Για το μυθιστόρημα του Χούλιο Κορτάσαρ «Κουτσό» (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Opera).
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Αυτό το μικρό κείμενο είναι, με τον τρόπο του, πολλά μικρά κείμενα, αλλά κυρίως είναι δύο μικρά κείμενα. Ο αναγνώστης καλείται να διαλέξει μία από τις ακόλουθες δυνατότητες: είτε το διαβάζει μια κι έξω, είτε να αρχίσει να διαβάζει κατά σειράν, και να τελειώσει στην §6 (αφήνοντας στην κριτική των τρωκτικών τις υπόλοιπες §), είτε να αρχίσει να διαβάζει από την §13, και μετά να ακολουθήσει τη σειρά που υποδεικνύεται κάτω από κάθε §. Για να μην μπερδευτεί, ας συμβουλευτεί την ακόλουθη λίστα: 13-4-5-9-1-6-7-2-11-10-3-8-12.
1. Ορισμένα μυθιστορήματα (ευτυχώς πληθαίνουν) είναι κάτι πέρα από τη λογοτεχνία, είναι περίπολοι στην υπερλογοτεχνία, είναι διεισδύσεις σε λεκτικά σύμπαντα που μοιάζουν με άγνωστες περιοχές. Ορισμένα μυθιστορήματα εκκινούν από την επικράτεια των λέξεων της λογοτεχνίας των καιρών τους και πάνε μακριά, τόσο στο χώρο όσο και στον χρόνο, και μάλιστα η υπερταχύτητά τους είναι ενίοτε τέτοια, ναι, φτάνει σε τέτοιες αδιανόητες θερμοκρασίες, ώστε τα δεδομένα, τα όποια δεδομένα, τήκονται, ρευστοποιούνται, λιώνουν, και η τράπουλα των Όσων-Ξέραμε-Ως-Τώρα ανακατεύεται ξανά. Ο Σάκος του Επίμονου Αναγνώστη κουβαλάει συχνά-πυκνά τέτοια μυθιστορήματα. (§6)
2. Φορτώνουμε στον Σάκο Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη, το ένα από τα τρία μυθιστορήματα που ανανέωσαν δυναμικά τον επίμονο προμεταμοντερνισμό όσων ποντάρουν τα πάντα στη διαρκή διαλεκτική του χρόνου, στη διαλεκτική παλαιού/νέου, στη διαλεκτική άλλοτε/νυν. Τα άλλα δύο είναι, ασφαλώς, το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας του Τόμας Πίντσον και ο Υπόγειος Κόσμος του Ντον ΝτεΛίλο. Αυτό, για το οποίο παραληρούμε, και έχουμε κάθε δικαίωμα να παραληρούμε, κάθε φορά που περιπλανιόμαστε στον λαβύρινθο των σελίδων του, είναι το Κουτσό του Χούλιο Κορτάσαρ (Julio Cortázar, 1914-1984), αυτό το διαλογοτεχνικό δαιμονικό δημιούργημα, αυτό το interstellar overdrive της υπερλογοτεχνίας, το οποίο γύρισε στα ελληνικά (και τι ελληνικά!) με περισσό μεράκι και απαράμιλλη μαεστρία ο μαΐστορας μεταφραστικών μελωδιών Αχιλλέας Κυριακίδης. Τελεία και τρία θαυμαστικά!!! (§11)
3. Διαβάζουμε στο Κουτσό αριστοτεχνικές σελίδες για την εποποιία της καθημερινής ζωής στο Παρίσι, σελίδες που είναι τίγκα στο χιούμορ και τη βαθιά γνώση της κατάστασης των πραγμάτων, σελίδες που εκκινούν από το εδώ και το τώρα μιας παλιοπαρέας και εξακτινώνονται στην ιστορία της λογοτεχνίας, κομμάτια και θρύψαλα μιας νέας θεωρίας σχετικά με το τι είναι και τι μπορεί να είναι το «ένδον σκάπτε» που οδηγεί στη συγγραφή. (§8)
History as story. Αυτό είναι το Κουτσό. Κι ακόμα: ένα σύμπαν τσέπης, μια χρονοκάψουλα που διαρκώς εκρήγνυται, όλη η διαδρομή της Τέχνης και της Αντιτέχνης από το Dada και μετά.
4. Η Λογοτεχνία είναι μια Νέα Ιδέα στην Ευρώπη (καθόσον ο Saint-Just επέμενε, ενίοτε αιματηρά, ότι η Ευτυχία είναι μια Νέα Ιδέα στην Ευρώπη). (§5)
5. Σύμφωνα με τη θέση ότι η λογοτεχνία είναι μια Νέα Ιδέα στην Ευρώπη (και στον κόσμο όλο), ορισμένα μυθιστορήματα έρχονται από το μέλλον ή από τον Σείριο, και μας τα δωρίζουν οι δημιουργοί τους σαν να είναι δώρα επικίνδυνα, δώρα που αν τα δεχτείς δεν μπορείς πια να μείνεις αυτός που ήσουν, δεν μπορείς πια να συνεχίσεις να κάνεις ό,τι έκανες, δεν μπορείς άλλο να βλέπεις, ν᾽ ακούς, να γεύεσαι, να οσμίζεσαι, να ψαύεις τον κόσμο όπως τον έβλεπες/άκουγες/γευόσουν/οσμιζόσουν/έψαυες έως τη μοιραία στιγμή που αποσυναρμολόγησαν, και σωστά, αυτά τα μυθιστορήματα, το εικοσιτετράωρό σου. Ο σάκος του επίμονου αναγνώστη κουβαλάει συχνά-πυκνά τέτοια μυθιστορήματα. (§9)
6. Κάποια μυθιστορήματα: Τρίστραμ Σάντι του Λόρενς Στερν, Ulysses του Τζέιμς Τζόις, Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες του Ρόμπερτ Μούζιλ, Υπνοβάτες του Χέρμαν Μπροχ, Η Συνείδηση του Ζήνωνα του Ίταλο Σβέβο, Νάντια του Αντρέ Μπρετόν. Και πιο μετά, Κάτω από το Ηφαίστειο του Μάλκολμ Λόουρι, Στο Δρόμο του Τζακ Κέρουακ, Ο Μεγάλος Αποχαιρετισμός του Ρέιμοντ Τσάντλερ. Μυθιστορήματα που είναι εκρήξεις στο κρύο κρέας του κρανίου, λέγαμε παλαιότερα. Το λέμε και τώρα. (§7)
7. Μην ξεχνάμε και το μεγαπολυμυθιστόρημα Ζωή: Οδηγίες Χρήσεως, του Ζορζ Περέκ! «Δεν έχει οικογένεια· είναι συγγραφέας» (καίτοι από το Κουτσό, και δη σ. 132) ταιριάζει να το ενθέσουμε εδώ τούτο το απόσπασμα — καθότι ο Περέκ δεν είχε οικογένεια ως συγγραφέας, και άλλωστε ουδείς συγγραφέας συνομιλεί με συγγενείς, συνομιλεί μόνο με τεθνεώτες συγγραφείς άλλων ετών, άλλων δεκαετιών, άλλων αιώνων). (§2)
8. History as story. Αυτό είναι το Κουτσό. Κι ακόμα: ένα σύμπαν τσέπης, μια χρονοκάψουλα που διαρκώς εκρήγνυται, όλη η διαδρομή της Τέχνης και της Αντιτέχνης από το Dada και μετά, ένας υπόγειος/κρυφός/ιδιοφυής διάλογος με τις αναζητήσεις των καταστασιακών (situationnistes), ένα πολυτροχιοδεικτικό, μια πολυπρισματική τζαζολογία, ο προσηνής μεγαλοθείος του θηρίου 2666 του Ρομπέρτο Μπολάνιο, ένα ηλεκτρολεττριστικό γουέστερν, ένα μεταϋπαρξιστικό κωμειδύλλιο, ένα χαϊκού που «έπαθε πλοκή», μία «νοήμων πίπιζα» (βλ. Κυριάκος Σταμέλος, She, of Zante, εκδ. Ίκαρος). (§12)
9. «Προχωρεί σαν αντάρτης, τινάζει στον αέρα ό,τι μπορεί, τα άλλα παίρνουν το δρόμο τους. Μη νομίζεις ότι είναι άνθρωπος των γραμμάτων» (Κουτσό, σ. 554). Σα ν᾽ ακούω να μιλάνε για τον Γκι Ντεμπόρ! Αλλά και αλλού: «Ας προσπαθήσουμε να επινοήσουμε νέα πάθη, ή να αναπαραγάγουμε τα παλιά με την ίδια ένταση». Παραθέτει Χοσέ Λεσάμα Λίμα ο Κορτάσαρ, στη σ. 495, ο οποίος Λίμα μοιάζει σαν να παραθέτει, τροποποιημένη, την περιλάλητη «11η Θέση για τον Φόιερμπαχ», του Μαρξ, την οποία τροποποιεί, επίσης, ο Ντεμπόρ, το 1957, όταν γράφει/προτάσσει: «Αρκετά ασχοληθήκαμε με την ερμηνεία των παθών. Το θέμα τώρα είναι να επινοήσουμε καινούργια». Ο οποίος Ντεμπόρ λάτρευε την τζαζ, στο magnum opus του, μάλιστα, στο φιλμ In girum imus nocte et consumimur igni (1978), ως σάουντρακ χρησιμοποιεί το αριστουργηματικό «Whisper Not» με τον Αρτ Μπλέικι. Στο Κουτσό, ακούμε την συναρπαστικότερη τζαζ και τα ωραιότερα αγέρωχα μπλουζ του κόσμου (Όσκαρ Πίτερσον, Λάιονελ Χάμπτον, Κόουλμαν Χόκινς, Θαντ Τζόουνς, Λούι Άρμστρονγκ, Μπέσι Σμιθ, Κρίστιαν "Πέρεκ" Γκρέινβιλ, Τζέλι Ρολ Μόρτον, κ.ά.) — μάλιστα, γίνεται και λόγος περί της τζαζολογίας ως επαγωγικής επιστήμης (σ. 102), ενώ στη σ. 95 συναντάμε μιαν επιτομή της μουσικής αγωγής που μας κάνει να παίρνουμε τους δρόμους, να ερωτευόμαστε, να πίνουμε, και να γινόμαστε θραύσματα ποιημάτων: «Τι άλλο είν᾽ η ζωή, τρένα που πηγαινοφέρνουν κόσμο, κι εσύ είσαι στη γωνία, με τα πόδια μουλιασμένα, κι ακούς μια πιανόλα και γέλια να τραντάζουν τις κιτρινωπές τζαμαρίες τού σαλούν όπου δεν μπήκες ποτέ γιατί ποτέ δεν είχες λεφτά». (§1)
Το «Κουτσό» δεν το διαβάζεις, ούτε το ξαναδιαβάζεις, όπως θα έλεγε ο Μπόρχες, αλλά το δεξιώνεσαι διαρκώς και αδιαλείπτως.
10. Λετριστές, καταστασιακοί, Beat Generation, και Κουτσό: συγκοινωνούντα δοχεία/ηχεία. Η βαθιά διάβρωση ενός κόσμου που καταγγέλλεται ως ψεύτικος, ένας μεγαλειωδώς ενορχηστρωμένος κόσμος που διαλύεται, για τους έχοντες λεπτή ακοή, στο κενό: τέτοια στοχάζεται ο Μορελί, ο ιθύνων διασαλευμένος σαλός νους στο Κουτσό, κρυφός ήρωας του οποίου (θα μπορούσε να) είναι ο Γκι Μονό, ενώ ο Γκι Ντεμπόρ υπήρξε τωόντι κάποιος που διέθετε λεπτή ακοή, κάποιος που πόνταρε τα παντα σ᾽ αυτούς που, σαν τους Ινδιάνους, ήξεραν ν᾽ ακούν το χορτάρι να βλασταίνει, κάποιος που μας προμήθεψε έως νεωτέρας με την πιο εμπρηστική «διαλεκτική τσέπης» (συνεχώς στο Κουτσό συναντάμε τη διαλεκτική, τις περιπέτειες της διαλεκτικής, για να θυμηθούμε το καλύτερο βιβλίο του Μορίς Μερλό-Ποντύ). Και η Beat Generation παρούσα στη σ. 531, δεχόμενη μάλιστα την ίδια κριτική που της ασκήθηκε (τότε που ήταν στα ντουζένια της!) από τον Ντεμπόρ στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Παρών και ο beat μουσηγέτης Φερλινγκέτι με το ποίημα, στη σ. 600, που λέει καταστατικά/καταστασιακά: «Κι όμως έχω πλαγιάσει με την ομορφιά/ με τον δικό μου τρόπο τον αλλόκοτο/ κι είχα και μια-δυο ανεχόρταγες σκηνές μαζί της στο κρεβάτι μου/ κι έτσι χυθήκαν από μέσα μου ένα-δυο ποιήματα ακόμα/ πάνω στον κόσμο αυτόν που είναι σαν πίνακας του Μπος». (§3)
11. Ψάχνοντας βρίσκεις. Πολλές σελίδες στο Κουτσό, όπως και πολλές σελίδες του Τόμας Πίντσον, συνομιλούν με τον Ντεμπόρ και τους καταστασιακούς. Αρχικά, το διαισθάνεσαι, εν συνεχεία σιγουρεύεσαι, κατόπιν πετυχαίνεις κι άλλους που συμμερίζονται τούτη τη θέση. Π.χ., δες εδώ και εδώ, μεταξύ (ολίγων προσώρας) άλλων. (§10)
12. «Κάθε αγάπη είναι κι ένα οντολογικό νύγμα, μια απόπειρα να ιδιοποιηθούμε το μη ιδιοποιήσιμο» (Κουτσό, 1960). «Ο έρωτας δεν αξίζει παρά μόνο σε μία προεπανασταστική περίοδο» (Ουρλιαχτά για χάρη του Σαντ, 1952).
13. Το Κουτσό, πέρα από μυθιστόρημα που πάει πέρα από τα μυθιστορήματα, είναι ένας ψυχογεωγραφικός χάρτης του Παρισιού, ένα απαστράπτον ντοκουμέντο της ψυχογεωγραφίας, μιας πειραματικής επιστήμης που επινοήθηκε από τον Γκι Ντεμπόρ στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Επίσης, είναι ένα χάρτινο μουσείο των επιτευγμάτων της αβανγκάρντ με επιμελητές τον Ντάσιελ Χάμμετ, τον Φρεντ Μπάτον, και τον Ιβάν Στσεγκλόφ. Το Κουτσό είχε μεταφραστεί στα ελληνικά από τον Κώστα Κουντούρη (εκδ. Εξάντας, 1988) και τριάντα χρόνια μετά το απογείωσε εκ νέου ο πυραυλοκίνητος μαιτρ Αχιλλέας Κυριακίδης (εκδ. Opera). Το Κουτσό δεν το διαβάζεις, ούτε το ξαναδιαβάζεις, όπως θα έλεγε ο Μπόρχες, αλλά το δεξιώνεσαι διαρκώς και αδιαλείπτως, το βάζεις σε ειδική θήκη στον σάκο εκστρατείας του επίμονου αναγνώστη για να μην το ξαναβγάλεις ποτέ, γεμίζεις τετράδια ολόκληρα με αποσπάσματα από τις σελίδες του και με ιδέες προς μελέτη και επεξεργασία. Το Κουτσό είναι ένα κιβώτιο μνήμης, ένα «οντολογικό μπούμεραγκ», μια ιστορία αγάπης, ένα παλινδρομικό παλίμψηστο, είναι το πιο δελεαστικό night-club των συνειρμών. (§4)
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Κουτσό
Χούλιο Κορτάσαρ
Μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης
Opera 2018
Σελ. 800, τιμή εκδότη €23,32
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ουδέν καινόν σ᾽ αυτή τη δίψα και σ᾽ αυτή την υποψία· μόνο μια όλο και μεγαλύτερη ανησυχία μπροστά στα ερζάτς που μου χαρίζει αυτή η νόηση όλη μέρα κι όλη νύχτα, αυτό το αρχείο στοιχείων και αναμνήσεων, αυτά τα πάθη που διατρέχω αφήνοντας πίσω μου κομμάτια χρόνο και δέρμα, αυτά τα ίχνη τόσο πιο κάτω και τόσο πιο μακριά απ᾽ αυτό το άλλο ίχνος εδώ δίπλα μου, κολλημένο στο πρόσωπό μου, πρόβλεψη που 'ναι ήδη βλέψη, καταγγελία αυτής της απατηλής ελευθερίας με την οποία περνώ τους δρόμους και τα χρόνια». (σ. 447)