Για το μυθιστόρημα του Theodore Dreiser «Η Κάρι μας» (μτφρ. Έλλη Φιλοκύπρου, εκδ. Gutenberg).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Μια όμορφη επαρχιωτοπούλα, η Κάρι Μίμπερ, πηγαίνει πρώτα από την Κολούμπια στο Σικάγο, όπου από κακοπληρωμένη εργάτρια σε υποδηματοποιία γίνεται σύντροφος ενός επιπόλαιου πλασιέ, του Τσαρλς Ντρουέ, και κατόπιν στη Νέα Υόρκη, όπου τελικά αποχτά δόξα και χρήματα ως ηθοποιός, ενώ ο δεύτερος σύντροφός της ο Τζορτζ Χάρστγουντ, πρώην διευθυντής ενός καλού μπαρ στο Σικάγο και φυγάς τώρα, αφού έκλεψε ένα ποσό από τη δουλειά του, ξεπέφτει και καταλήγει πρώτα απεργοσπάστης οδηγός τραμ κι έπειτα πεινασμένος και άστεγος.
Αποτυπώνει στις σελίδες του τις πολύβουες αμερικανικές μεγαλουπόλεις και τα πλήθη τους από νεόπλουτους και άπορους, από μεροκαματιάρηδες εργάτες φάμπρικας κι εύπορους επιχειρηματίες, κι ενσαρκώνει το αμερικάνικο όνειρο στο πρόσωπο της Κάρι και τη διάψευσή του στη μορφή του Χάρστγουντ.
Ο Θίοντορ Ντράιζερ εξέδωσε την Κάρι μας (Sister Carrie) το 1900, στην κόψη ακριβώς μεταξύ του παλαιού αιώνα και του νέου, κι αυτό το πρώτο του μυθιστόρημα δεν είναι τόσο «fin de siècle», όσο «début de siècle» – οι Ηνωμένες Πολιτείες μπαίνουν ορμητικά στον 20ο αι. της μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης, με την αστικοποίηση έρχεται εν μέρει και η διάλυση της οικογένειας που για την αγροτική Αμερική ήταν η ραχοκοκαλιά της, κι ο Ντράιζερ, με τη δημοσιογραφική του ματιά και πένα, και με νατουραλιστική «αντικειμενικότητα» στον τρόπο που παρουσιάζει τους χαρακτήρες του, γράφει ένα από τα πιο χαρακτηριστικά πεζογραφήματα της εποχής του· αποτυπώνει στις σελίδες του τις πολύβουες αμερικανικές μεγαλουπόλεις και τα πλήθη τους από νεόπλουτους και άπορους, από μεροκαματιάρηδες εργάτες φάμπρικας κι εύπορους επιχειρηματίες, κι ενσαρκώνει το αμερικάνικο όνειρο στο πρόσωπο της Κάρι και τη διάψευσή του στη μορφή του Χάρστγουντ.
Οι κύριες θεωρίες του αιώνα που μόλις σβήνει –ο σοσιαλισμός και, πρωτίστως, ένας εκλαϊκευμένος δαρβινισμός– έρχονται εδώ να ορίσουν και να εξηγήσουν, ως ένα βαθμό, τα πρόσωπα και τις πράξεις τους. Έτσι, διάσπαρτες εδώ κι εκεί μες στην πλοκή, διαβάζουμε «ερμηνευτικές» φράσεις όπως: «Η ρήση για τον Θεό που προστατεύει τα πλάσματά του δεν γράφτηκε μόνο για τα ζώα· δεν είναι παρά η θρησκευτική έκφραση μιας υλικής και πνευματικής αλήθειας η οποία έχει καθορίσει την εξέλιξη των ειδών. […] Η Κάρι δεν ήταν σοφή, κι έτσι διέθετε, όπως και τα άσοφα πρόβατα, γερό ένστικτο». Ή «Α, πόσο γρήγορα μαθαίνουν οι γυναίκες! […] Δείξ’ τους δυο άντρες και θα καταλάβουν αμέσως ποιος απ’ τους δυο τις εκτιμά περισσότερο.[…] Είναι μια κληρονομική ιδιότητα του γυναικείου φύλου που αναπτύχθηκε από μια παμπάλαιη ανάγκη».
Η ύλη, είτε η απόχτησή της είτε η απουσία της, είναι ό,τι κινεί τους ανθρώπους στο μυθιστόρημα του Ντράιζερ, με τον ιδεαλιστικό υπερβατισμό της Νέας Αγγλίας να έχει αλεστεί, εδώ, στα γρανάζια της παραγωγής. Η Κάρι, ο Ντρουέ, ο Χάρστγουντ, ευτυχούν ή υποφέρουν ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση και μ’ όσα αυτή τους προσφέρει ή τους στερεί, κι ο αναγνώστης έχει κάποιες φορές την αίσθηση πως ο συγγραφέας τους αντιμετωπίζει ως case studies (περιπτωσιολογικές μελέτες) – κάπου γράφει, μάλιστα: «Η πνευματική απάθεια αυτού του είδους είναι κάτι το αξιοθαύμαστο. Ο Χάρστγουντ ήταν μια περίπτωση κατάλληλη για επιστημονική έρευνα. Θα μπορούσε να συγγράψει κανείς μια εξαιρετική πραγματεία για το ρόλο που διαδραμάτισαν στην καταστροφή του ορισμένες προκαταλήψεις που είχε στο ζήτημα της αξιοπρέπειας».
Μα σε καμία περίπτωση δεν διαπράττει ο Ντράιζερ το μέγιστο συγγραφικό αμάρτημα της αδιαφορίας απέναντι στους ήρωές του: από τη μέση και μετά η ιστορία της ανόδου της Κάρι και της πτώσης του Χάρστγουντ τον παρασέρνει (κι εμάς μαζί του). Μπορεί να μην είναι βαθύς ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, να μην είναι Ντοστογιέφσκι ή Μέλβιλ, μα είναι οξυδερκέστατος παρατηρητής της ανθρώπινης επιφάνειας, οι περιγραφές του έχουν δυναμισμό, ευθύτητα, λιτότητα κι αμεσότητα, και οι σελίδες με την απεργία των εργαζόμενων στα τραμ, για παράδειγμα, ή αυτές της κατρακύλας του Χάρστγουντ στη ζητιανιά, είναι λαμπρό δείγμα «δημοσιογραφικής» πεζογραφίας – και με την ίδια καθαρότητα περιγράφεται καθετί άλλο: η ατμόσφαιρα στα μαγαζιά, τους δρόμους, τα ξενοδοχεία, το θέατρο.
Αν δεν είναι ο Ντράιζερ κορυφαίος συγγραφέας που θα υπερέβαινε την εποχή του, μπορεί γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο να την αποτυπώνει εντέλει με τόση ενάργεια.
Αν δεν είναι ο Ντράιζερ κορυφαίος συγγραφέας που θα υπερέβαινε την εποχή του, μπορεί γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο να την αποτυπώνει εντέλει με τόση ενάργεια.
Η Κάρι μας, όταν εκδόθηκε, δέχτηκε επικρίσεις για την τολμηρότητά της, την πλήρη απουσία εξιδανίκευσης και το αδούλευτο συγγραφικό ύφος της· μα δεν ήταν όλες οι κριτικές αποδοκιμαστικές, και είναι παραδεδεγμένος πλέον ο ρόλος που έπαιξε το μυθιστόρημα του Ντράιζερ στη μετέπειτα πορεία της αμερικανικής πεζογραφίας. Η Έλλη Φιλοκύπρου το μετέφερε με ταιριαστή ζωντάνια στη γλώσσα μας, και η εισαγωγή της είναι κατατοπιστικότατη.
* Στην κεντρική εικόνα ο Laurence Olivier και η Jennifer Jones από την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου το 1952, σε σκηνοθεσία William Wyler.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Είναι οι άνθρωποι που καταφεύγουν στα σαλόνια των φτηνών ξενοδοχείων όταν ο καιρός είναι κακός και μετά τις έξι στα πιο φτηνά μαγειρεία στους πιο σκοτεινούς δρόμους. Το άθλιο φαγητό, που το ’τρωγαν λαίμαργα σε ακατάστατες ώρες, είχε καταστρέψει και τα κόκαλα και τους μυς τους. Ήταν όλοι χλομοί, αδύναμοι, με κυρτωμένο στήθος, βαθουλωμένα μάτια που γυάλιζαν και χείλη που είχαν ένα αρρωστημένο κόκκινο χρώμα, τόσο αντίθετο με τα ωχρά τους πρόσωπα. Τα μαλλιά τους ήταν βρόμικα κι αχτένιστα, τ’ αφτιά τους αναιμικά και τα παπούτσια τους με σχισμένο δέρμα και φαγωμένες σόλες και μύτες. Ανήκαν στην τάξη που την παρασέρνει το ρεύμα, την ξεβράζει το ανθρώπινο κύμα όπως τα σκόρπια ξύλα που τα χτυπά ο δυνατός άνεμος στους κυματοθραύστες».
Η Κάρι μας
Theodore Dreiser
Μτφρ. Έλλη Φιλοκύπρου
Gutenberg 2018
Σελ. 768, τιμή εκδότη €26,00