Για την ποιητική συλλογή του Λεωνίδα Κακάρογλου «Οι τίγρεις των δωματίων» (εκδ. Εστία).
Του Γιώργου Κ. Ψάλτη
Στα βιβλία ποίησης, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλα, φαίνεται ο συγγραφέας. Όμως δεν είναι αυτοβιογραφίες ή μαρτυρίες. Σε κάθε βιβλίο, ο ποιητής αποφασίζει και δίνει μία κατεύθυνση στις σημειώσεις που κρατάει, ενίοτε νοερά, για να γράψει ποιήματα.
Ο Λεωνίδας Κακάρογλου είναι ένας άνθρωπος που ζει τρυφερά μαζί με τους ζωντανούς. Αν διαλέξει να ζει μ’ ένα ζώο, είναι επειδή θέλει να το φροντίσει. Όχι για να φαγωθεί από αυτό. Στο βιβλίο «Οι τίγρεις των δωματίων» έχει για moto συνάψει στίχους από το ποίημα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ «Η τίγρη». Τους παραθέτει ως εξής: «Την τίγρη ακολουθήσαμε / στη φωλιά της / Την τίγρη την νυχτερινή / τη μάνα / πώς ελαφροπατεί / και την ημέρα / σε λήθαργο ονειρεύεται τ’ αστέρια…».
Είναι το ένατο ποιητικό βιβλίο του Κακάρογλου. Το διάβασα ως συνέχεια των προηγούμενων. Χρησιμοποιεί το ίδιο ποιητικό υποκείμενο, τον ίδιο αφηγητή. Στις Τίγρεις των δωματίων οι μνήμες έχουν εξασθενίσει, αναζητά όμως πια δεν βρίσκει το αγαπημένο πρόσωπο που έχει χάσει. «Και δεν θυμάμαι / Τι νούμερο παπούτσι / Φόραγες». «Κι όταν καμιά φορά συναντηθούμε / Δεν θα αναγνωρίσω τα μάτια σου».
Ο αφηγητής ζει μόνος σε ένα σπίτι, με ζωύφια, μυρμήγκια κι ένα σαμιαμίδι, θέλει να φροντίζει τους άλλους, παρακαλεί τις λέξεις να ταΐζουν τα νυχτοπούλια.
Ο αφηγητής ζει μόνος σε ένα σπίτι, με ζωύφια, μυρμήγκια κι ένα σαμιαμίδι, θέλει να φροντίζει τους άλλους, παρακαλεί τις λέξεις να ταΐζουν τα νυχτοπούλια. Προσμένει το μέλλον, δεν υποφέρει την αναμονή, λέει «ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει». Περιμένει τους τίτλους τέλους της «κακοπαιγμένης φάρσας», του φιλμ νουάρ από το οποίο ελπίζει να βγει.
Διστάζει να αφήσει τις μνήμες, να προχωρήσει. Ψάχνει έστω ένα αποτύπωμα κάπου σ’ έναν τοίχο του σπιτιού για να βεβαιωθεί ότι οι μνήμες είναι παρούσες κι άρα το αγαπημένο πρόσωπο παραμένει. Τα χορταράκια του κήπου ακόμα θυμούνται τα πατήματά του. Το βιβλίο διαπερνιέται από τον φόβο του αποχωρισμού από το πένθος, από την οικειότητα που αυτό φέρει.
Διαδηλώνει ότι θέλει να απαλλαγεί από τη μνήμη πεθαμένων. Δεν ξέρει αν είναι όνειρο αυτοί ή όνειρο κι ο ίδιος. Τα μάτια του αγαπημένου προσώπου βρίσκονται πια στα δικά του μάτια, στο ποίημα «Αυτόματος τηλεφωνητής» λέει: «Τώρα ξημερώνει / Όπως χθες βράδιαζε / Όμως στα μάτια μου / Είναι τα μάτια σου / Σε κανέναν / Δεν θ’ αφήσω να μου τα πάρει / Σε κανέναν τηλεφωνητή / Δεν χαρίζω τίποτα // Σε σένα / Όλα».
Βρέχει, τα παράθυρα γίνονται θαμπά, κι ο αφηγητής ακούει τη βροχή σαν να του λέει ότι δεν είναι δική της η θαμπάδα. Εκείνος την έχει επιλέξει. Έχει παρατήσει, έχει ξεχάσει τη ζωή του να πλέει. Ο αφηγητής ζει, οι τίγρεις των δωματίων όχι. Δεν θυμάται πια τα μάτια τους. Δεν μπορεί πλέον να τα αναγνωρίσει. Όλα που αφορούν στη συνύπαρξή του με νεκρούς αγαπημένους καθίστανται λεπτομέρειες. Οι τίγρεις είναι πια οι σκιές που τον βασανίζουν. Σκιές, που εξ ορισμού χρειάζονται φως αλλιώς δεν υπάρχουν. Αυτόφωτες σκιές δεν υφίστανται.
Ο ποιητής χρησιμοποιεί συχνά τη λέξη «μνήμες», και περιγραφικά. Από το πρώτο κιόλας ποίημα, βλέπουμε το ταβάνι να στάζει μνήμες και τον αφηγητή να αναζητά στο πάτωμα το αγαπημένο πρόσωπο. Δεν χρειάζεται πια τις μνήμες για να προχωρήσει. Είναι παράλογο να βρίσκεται έστω μία τίγρη σε ένα δωμάτιο μ’ έναν άνθρωπο. Είτε εκείνη θα πεινάσει είτε ο άνθρωπος θα διαλέξει να συνεχίσει να ζει.
Μνήμες που έρχονται σαν βραδινό αεράκι, το οποίο φέρνει για λίγο το αγαπημένο πρόσωπο, κι ύστερα το παίρνει.
Ο αφηγητής διαπιστώνει ότι «δύσκολα θα περνούν οι νύχτες». Μνήμες που έρχονται σαν βραδινό αεράκι, το οποίο φέρνει για λίγο το αγαπημένο πρόσωπο, κι ύστερα το παίρνει. Στα ποιήματα δεν συναντούμε σημεία στίξης. Κυρίως, ο Κακάρογλου τα αφήνει χωρίς τελεία στο τέλος. Μένουν ανοιχτά, όπως οι μνήμες.
Όπως τα προηγούμενα, είναι ένα βιβλίο για τη διαχείριση της μνήμης, για μία κατάσταση του πένθους. Για τον αφηγητή, είμαστε εμείς κι είναι κι ο χρόνος. Τον χρόνο, τον κωδικοποιούμε, τον ταξινομούμε σε ημέρες, σε εβδομάδες, σε μήνες, σε έτη. Όμως για εμάς, για τη ζωή μας, για αυτά που έχουμε ζήσει και ζούμε, πώς μετριέται ο χρόνος;
Πώς ταξινομούνται τα ηλιοβασιλέματα, οι άνεμοι που νιώσαμε; Γεμίζουμε τη ζωή μας με πήγαιν’-έλα για να κερδίσουμε τη μνήμη, για να κρυβόμαστε στην αμνησία. Φτιάχνουμε ένα ιδιωτικό παραμύθι, στο οποίο δεν προλαβαίνουν να χωρέσουν οι μνήμες.
Όσο κι αν προστατευόμαστε, ό,τι αντικλεπτικό μηχανισμό κι αν ενεργοποιήσουμε, ο χρόνος θα μπει στον χώρο μας και θα μας κλέψει τα χρόνια.
* Ομιλία που εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στην Αθήνα, στο Polis Art Café.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΨΑΛΤΗΣ είναι ποιητής.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΚΑΚΑΡΟΓΛΟΥ