
Για το βιβλίο του Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς «Το τραγούδι του Χιλμπίλη» (μτφρ. Αριστείδης Μαλλιαρός, εκδ. Δώμα).
Του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου
Χιλμπίληδες, μας πληροφορεί ο συγγραφέας στον πρόλογο του βιβλίου, αποκαλούν στην Αμερική τους δίχως πανεπιστημιακή μόρφωση λευκούς της εργατικής τάξης με σκωτοϊρλανδική καταγωγή. Πρόκειται για έναν στερεοτυπικό χαρακτηρισμό με διπλό χρωματισμό, μιας και οι άνθρωποι αυτοί θεωρούνται από τη μία ελεύθερα και ανεξάρτητα πνεύματα που αντιστέκονται στον βάρβαρο εκμοντερνισμό της κοινωνίας, από την άλλη άξεστοι, χοντροκομμένοι, ακόμα και βίαιοι. Οι αρνητικές συνδηλώσεις του όρου ωστόσο είναι σίγουρα ισχυρότερες, οπότε η απόφαση του συγγραφέα να εντάξει τη συγκεκριμένη λέξη στον τίτλο μπορεί να κριθεί εξαρχής τολμηρή.
Καθ’ ομολογία συντηρητικός, με υψηλό πατριωτικό αίσθημα και ανενδοίαστη περηφάνια για τη γέννησή του στη «μεγαλύτερη και σπουδαιότερη χώρα του κόσμου», δεν εξιδανικεύει ωστόσο το αμερικάνικο όνειρο.
Ο πρωτότυπος τίτλος (Hillbilly elegy: a memoir of a family and culture in crisis) είναι λιγότερο κομψός, μα περισσότερο ακριβής και δηλωτικός των πλήρων φιλοδοξιών του συγγραφέα, o οποίος μεγάλωσε σε μια μη προνομιούχα περιοχή της Αμερικής, με κοινωνικό και οικογενειακό περίγυρο που στατιστικά δεν μπορούσαν να αποτελέσουν προθάλαμο για τίποτε άλλο πέρα από την αμορφωσιά, την αβεβαιότητα και την ανέχεια. Με εξομολογητική ειλικρίνεια και άμεσο ύφος, μας αφηγείται πώς τελικά κατάφερε να αποφοιτήσει από τη νομική σχολή του Γέιλ και να γίνει μέρος μιας πραγματικότητας που μεγαλώνοντας θεωρούσε απλησίαστη, αν όχι αδιανόητη. Καθ’ ομολογία συντηρητικός, με υψηλό πατριωτικό αίσθημα και ανενδοίαστη περηφάνια για τη γέννησή του στη «μεγαλύτερη και σπουδαιότερη χώρα του κόσμου», δεν εξιδανικεύει ωστόσο το αμερικάνικο όνειρο. Αναγνωρίζει πως πολλά ευρωπαϊκά κράτη το υλοποιούν καλύτερα από τις ίδιες τις ΗΠΑ και πως ακόμα και μέσα στη χώρα υπάρχει μεγάλη ανομοιογένεια και ανισότητα ως προς την πραγμάτωσή του.
Τη γραμμική και ρέουσα αφήγηση διανθίζουν αναφορές σε έρευνες και μελέτες για τη φτώχεια, αλλά και μεροληπτικές παρεμβάσεις του συγγραφέα που φανερώνουν μια ακόμα ζέουσα οργή για τα μειωμένα εφόδια με τα οποία αναγκάστηκε να παλέψει στον δρόμο για την επιτυχία. Συχνά, παρασυρόμενος από αυτό το συναίσθημα, εκφράζει μέχρι και αποστροφή για τα μέλη της καινούργιας του τάξης και γίνεται αφοριστικός ή απόλυτος: εντύπωση προκαλεί, για παράδειγμα, η μανιχαϊκή ευκολία με την οποία αποκαλεί τον Τόνι Σοπράνο της ομώνυμης θρυλικής σειράς «έναν βίαιο δολοφόνο, αντικειμενικά φριχτό άνθρωπο, με όποιο κριτήριο κι αν τον αξιολογήσεις» ή η απόφανσή του ότι «οι χιλμπίληδες είμαστε οι πιο σκληροτράχηλοι άνθρωποι σε αυτή τη γαμημένη γη». Αυτός ο θυμός είναι σημαντικό πως με τον καιρό εκπνέει και ο συγγραφέας αναγνωρίζει πως πρέπει και μπορεί να τον διαχειριστεί.
Η αφήγηση ξεκινά από τα παιδικά χρόνια του Βανς στο Μιντλτάουν του Οχάιο, με τον πατέρα του απόντα και τη μητέρα του τοξικομανή, με έναν κοινωνικό περίγυρο ολότελα ξένο ή ακόμα και εχθρικό σε οτιδήποτε έχει να κάνει με πρόοδο ή μάθηση.
Η αφήγηση ξεκινά από τα παιδικά χρόνια του Βανς στο Μιντλτάουν του Οχάιο, με τον πατέρα του απόντα και τη μητέρα του τοξικομανή, με έναν κοινωνικό περίγυρο ολότελα ξένο ή ακόμα και εχθρικό σε οτιδήποτε έχει να κάνει με πρόοδο ή μάθηση. Συνεχείς μετακομίσεις, καυγάδες, καινούργιοι άνθρωποι που έπρεπε να γνωρίσει, να αγαπήσει και να ξεχάσει, αυτοί ήταν οι λόγοι, όπως μας λέει, που δεν είχε πρόσβαση σε ευκαιρίες κι όχι το κακό δημόσιο σχολείο. Καθοριστικοί στην πορεία του στάθηκαν η γιαγιά Μέμω και ο παππούς Πάπω, που με την αγάπη και την παρακίνησή τους δημιούργησαν ένα εύρυθμο περιβάλλον στο οποίο ο Βανς μπόρεσε επιτέλους να αφοσιωθεί απερίσκεπτα στην πρόοδό του, καθώς και η θητεία του συγγραφέα στους πεζοναύτες, η οποία τον δίδαξε τη σημασία της προσωπικής επιλογής και το μεγαλείο του ψυχικού αποθέματος που ενυπάρχει στον καθένα.
Ωστόσο, παρά το αδιαμφισβήτητα σκληρό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε, τη συνεχώς επικρεμάμενη αβεβαιότητα και την περιδίνηση μέσα στη δυστυχία και την έμφυτη και ολοένα τροφοδοτούμενη απαισιοδοξία, τα γεγονότα που αφορούν την παιδική ηλικία του συγγραφέα δεν μπορούμε να πούμε ότι αποκλίνουν εξαιρετικά από το (έστω θεωρητικά και φαντασιακά) γνώριμο, τουλάχιστον όχι τόσο ώστε να εντυπωσιάσουν με την πρωτοτυπία τους. Δεν είναι ανήκουστες ή πρωτόφαντες οι περιπτώσεις παιδιών που μεγάλωσαν σε ακόμη πιο βάρβαρες συνθήκες, για να ακολουθήσουν έπειτα μεγαλειώδεις και ελπιδοφόρες πορείες επιτυχίας. Αυτό που προσδίδει αξία στο βιβλίο, εκτός από την ευθύτητα του ύφους και των περιγραφών, είναι μάλλον οι ψυχολογικές και κοινωνικές διαστάσεις με τις οποίες διαπλέκει την αφήγηση ο συγγραφέας, χρωματίζοντάς τη με ενδιαφέρουσες και διαφωτιστικές συμπαραδηλώσεις.
![]() |
Ο Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς |
Έχει «μια καλή δουλειά, έναν ευτυχισμένο γάμο, ένα άνετο σπίτι και δύο ζωηρά σκυλιά», ψηφίδες μιας ιδανικής για αυτόν εικόνας την οποία ωστόσο ακόμα προσπαθεί να δει ως φυσική προέκταση της γέννησής του κι όχι ως ένα προνόμιο λίγων το οποίο αυτός αδίστακτα και προσωρινά οικειοποιείται.
Για παράδειγμα, αναδεικνύεται και επισημαίνεται η σκοτεινή πλευρά της κοινωνικής κινητικότητας, η οποία μπορεί, ταυτόχρονα με τις προφανείς ευεργεσίες της, να αποτελέσει και σπινθήρα για την πυροδότηση ενός ισχυρού πολιτισμικού σοκ. Οι άνθρωποι αυτοί, για καιρό κουρασμένοι και χαυνωμένοι από τη βιοπάλη, πλέον έκπληκτοι από τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο που περίλαμπρα τους περιβάλλει, είναι πιο εύκολο να εκπέσουν εκ νέου και γι’ αυτό χρειάζονται επιπλέον μέριμνα, καθώς και μια περίοδο χάριτος, ώστε να προσαρμοστούν ομαλά και λειτουργικά στη νέα τους τάξη. Παράλληλα, η ανέλιξη αυτή ενέχει τον κίνδυνο να απορριφθούν συσσωρευτικά και αναίτια πτυχές της παλιάς ζωής (πρόσωπα, τόποι, μνήμες) με αδιαφιλονίκητη σημασία για το άτομο και την ταυτότητά του.
Ο συγγραφέας, αυτοπροσδιοριζόμενος εν τέλει ως πολιτισμικός μετανάστης, δεν μπορεί εύκολα να πάψει να νιώθει ξένος στη νέα τάξη στην οποία με τόσο κόπο και αφοσίωση κατάφερε να εισέλθει. Αισθάνεται κατά κάποιον τρόπο στιγματισμένος από την κοινωνική καταγωγή του, με τις κακουχίες να έχουν μόνιμα ενεργοποιήσει το σημείο του στρες στον εγκέφαλό του, καθιστώντας τον έτοιμο κάθε στιγμή για φυγή και σύγκρουση. Έχει «μια καλή δουλειά, έναν ευτυχισμένο γάμο, ένα άνετο σπίτι και δύο ζωηρά σκυλιά», ψηφίδες μιας ιδανικής για αυτόν εικόνας την οποία ωστόσο ακόμα προσπαθεί να δει ως φυσική προέκταση της γέννησής του κι όχι ως ένα προνόμιο λίγων το οποίο αυτός αδίστακτα και προσωρινά οικειοποιείται. Η ιστορία του μπορεί έτσι να διαβαστεί ως μια διήγηση πείσμονος και επίπονης απόπειρας για απάρνηση του προδιαγεγραμμένου, για αμφισβήτηση της στατιστικής και της μοίρας – μια διαρκής πορεία ιχνηλάτησης των κρυφών δυνατοτήτων του ατόμου και συνταίριαξής τους σε ένα οικείο και καταπραϋντικό σχήμα.
* Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΡΜΑΝΤΟ ΓΚΕΖΟΣ είναι συγγραφέας.
Το τραγούδι του Χιλμπίλη
Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς
Μτφρ. Αριστείδης Μαλλιαρός
Δώμα 2018
Σελ. 368, τιμή εκδότη €16,00