Για το μυθιστόρημα του Αντόν Σαμάς «Αραμπέσκ» (μτφρ. Χρυσούλα Παπαδοπούλου, εκδ. Καστανιώτης).
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
O Αντόν Σαμάς έγραψε τις Αραμπέσκ (Arabesques) σε ηλικία τριάντα έξι ετών (1988, και από τότε μεταφράστηκε σε οκτώ γλώσσες): στο έργο αυτό επιχειρεί να αναζητήσει μια κοινή αισθητική ανάμεσα στους λαούς της Εγγύς Ανατολής. Ιχνηλατεί τη σχέση τους μετά από την περίοδο της αποικιοκρατίας, ώστε να καταδείξει τα εμπόδια που προκύπτουν από τον πολιτιστικό εθνικισμό των Παλαιστινίων.
Ο Σαμάς επιλέγει ως λογοτεχνική γλώσσα την εβραϊκή, τη γλώσσα των «καταπιεστών», για να θέσει σε νέα βάση τις πεποιθήσεις και το στυλ ζωής, ενώ καταγράφει την καθημερινότητα και επαναπροσδιορίζει την εντοπιότητα/πολιτιστική ταυτότητα του τόπου καταγωγής του: αυτό, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε τη δυσπιστία των Εβραίων κριτικών λογοτεχνίας. Η εξιστόρηση της νεότητας του συγγραφέα γίνεται μέσα από τις μνήμες μιας οικογένειας και μιας θρυλικής περιοχής της Γαλιλαίας: είτε ως αναζήτηση της πολιτιστικής του κληρονομιάς, είτε ως επανεύρεση του «φυλετικού» εαυτού του, είτε ως άρση των ψυχικών συγκρούσεών του.
Το τραύμα της γενιάς της «ίδρυσης» και ο εθνικισμός
Με ελικοειδή αφήγηση (αραβούργημα), οι Αραμπέσκ παρουσιάζουν τη ζωή της οικογένειας του συγγραφέα στη Φασούτα και τους διαδοχικούς εκπατρισμούς, τους εκτοπισμούς και την ταλαιπωρία της. Αμιγώς αυτοβιογραφικές, καλύπτουν αναδρομικά το δεύτερο μέρος του εικοστού αιώνα έως τα ξεκινήματα του εικοστού πρώτου, καταγράφοντας την απήχηση των κύριων κοινωνικοπολιτικών γεγονότων της Παλαιστίνης στην ιδιωτική ζωή των ανθρώπων που ανήκαν «σε μειονότητα της μειονότητας της μειονότητας»[1]. Η ιστορία αλλεπάλληλων μετατοπίσεων προσέδωσε στη ζωή αυτών των ανθρώπων μιαν αίσθηση μόνιμης προσωρινότητας: το μόνο που πράγματι «κατείχαν» είναι την ιστορική τους μνήμη, που οι Αραμπέσκ την αξιοποιούν στο έπακρον, φιλοτεχνώντας «ένα άλλο Ισραήλ».
Αμιγώς αυτοβιογραφικές, οι Αραμπέσκ παρουσιάζουν τη ζωή της οικογένειας του συγγραφέα στη Φασούτα και τους διαδοχικούς εκπατρισμούς, τους εκτοπισμούς και την ταλαιπωρία της.
Η εξιστόρηση εστιάζει σε τρεις περιόδους πικρής ιστορικής μνήμης: στην Αραβική Εξέγερση του 1936/7, στον πόλεμο της κατάτμησης των εδαφών του 1947/8 και στην παρούσα θερμοπολεμική κατάσταση, κατά τον Ilan Pappe. Η πλοκή βασίζεται σε μια τυχαία ανακάλυψη του συγγραφέα: ο εξάδελφός του που θεωρούνταν νεκρός στην πραγματικότητα είχε υιοθετηθεί από το εκχριστιανισθέν πλούσιο ζευγάρι Μισέλ Αμπιάντ, μεγάλωσε και σπούδασε Ιατρική και ζούσε στις ΗΠΑ, επισκεπτόμενος περιστασιακά τη Βηρυτό και το Παλαιστινιακό Κέντρο Ερεύνης. Η μορφή του διακρίνεται ανάμεσα στους νεκρούς, σε φωτογραφία θυμάτων ομαδικής σφαγής στις Σάμπρα και Σατίλα.
Μαγικός ρεαλισμός
Ένα από τα διδάγματα του βιβλίου είναι η διαπίστωση ότι το παρόν έχει οικοδομηθεί στη βάση του παρελθόντος. Οι τραυματικές πολιτικές συγκυρίες του 1948 αφενός καθορίζουν τη συλλογική μνήμη στο αφήγημα του Σαμάς κι αφετέρου συνιστούν την έμπρακτη απόδειξη μεταποικιακών καταλοίπων. Οι περιορισμένες αναγνώσεις του παρελθόντος αυτού, που γίνονται στη βάση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, στενεύουν εξαιρετικά την «οθόνη» προβολής της συλλογικής μνήμης. Η έννοια της «ταυτότητας» στις Αραμπέσκ εξηγεί την επιλογή της εβραϊκής ως γλώσσας αναπαράστασης του χαμένου χρόνου των Αράβων[2].
Οι κρουνοί της εξιστόρησης των Αραμπέσκ συμπαρασύρουν προσωπικές καταγραφές της επανάστασης, της υποψίας, της γενναιότητας, της κατάκτησης, της καταστροφής και της προδοσίας.
Το βιβλίο έχει δύο αφηγηματικές φωνές: η μία αφηγείται τις ρίζες, το «ποιος ήταν», αναπλάθοντας την επαρχιακή ζωή της οικογένειας του συγγραφέα, τις θείες, τους θείους, τα αδέρφια και τα ξαδέλφια, τις οσμές του ψωμιού και της γης, τα χρώματα του ουρανού, ενώ η άλλη καταγράφει το «ποιος είναι τώρα» ο αφηγητής, συνδέοντας εικόνες, κινήσεις, ιστορικά γεγονότα και ανακαλώντας οσμές και μνήμες. Τα στοιχεία της μυθολογίας, του πρωτογονισμού, των προκαταλήψεων, παίρνουν την ίδια βαρύτητα με τα επιστημονικά τεκμηριωμένα στοιχεία. Όσο για τη μαγεία, αυτή αφήνει τον χώρο της μεταφοράς και περνά στην περιοχή του μύθου με έναν τρόπο που θυμίζει την ατμόσφαιρα του Μακόντο στο Εκατό Χρόνια Μοναξιάς του Μάρκες και την αφηγηματική γραμμή του Άμος Οζ, που δεν είναι γραμμική, αλλά με χρονικές παλινδρομήσεις δημιουργεί την αίσθηση του αραβουργήματος. Οι κρουνοί της εξιστόρησης των Αραμπέσκ συμπαρασύρουν προσωπικές καταγραφές της επανάστασης, της υποψίας, της γενναιότητας, της κατάκτησης, της καταστροφής και της προδοσίας. Η σύλληψη ενός συζύγου, η εξαφάνιση ενός γιου, η αρρώστια, η ληστρική συμπεριφορά, είναι εκφάνσεις σκληρότητας που κηλιδώνουν τη συνείδηση και αποτελούν υλικό καλλιτεχνικής δημιουργίας. Περιγράφοντας την αφηγηματική δεινότητα του Θείου Γιούσεφ, ο Σαμάς υπογραμμίζει τη δική του, με τα «αραβουργήματα» της μνήμης.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ο Εβραίος μου θα είναι ένας καλλιεργημένος Άραβας. Όχι όμως διανοούμενος. Δεν καλπάζει πάνω σε άλογο, όπως στις ιστορίες των αρχών του αιώνα, ούτε είναι φυλακισμένος, όπως συνηθιζόταν στις αρχές της ίδρυσης του κράτους, ούτε είναι ένας απελπισμένος νεαρός εραστής (...) Μιλάει και γράφει έξοχα εβραϊκά, αλλά ενός των ορίων του επιτρεπτού. Θα υπάρχουν σίγουρα κάποια πεδία εκτός ορίων γι’ αυτόν, ώστε να μην κατηγορηθώ πως αναπαράγω το αντίστροφο στερεότυπο του καλού κι ενάρετου Άραβα (...) Δεν μπορώ να θυμηθώ πού είχα διαβάσει για τον Άραβα ως λογοτεχνική λύση. Μα θα το θυμηθώ, πού θα μου πάει; Κάποιος κριτικός θα καραδοκεί, σαν σπιούνος που τον έβαλαν στον δρόμο μου, να με κατηγορήσει με ένα περισπούδαστο κι εμπεριστατωμένο άρθρο πως ο Άραβάς μου δεν είναι παρά η λύση στα προσωπικά μου προβλήματα κι όχι στα προβλήματα της μυθοπλασίας...»