
Για το μυθιστόρημα του Αβραάμ Β. Γεοσούα «Η κομπάρσα» (μτφρ. Μάγκυ Κοέν, εκδ. Καστανιώτης).
Της Εύας Στάμου
Η Νόγκα είναι μια 42χρονη Ισραηλινή μουσικός που εργάζεται στην ορχήστρα του Αρνχάιμ, στην Ολλανδία. Επιστρέφει στην ιδιαίτερη πατρίδα της, την Ιερουσαλήμ, για τρεις μήνες, προκειμένου να πάρει μέρος σε ένα «πείραμα», μια δοκιμή που προτείνει ο νεότερος αδερφός της στην ίδια και την 75χρονη μητέρα τους, μετά τον θάνατο του πατέρα τους. Η Νόγκα αναλαμβάνει να προσέχει το σπίτι της μητέρας για όσο διάστημα εκείνη θα μεταβεί σε έναν οίκο ευγηρίας στο Τελ Αβίβ, ώστε να δώσει στον εαυτό της την ευκαιρία να καταλάβει αν προτιμά να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής της στην πόλη όπου ζουν ο γιος και τα εγγόνια της ή στο σπίτι που μοιραζόταν με τον άντρα της στην Ιερουσαλήμ.
Η 42χρονη αρπίστρια εξασφαλίζει άδεια από την εργασία της και γυρίζει στο διαμέρισμα όπου έζησε την εφηβεία της. Ταξιδεύει από την Ευρώπη της ανεκτικότητας και της καλλιτεχνικής ελευθερίας σε μια Ιερουσαλήμ που γίνεται κάθε μέρα πιο θρησκόληπτη και συντηρητική.
Η 42χρονη αρπίστρια εξασφαλίζει άδεια από την εργασία της και γυρίζει στο διαμέρισμα όπου έζησε την εφηβεία της. Ταξιδεύει από την Ευρώπη της ανεκτικότητας και της καλλιτεχνικής ελευθερίας σε μια Ιερουσαλήμ που γίνεται κάθε μέρα πιο θρησκόληπτη και συντηρητική, σε μια γειτονιά όπου έχουν επικρατήσει οι υπέρ-ορθόδοξοι Εβραίοι κι έχουν επιβάλλει τα αυστηρά τους ήθη. Για να αξιοποιήσει τον ελεύθερο χρόνο της, αποφασίζει να δεχθεί την πρόταση του αδερφού της να εργαστεί ως κομπάρσα σε διάφορες ισραηλινές τηλεοπτικές και κινηματογραφικές παραγωγές. Ήδη από το πρώτο κεφάλαιο δημιουργείται στον έμπειρο αναγνώστη η εντύπωση ότι ο τίτλος του βιβλίου δεν αφορά τόσο την περιστασιακή ενασχόληση της ηρωίδας κατά την τρίμηνη παραμονή της στο Ισραήλ όσο το σύντομο πέρασμά της από τη ζωή της μητέρας, του αδερφού της, των γειτόνων και του πρώην άντρα της. Θα υποστήριζα, μάλιστα, ότι ο εν πολλοίς περιφερειακός ρόλος που βιώνει η ηρωίδα ανταποκρίνεται αφηγηματικά και στο γεγονός ότι το μουσικό όργανο που παίζει, η άρπα, σπάνια έχει πρωταγωνιστική θέση στα κονσέρτα κλασικής μουσικής.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η Νόγκα θεωρείται από τους άλλους (και συχνά έτσι νιώθει και η ίδια) κομπάρσα επειδή δεν έχει αποκτήσει παιδιά. Μία Ισραηλινή μέσης ηλικίας είναι δύσκολο, ακόμη και σήμερα, να πρωταγωνιστήσει στην οικογένεια και τον κοινωνικό της περίγυρο αν δεν φέρει τον τίτλο της μητέρας, αφού (σύμφωνα με την υπόθεση του βιβλίου) τίποτα δεν προσδίδει σε μια γυναίκα την αξία και την αίγλη που φέρει η μητρότητα. Στην περίπτωση μάλιστα της Νόγκα, η οποία δεν έχει κάνει παιδιά από επιλογή, η λύπηση, η περιέργεια, η περιφρόνηση, ακόμη κι η έκδηλη εχθρότητα, βρίσκονται στο καθημερινό μενού. Συχνά η ηρωίδα καλείται να υποστηρίξει την επιλογή της, χωρίς να το καταφέρνει πάντα. Ο πρώην άντρας της θεωρεί ότι η Νόγκα πάσχει από κάποια μορφή ψυχικής αναπηρίας, ενώ η μητέρα της αναρωτιέται αν έχει φταίξει η ίδια που η κόρη της δεν επιθυμεί να γίνει μητέρα. Κάποια από τα προβλήματα –και τα συνακόλουθα άγχη– της μέσης ηλικίας προσεγγίζονται από τον συγγραφέα με τη θυμική ένταση που τους αναλογεί: το πένθος για τον θάνατο ενός γονιού, η φροντίδα μιας ηλικιωμένης μάνας, η προσπάθεια μνημονικής ανασύνθεσης της νεαρής ηλικίας ώστε να χρησιμοποιηθεί το «αθώο» παρελθόν ως οδηγός για το παρόν.
O Γεοσούα ως έναν βαθμό επιτυγχάνει να παρουσιάσει την ηρωίδα του με αμεσότητα και τρυφερότητα. Ωστόσο, σε ένα κείμενο που αγγίζει ζητήματα όπως η εμμηνόπαυση και η σεξουαλικότητα, ή όπως η μητρότητα και η άρνησή της, η απουσία της σωματικότητας αφήνει ένα καίριο κενό.
Ο Γεοσούα μοιάζει γοητευμένος από την ανεξαρτησία και τον δυναμισμό της Νόγκα και κατ’ επέκταση των σύγχρονων γυναικών, ωστόσο –ίσως χωρίς να το συνειδητοποιεί– υπονομεύει την ηρωίδα του αναπαράγοντας κάποια στερεότυπα που αφορούν τη σεξουαλικότητα των γυναικών μέσης ηλικίας. Καταρχάς, όλοι οι μνηστήρες της 42χρονης αρπίστριας είναι άντρες κατά πολύ μεγαλύτεροί της, που, σε αντίθεση με την ηρωίδα, κατέχουν θέσεις εξουσίας. Με τον τρόπο που σκιαγραφείται η προσωπικότητα της Νόγκα, ο δικός της πόθος είναι είτε απών είτε ετερόνομος, αφού οι σκέψεις και οι κινήσεις της αποτελούν απλές αντιδράσεις, θετικές ή αρνητικές, στην επιθυμία των αντρών. Σε ορισμένα σημεία του βιβλίου η πρωταγωνίστρια αναφέρει ότι αντιλαμβάνεται πως κάποιος άντρας έλκεται από αυτήν και τη βρίσκει ποθητή, μα δεν υπάρχει καμία αναφορά στην ερωτική επιθυμία της ίδιας, λες και ο συγγραφέας να ένιωθε αμηχανία ως προς τον τρόπο που όφειλε να χειριστεί αυτό το θέμα.
Είναι πραγματικά σημαντικό ότι ένας μυθιστοριογράφος που διανύει την τρίτη ηλικία επιδιώκει να κατανοήσει και να αποδώσει με ευκρίνεια τον τρόπο σκέψης μιας σύγχρονης πολύ νεότερής του γυναίκας που ζει για τη μουσική της, χωρίς μόνιμο σύντροφο και παιδιά, και ο Γεοσούα ως έναν βαθμό επιτυγχάνει να παρουσιάσει την ηρωίδα του με αμεσότητα και τρυφερότητα. Ωστόσο, σε ένα κείμενο που αγγίζει ζητήματα όπως η εμμηνόπαυση και η σεξουαλικότητα, ή όπως η μητρότητα και η άρνησή της, η απουσία της σωματικότητας αφήνει ένα καίριο κενό, με αποτέλεσμα να θολώνει στα μάτια του αναγνώστη η εικόνα της πρωταγωνίστριας. Μπορεί το βιβλίο να έχει θέμα «φεμινιστικό» –όπως έχουν δηλώσει αρκετοί κριτικοί–, κατά την άποψή μου, όμως, ο συγγραφέας του δεν αποφεύγει κάποιες από τις παγίδες των στερεοτύπων που αφορούν τη γυναικεία ταυτότητα και αναπαράγονται συχνά στη σύγχρονη λογοτεχνία. Γενικά μιλώντας, θα ήταν νομίζω καλύτερο να μην αφήνουμε την ιδεολογική συζήτηση περί της «φεμινιστικότητας» ενός μυθιστορήματος να λειτουργεί ως κριτήριο της λογοτεχνικής του αξίας. Το αφηγηματικό χάρισμα του Γεοσούα, άλλωστε, είναι αναμφισβήτητο. Πιστεύω, συνεπώς, ότι αν υπάρχει κάποιο θέμα με την παρουσίαση της πρωταγωνίστριας, δεν είναι ζήτημα «πολιτικής ορθότητας», αλλά αφορά το κατά πόσον η προσωπικότητά της αποδίδεται ολοκληρωμένα και ανάγλυφα, με ψυχολογική, δηλαδή πειστικότητα.
* Η ΕΥΑ ΣΤΑΜΟΥ είναι συγγραφέας.

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ Β. ΓΕΟΣΟΥΑ