Για τo μυθιστόρημα του Olivier Guez «Η εξαφάνιση του Γιόζεφ Μένγκελε» (μτφρ. Ευγενία Γραμματικοπούλου, εκδ. Κριτική) και το αφήγημα του Éric Vuillard «Ημερήσια διάταξη» (μτφρ. Μανώλης Πιμπλής, εκδ. Πόλις).
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Η βία είναι ένα από τα μεγάλα δεινά της ανθρωπότητας, το μείζων μάλλον. Είναι και ένα από τα μεγάλα αινίγματα που πασχίζουν οι φιλόσοφοι και οι στοχαστές να εξιχνιάσουν. Οι καλλιτέχνες συμβάλλουν στην εξιχνίαση, καταγράφοντας και σχολιάζοντας εκδηλώσεις της βίας, τόσο της ατομικής όσο και της συλλογικής. Ο παραλογισμός της βίας, οι εξωανθρώπινες και αντιανθρώπινες πτυχές της, τα φριχτά οργανωμένα ξεσπάσματά της και η χρήση τους από οργανωμένους μηχανισμούς, αποτελούν θέμα τολμηρών μυθιστοριογράφων, ιδίως μετά τον λεγόμενο «αδιανόητο θάνατο», μετά το Άουσβιτς και τα όσα οδήγησαν στο Άουσβιτς. Ο σάκος εκστρατείας του επίμονου αναγνώστη γεμίζει συχνά με τετοια μυθιστορήματα, είτε για τις Ευμενίδες (εκδ. Λιβάνης) του Τζόναθαν Λίτελ και το Πρόβλημα Σπινόζα (εκδ. Άγρα) του Ίρβιν Γιάλομ πρόκειται, είτε για τον Κόκκινο Σταυρό (εκδ. Πόλις) της Μαρίας Γαβαλά και το Βέλος του Χρόνου (εκδ. Νεφέλη) του Μάρτιν Έιμις, είτε για την Εξαφάνιση του Γιόζεφ Μένγκελε (εκδ. Κριτική) του Ολιβιέ Γκεζ και την Ημερήσια Διάταξη (εκδ. Πόλις) του Ερίκ Βυϊγιάρ, είτε για τους Νεκρούς (εκδ. Παπαδόπουλος) του Κρίστιαν Κραχτ και τους Σκλάβους της Μοναξιάς (εκδ. Στερέωμα) του Πάτρικ Χάμιλτον. Βία στη σκιά του Τρίτου Ράιχ και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, βία από τα εργαστήρια, και βία μέσα στα γρανάζια, του ναζισμού. Βία που συνθλίβει σώματα και ψυχές φορώντας άλλοτε φόρμα αγγαρείας, άλλοτε χειρουργική ποδιά, άλλοτε παπιγιόν και φράκο.
Γραμμένο με τη μορφή πολιτικού θρίλερ και σε ενεστώτα, το μυθιστόρημα Η εξαφάνιση του Γιόζεφ Μένγκελε (μτφρ. Ευγενία Γραμματικοπούλου, εκδ. Κριτική) του Ολιβιέ Γκεζ (Olivier Guez, Στρασβούργο, 1974) παρακολουθεί τον επαίσχυντο βίο και την ελεεινή πολιτεία του «μηχανικού του Τρίτου Ράιχ», του «μαντατοφόρου του θανάτου», του διαβόητου Γιόζεφ Μένγκελε από τη στιγμή που διαφεύγει στην Αργεντινή έως το 1985 και την επίσημη πιστοποίηση του θανάτου του, έξι χρόνια μετά την τελευταία πνοή του. Βασισμένος σε μιαν εντυπωσιακή, καλά καταρτισμένη βιβλιογραφία, ο Γκεζ συνθέτει το βιβλίο του σαν μια σειρά ομιλούσες πολαρόιντ, σαν μια αυστηρά χρονολογική παρέλαση επεισοδίων της ζωής του Μένγκελε που φανερώνουν πολλά για τον αποτρόπαιο ψυχισμό του και την αμετανόητη προσήλωσή του στα ράκη μιας ολέθριας ιδεοληψίας. Ο Γιόζεφ Μένγκελε (1911-1979), περιπλανιέται στην Αργεντινή, την Παραγουάη και τη Βραζιλία, με διαφορετικά ονόματα (Χέλμουτ Γκρέγκορ, Πέτερ Χοχμπλίχερ, «Θείος Φριτς», «Ανδρέας», Βόλφγκανγκ Γκέρχαρντ, γερο-Πέδρο, και δον Πέδρο Γκέρχαρντ), άλλοτε επιδιώκοντας να γίνει και πάλι ένας ισχυρός άνδρας ανάμεσα στον εσμό των φυγάδων νοσταλγών του εθνικοσοσιαλιστικού μορφώματος και άλλοτε λουφάζοντας αξιοθρήνητα, ανήμπορος ακόμα και να φάει, ταραγμένος έως ψυχικής και σωματικής πανωλεθρίας, πάντα στρυφνός και αυταρχικός, πάντα υποχόνδριος και υστερικός, πάντα φορέας φρίκης και ουραγός ολέθρων.
Βασισμένος σε μιαν εντυπωσιακή, καλά καταρτισμένη βιβλιογραφία, ο Γκεζ συνθέτει το βιβλίο του σαν μια σειρά ομιλούσες πολαρόιντ...
Ο Μένγκελε δεν παύει να συνωμοτεί, να μηχανορραφεί, να ραδιουργεί. Δεν παύει να εξανίσταται απέναντι σε ό,τι καινοτόμο και γιορτινό φέρνουν οι δεκαετίες, είτε για έναν δίσκο των Beatles πρόκειται είτε για τον υπέροχο τρελό χορό των τεχνών και το Μεγάλο Γλέντι των Sixties τότε που ο «γιατρός-χασάπης» έγινε μια «ποπ φιγούρα του κακού», που φερόταν να συστήνεται ως «Δόκτωρ Ένγκβαλντ», που τα ίχνη του εντοπίζονταν ακόμα και στην κυκλαδίτικη Κύθνο, τότε που ο ίδιος τρωγόταν με τα ρούχα του και φρικιούσε με το Summer of Love του Σαν Φρανσίσκο, με την ψυχεδέλεια και τα ξέφρενα συνθεσάιζερ, με τα επιτεύγματα του Άνσελμ Κίφερ και του Γκέρχαρτ Ρίχτερ, με τα ελευθεριακά κοινόβια που ξεφύτρωναν στο Βερολίνο, ναι, τότε που από τις κολάσεις του Ιερώνυμου Μπος η γερμανική κουλτούρα στρεφόταν στις πραγματωμένες ουτοπίες του Ιωσήφ Μπόις.
Μεθοδικά, τεκμηριωμένα, σκακιστικά, ο Γκεζ καταγράφει τις διαδρομές του Μένγκελε παράλληλα με τις διαδρομές μιας κοινωνίας που θέλει να στρέψει τα νώτα στις αυταρχικές επευφημίες, στην υποκρισία και στα ψέματά της, καθώς εξερευνά «τα βάθη της γερμανικής ψυχής», καθώς αποστράφεται όσο πιο ρητά γίνεται «τη Γερμανία και το εικονοκλαστικό της μένος», τη Γερμανία που είναι «θάλαμος βασανιστηρίων, βούρκος της ανθρώπινης αμαρτίας», τη Γερμανία που έγινε, ανάμεσα στα 1933 και 1945, «εστία της ανθρώπινης πανούκλας που σάρωσε την Ευρώπη».
Olivier Guez - Éric Vuillard |
Ο Βυϊγιάρ μιλάει για το κοκτέιλ απροκάλυπτων εκβιασμών, κτηνωδών ωμοτήτων, σαρωτικής προπαγάνδας, και τρομακτικής/τρομοκρατικής σαγήνης που τσάκισε κορμιά και συνειδήσεις, που οδήγησε στην προσάρτηση της Αυστρίας, στο «Άνσλους», στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και μαζικής εξόντωσης, στο τερατώδες παγκόσμιο μακελειό.
Εξίσου μεθοδικά, εξοπλισμένος με διεισδυτική δριμεία ειρωνεία, ο Ερίκ Βυϊγιάρ (Éric Vuillard, Λυών 1968), γνώστης και αυτός των ολέθριων μηχανισμών, εκθέτει στο μυθιστόρημά του Ημερήσια Διάταξη (μτφρ. Μανώλης Πιμπλής, εκδ. Πόλις), τη φρικαλέα εκτύλιξη των ραδιουργιών που οδήγησαν στην εδραίωση του Τρίτου Ράιχ. Εδώ πρόκειται για τους μεγαλοσχήμονες με το παπιγιόν, με το φράκο και με το μονόκλ. Εδώ πρόκειται για τον Γκούσταφ Κρουπ και για τον Καρλ φον Ζίμενς, για τον Βίλχελμ φον Όπελ και για τον Λούντβιχ φον Βίντερφελντ, για τον Κουρτ Σμιτ και για τον Δόκτορα Στάιν, για εκείνους που μηχανεύτηκαν τους τρόπους της βδελυρής εδραίωσης του ναζισμού, μιας εδραίωσης που πέρασε μέσα από τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ στις 27 Φεβρουαρίου του 1933, από τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών, από τη Νύχτα των Κρυστάλλων, από το κάψιμο των βιβλίων, από την καταδίκη της λεγόμενης «εκφυλισμένης τέχνης», από τους νόμους για την «προστασία του γερμανικού αίματος και της γερμανικής τιμής».
Ο Βυϊγιάρ μιλάει για το κοκτέιλ απροκάλυπτων εκβιασμών, κτηνωδών ωμοτήτων, σαρωτικής προπαγάνδας, και τρομακτικής/τρομοκρατικής σαγήνης που τσάκισε κορμιά και συνειδήσεις, που οδήγησε στην προσάρτηση της Αυστρίας, στο «Άνσλους», στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και μαζικής εξόντωσης, στο τερατώδες παγκόσμιο μακελειό.
Θαρρείς εμπνευσμένος από τις ταινίες/τομές Το Αυγό του Φιδιού (1977) του Ίγκμαρ Μπέργκμαν και οι Καταραμένοι (1969) του Λουκίνο Βισκόντι, ο Βυϊγιάρ φανερώνει και υπενθυμίζει, με ευπρόσδεκτη παραπλανητική κομψότητα, την βαναυσότητα που κρύβεται στη χλιδή των σαλονιών και που οδηγεί σε φρικαλέες καταστροφές ενδεδυμένη με κασμίρια, κρυμμένη πίσω από μειδιάματα, αποφασισμένη να θύει μονίμως, και με κάθε τίμημα, στον βωμό του καλπάζοντος κέρδους.
Από τη μια, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο τραγικός στοχαστής και ποιητής της καθημερινότητας, που επισημαίνει ότι στη Βιέννη κόβουν οι χιτλερικοί τη σύνδεση του υγραερίου στους Εβραίους γιατί, μες στην απελπισία τους, αυτοκτονούν και αφήνουν απλήρωτους τους λογαριασμούς, και από την άλλη εκείνοι που κερδοσκοπούν εκμεταλλευόμενοι την καταναγκαστική, θανάσιμη εργασία στα στρατόπεδα συγκέντρωσης: «Ο πόλεμος αποδεικνυόταν κερδοφόρος», γράφει ο Βυϊγιάρ. «Η Bayer άντλησε εργατικό δυναμικό από το Μαουτχάουζεν. Η BMW προσλάμβανε από το Νταχάου, το Ζάξενχαουζεν, το Ντατζβάιλερ-Στρούτχοφ και το Μπούχενβαλντ […] Η Agfa προμηθευόταν εργάτες από το Νταχάου. Η Shell από το Νόιενγκαμμε. Η Schneider από το Μπούχενβαλντ. Η Telefunken από το Γκρος-Ρόζεν και η Siemens από το Μπούχενβαλντ, το Φλόσενμπεργκ, το Νόιενγκαμμε, το Ζάξενχαουζεν, το Γκρος-Ρόζεν και το Άουσβιτς. Οι πάντες είχαν πέσει με τα μούτρα σε αυτό το τόσο φτηνό εργατικό δυναμικό».
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να κάνουμε στους εκλεκτούς και επιδέξιους μεταφραστές των δύο αυτών πολύτιμων μυθιστορημάτων, την Ευγενία Γραμματικοπούλου και τον Μανώλη Πιμπλή, για το μεράκι και τη μέριμνά τους να αποδοθούν με ακρίβεια οι φράσεις του Ολιβιέ Γκεζ και του Ερίκ Βυϊγιάρ.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Αποσπάσματα από τα βιβλία
«Οι σύγχρονοι γερμανοί καλλιτέχνες τον απωθούν, τα πρώτα κοινόβια που ξεφύτρωσαν στην Κολωνία, στο Μόναχο και στο Δυτικό Βερολίνο, ο Μπόις και η κοινωνική γλυπτική του από κάρβουνο, χαλίκια και σκουριασμένο ατσάλι, το κίνημα Zero, ο Ρίχτερ, ο Κίφερ, οι βιεννέζοι αξιονιστές, ο Μπρους, ο Μούελ, ο Νιτς που χαράσσουν το δέρμα τους και πιτσιλάνε τους καμβάδες τους με αίμα, και οι ψυχεδελικοί μουσικοί με τα αντιδραστικά συνθεσάιζερ, τα φλάουτα και τα ξέφρενα κρουστά που θάβουν τον βαγκνερικό λυρισμό. Οι κοσμικές τους μελοποιίες εξερευνούν τα βάθη της γερμανικής ψυχής και κραυγάζουν την απόγνωσή τους ποδοπατώντας το παρελθόν». Olivier Guez, Η Εξαφάνιση του Γιόζεφ Μένγκελε (σ. 222)
«Εκείνη τη στιγμή, ο Χίτλερ μπορεί και να χαμογέλασε. Όταν οι γκάνγκστερ ή οι τρελοί για δέσιμο χαμογελούν, δύσκολα τους αντιστέκεσαι· θες να τελειώνεις όσο πιο γρήγορα γίνεται με την πηγή της δυστυχίας σου, θες τη γαλήνη. Κι έπειτα, ανάμεσα σε δύο επεισόδια ψυχολογικών μαρτυρίων, ένα χαμόγελο διαθέτει αναμφίβολα μια ιδιαίτερη γοητεία, είναι σαν όαση». Éric Vuillard, Ημερήσια Διάταξη (σ. 55-6).
Η εξαφάνιση του Γιόζεφ Μένγκελε
Olivier Guez
Μτφρ. Ευγενία Γραμματικοπούλου
Κριτική 2018
Σελ. 312, τιμή εκδότη €15,00
Ημερήσια διάταξη
Éric Vuillard
Μτφρ. Μανώλης Πιμπλής
Πόλις 2018
Σελ. 160, τιμή εκδότη €15,00