικότητα σκοτώνει» (βλ. σ. 17, 204, 269, 306, 475), ενώ δεν παύει, κάθε τόσο, επίμονα, να επαναφέρει στη συζήτηση την απόφανση του Ουίλιαμ Φώκνερ ότι «Το παρελθόν δεν περνάει ποτέ, το παρελθόν δεν είναι καν παρελθόν, το παρελθόν είναι απλώς μια διάσταση του παρόντος» (βλ. σ. 139, 238, 304, 391, 396), ενώ, στη σ. 270, συνοψίζει υποδειγματικά τα προσόντα του μυθιστοριογράφου: «Δύναμη, επινοητικότητα, φαντασία, μνήμη, και, πάνω απ’ όλα, αγάπη για τις λέξεις· για τις γραπτές λέξεις μάλλον, παρά για τις προφορικές, αφού για έναν μυθιστοριογράφο οι προφορικές λέξεις δεν είναι παρά ένα υποκατάστατο των γραπτών».
Βλέπουμε πώς μια ισχυρή πένα κατορθώνει να συγκεράσει την ιστορία με τον στοχασμό, χωρίς να διολισθαίνει στον διδακτισμό, παίζοντας με το χιούμορ, εντρυφώντας στην κοινωνιολογία και τη φιλοσοφία (σημειώνω ότι δεν νοείται συγγραφέας και καλλιτέχνης σήμερα που να μην ερωτοτοτροπεί δημιουργικά με τις δύο αυτές «πειθαρχίες»), και μας προσφέρει ένα έργο πεντακοσίων εξήντα σελίδων που διαβάζεται απνευστί και συνάμα οδηγεί σε πλέγματα στοχασμών και φιλοσοφικών διερευνήσεων, ενδεχομένως πολύ σημαντικότερων απ’ αυτά στα οποία μας οδηγούν πολλά «επίσημα» πονήματα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ο Μάρκο είναι ό,τι είμαστε όλοι οι άνθρωποι, αλλά με έναν τρόπο εκκεντρικό, πιο υπερβολικό, πιο έντονο και πιο ορατό, ή ίσως να είναι όλοι οι άνθρωποι, ή ίσως να μην είναι κανείς, ένα μεγάλο κοντέινερ, ένα κενό σύνολο, ένα κρεμμύδι που του έχουν αφαιρέσει όλες τις φλούδες και δεν είναι τίποτα πια, ένας τόπος όπου συγκλίνουν όλα τα νοήματα, ένα τυφλό σημείο διά μέσου του οποίου όλα είναι ορατά, μια σκοτεινότητα που φωτίζει τα πάντα, μια εύγλωττη σιωπή, ένα τζάμι που αντανακλά το σύμπαν, ένα κενό που έχει τη μορφή μας, ένα αίνιγμα του οποίου η λύση είναι ότι τελικά δεν έχει λύση, ένα μυστήριο διαφανές που ωστόσο είναι αδύνατον να το ξεδιαλύνεις, και που ίσως είναι καλύτερα να μην το ξεδιαλύνεις».