Για το μυθιστόρημα του Χουάνγκ Σοκ Γιονγκ «Η εγκαταλειμμένη πριγκίπισσα» (μτφρ. Αμαλία Τζιώτη, εκδ. Καστανιώτης).
Του Γιώργου Βέη
Θα μπορούσε να ήταν ένα ακόμη συμβατικό οικογενειακό ρομάντζο. Με την απλή και μόνον παράθεση τυπικών στοιχείων, τα οποία θα αφορούσαν στις τύχες συγκεκριμένων, απρόβλεπτων μεταναστών, σε διάφορα, ει δυνατόν, σημεία του πλανήτη, θα διέθετε εξ ορισμού και μιαν ισχυρή δόση επικαιρότητας. Οι ως επί το πλείστον αδιέξοδες σήμερα καταστάσεις, σε διεθνές επίπεδο, τροφοδοτούν, ως γνωστόν, αφειδώς όσους προχειρολογούν στον χώρο του πεζού λόγου. Όμως ο έμπειρος κι άλλο τόσο συνετός Νοτιοκορεάτης συγγραφέας Χουάνγκ Σοκ Γιονγκ, γεννημένος το 1943 στην πόλη Τσανγκτσούν της Μαντζουρίας, απέφυγε ευφυώς τα όποια αυτονόητα και τα συμφραζόμενά τους, αναπτύσσοντας διεξοδικά, δηλαδή πολυπρισματικά, το πρωταρχικό του διηγητικό σχέδιο. Προσέφυγε μάλιστα στο ευρύτερο εθνικό, αμιγώς πολιτισμικό κληροδότημα. Επισημαίνω ότι η ομολογουμένως σύμμετρη πρόσμειξη αρχέγονων, γηγενών και μη, μυθολογικών στοιχείων, σε συνδυασμό με την αξιοποίηση ορισμένων χαρακτηριστικών δεδομένων του ευρύτερου σαμανισμού, όπως τον γνώρισε κατεξοχήν η Άπω Ανατολή, αναβάθμισε ευλόγως το παρόν μυθιστόρημα.
H ομολογουμένως σύμμετρη πρόσμειξη αρχέγονων, γηγενών και μη, μυθολογικών στοιχείων, σε συνδυασμό με την αξιοποίηση ορισμένων χαρακτηριστικών δεδομένων του ευρύτερου σαμανισμού, όπως τον γνώρισε κατεξοχήν η Άπω Ανατολή, αναβάθμισε ευλόγως το παρόν μυθιστόρημα.
Η τρέχουσα καταθλιπτική ατμόσφαιρα της Βορείου Κορέας, η μεταιχμιακή βορειανατολική Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και η πολιτισμική χοάνη του Λονδίνου συνιστούν τους τρεις διακριτούς πόλους της μυθιστορηματικής εστίασης. Χρόνος: η δεκαετία του 1980. Τα διηγητικά πρόσωπα πείθουν διαρκώς τόσο για τη σημαίνουσα αλήθεια, την οποία εκόντα άκοντα κομίζουν, όσο και για τις κρίσιμες ψυχοσωματικές τους ιδιαιτερότητες. Η δράση ασίγαστη, οι μεταπτώσεις του ψυχισμού των ηρώων εμφανέστατες, τα ευρήματα διεξοδικά. Οι μη αναμενόμενες συμπεριφορές των κύριων χαρακτήρων συνιστούν εξόφθαλμους κειμενικούς κανόνες. Σημειωτέον ότι ο Χουάνγκ Σοκ Γιονγκ θεωρείται –και δικαίως– ένας από τους εξέχοντες συγγραφείς της Νότιας Κορέας. Η μετάφραση έγινε από το πρωτότυπο, παρέχοντας ένα από κάθε πλευρά άρτιο, ιδίως εύηχο κείμενο. Ιδιαίτερα κατατοπιστικό και επιμελημένο είναι το επίμετρο του ίδιου του συγγραφέα.
Η Μπάρι είναι το έβδομο κορίτσι, σε μια οικογένεια βορειοκορεατών, η οποία ματαίως περιμένει αγόρι. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δείχνει συνεχώς εξαθλίωση. Αλλά και πείσμα επιβίωσης πάση θυσία. Πρόκειται για υποψήφιους πρόσφυγες, που θα ζήσουν κι αυτοί στη σκιά του νεοφιλελεύθερου κόσμου, όπως δηλώνει εν κατακλείδι ο συγγραφέας. Η σχεδόν νεογέννητη Μπάρι εγκαταλείπεται από την οριακά δύσθυμη, καθημαγμένη μητέρα της, λόγω των εξαιρετικά δύσκολων συνθηκών διαβίωσης της άτυχης αυτής οικογένειας. Θα τη βρει όμως η σκυλίτσα του σπιτιού. Με την επέμβαση της πολύτροπης γιαγιάς της θα σωθεί τελικά, για να περάσει λίγα χρόνια μετά κι αυτή, όπως τόσοι και τόσοι άποροι, απέλπιδες συμπατριώτες της, στην Κίνα. Την χώρα της ελπίδας. Εκεί όπου τα όνειρα όλων των απονενοημένων ενδεχομένως μπορούν με λίγη καλή τύχη να πραγματοποιηθούν. Όμως η Μπάρι, όντας ήδη στα μέσα της εφηβείας της, βιώνει εξ αντικειμένου αρκετά κεφάλαια μιας επίγειας κόλασης. Δουλέμποροι την προωθούν στη Μεγάλη Βρετανία. Εκεί θα γνωρίσει τον Αλί, Άγγλο υπήκοο, πακιστανικής καταγωγής. Από τον γάμο τους προκύπτει ένα κοριτσάκι, το οποίο δεν θα αργήσει να έχει τραγικό τέλος.
Η ισχυρή βούληση πάντως της Μπάρι, ως και η ικανότητά της να προσαρμόζεται ακόμα και στις πιο δυσμενείς συγκυρίες, ανακαλεί ευθέως το ήθος και τον δυναμισμό της μυθολογικής συνώνυμής της πριγκίπισσας, η οποία δεν διστάζει να κατέβει ως και στον κόσμο των νεκρών, αναζητώντας ακατάπαυστα το σωτήριο ελιξίριο, το ζωογόνο νερό, για να διασώσει το ανθρώπινο είδος από τις θανατηφόρες ασθένειες. Το έπος αυτό των σαμάνων έχει περάσει προφορικά από γενιά σε γενιά στη Σιβηρία, στη Βόρεια Μαντζουρία, προαναφερόμενο λίκνο του Χουάνγκ Σοκ Γιονγκ, αλλά και σε ολόκληρη την Κορεατική Χερσόνησο, όπως υπογραμμίζει ο ίδιος στο επίμετρό του. Συγκρατώ ότι οι σαμάνοι θεωρούν την ιστορία της πριγκίπισσας Μπάρι ως τον κομβικό μύθο τους και τη γιαγιά Μπάρι ως τον απώτερο πρόγονό τους. Η πολυμήχανη ηρωίδα του παρόντος βιβλίου είναι προφανώς κι εκείνη αλαφροΐσκιωτη. Γι’ αυτό και μπορεί συχνά πυκνά να επικοινωνεί τόσο με τα πνεύματα συγκεκριμένων συγγενών της, όσο και με πλήθος ανωνύμων, που συνετρίβησαν ανέκκλητα από τις ακούραστες Συμπληγάδες των επίγειων δεινών. Έτσι η αφήγηση θα παραπέμψει εμμέσως πλην σαφώς στον άφοβο περιηγητή του Κάτω Κόσμου, δηλαδή στον Ορφέα, επίσης στον Οντίν, τον αρχετυπικό ήρωα των βορειοευρωπαϊκών ασμάτων και βεβαίως στη ραψωδία λ της Οδύσσειας. Η Μπάρι μάλιστα, αντί να προσφέρει το αίμα της θυσίας αμνών, όπως κάνει ο τολμηρός Οδυσσέας, συναντώντας τους διψασμένους για ζωή νεκρούς, προσφέρει στις σκιές των δικών της νεκρών κέικ ρυζιού φτιαγμένα στον ατμό, τα τοκ, όπως τα αποκαλούν στη γλώσσα της.
Οι οιωνοί παραμένουν σκοτεινοί. Το μέλλον προφανώς θα συνιστά μιαν επανάληψη της μείζονος αδικίας. Η Μπάρι ξέρει όμως ότι οι νεκροί είναι με το μέρος της. Εκείνοι την τροφοδοτούν με την όποια άφατη γνώση τους. Το μεταφυσικό στοιχείο γειώνεται έτσι στην καθημερινότητά της όχι ως οίηση, αλλά ως Πρόνοια. Παραμένει νηφάλια όταν άλλες στη θέση της μάλλον θα παραφρονούσαν. Ίσως αυτό να συνιστά το κυριότερο αποτύπωμα του ήθους της ακαταπόνητης Μπάρι.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι ποιητής.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Όταν μεγάλωνα, μου είχαν πει ότι στη Βόρεια και Νότια Κορέα οι άνθρωποι ζούσαν και σκέφτονταν διαφορετικά. Επομένως μάλωναν πάντα σαν τις γάτες με τους σκύλους. Οι μεγάλοι έλεγαν ότι έφταιγαν οι Αμερικανοί με τις μεγάλες μύτες γι’ αυτό. Οι μεγαλύτεροι στην οικογένεια του Αλί μου είπαν ότι οι ινδουιστές και οι μουσουλμάνοι είχαν χωριστεί σε Ινδία και Πακιστάν και πολεμούσαν για πολύ καιρό, ότι στις επαρχίες Γιαμού και Κασμίρ, υπό ινδική κατοχή, συγκέντρωναν αθώους ανθρώπους και τους σκότωναν, και ότι αρχικά έφταιγαν οι Βρετανοί γι’ αυτό».