Για το μυθιστόρημα του Ivan Jablonka «Λετισιά – ή το τέλος των ανδρών» (μτφρ. Χαρά Σκιαδέλλη, εκδ. Πόλις).
Του Διονύση Μαρίνου
Το 1966, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Τζορτζ Πλίμπτον είχε την τύχη να πάρει συνέντευξη από τον Τρούμαν Καπότε για λογαριασμό των New York Times. Μόλις είχε εκδοθεί το μνημειώδες Εν ψυχρώ και η πρώτη ερώτηση που του έκανε ήταν προφανής: πώς όριζε αυτό το νέο είδος αντικειμενικής αφήγησης που ούτε μυθοπλασία ήταν αλλά ούτε και δημοσιογραφία;
Είναι δεδομένο ότι ο Ιβάν Ζαμπλονκά έχει διαβάσει ενδελεχώς τον Καπότε – άλλωστε τον μνημονεύει στο βιβλίο του. Με την μόνη αίρεση ότι ο ίδιος παραδέχεται πως η δική του εμπλοκή με τη ιστορία της Λετισιά ήταν άμεση, ενεργητική και πληθωρική από συναισθηματικής άποψης.
Το enfant terrible της αμερικανικής λογοτεχνίας δεν είχε λόγο να κρύψει τα όπλα του: χρειάστηκε να βρει ένα θέμα που είχε επιδραστικότητα και διάρκεια για τον ίδιο και τον κόσμο. Η εμπλοκή του ήταν άμεση, αλλά μέσω μιας αντικειμενικής συνθήκης την οποία προσπάθησε να μην παραβεί ποτέ. Έλαβε τα πραγματικά γεγονότα με τη ζέση του προσήλυτου σε μια νέα πράξη αφήγησης. Και κάπως έτσι προέκυψε το λογοτεχνικό υβρίδιο που καταχωρήθηκε ως «faction». Μια δυναμική πλοκή που χορογραφείται τόσο από τη μυθοπλασία (fiction) όσο κι από τη δημοσιογραφία (facts).
Είναι δεδομένο ότι ο Ιβάν Ζαμπλονκά έχει διαβάσει ενδελεχώς τον Καπότε – άλλωστε τον μνημονεύει στο βιβλίο του. Με την μόνη αίρεση ότι ο ίδιος παραδέχεται πως η δική του εμπλοκή με τη ιστορία της Λετισιά ήταν άμεση, ενεργητική και πληθωρική από συναισθηματικής άποψης. Έστω και αν το αποτέλεσμα υπαγορεύτηκε από την πρόθεσή του να πάρει αποστάσεις και να αντιδράσει στα γεγονότα με τη διαύγεια του ερευνητή.
Στις 19 Ιανουαρίου 2011, η 18χρονη Λετισιά Περαί απήχθη λίγο έξω από το σπίτι της. Κάποιες ώρες αργότερα θα βρει βίαιο θάνατο από τα χέρια ενός καθ’ έξιν κακοποιού και ναρκομανή, του Τονύ Μεγιόν. Ήταν η ακροτελεύτια πράξη ενός δράματος εν προόδω, το οποίο ξεκίνησε ουσιαστικά από την αρχή της ζωής της.
Μεγαλωμένες στην κόλαση
Υπάρχουν άνθρωποι που γεννιούνται με τον καημό τους, που έλεγε και ο Νίκος Γκάτσος. Η Λετισιά και η δίδυμη αδελφή της, Τζεσικά, ανήκουν σ’ αυτή την άτυχη χορεία. Μεγάλωσαν σε μια οικογένεια όπου οι ωμότητες ήταν κοινός τόπος. Η μητέρα να είναι χαμένη στην άβυσσο του μυαλού της και ο βίαιος πατέρας να μπαινοβγαίνει στη φυλακή. Από μικρά, μόλις στα τέσσερά τους, τα κορίτσια αναγκάζονται να παραδώσουν την τύχη τους σε διάφορα ιδρύματα για να καταλήξουν σε ανάδοχη οικογένεια. Φευ, ούτε κι εκεί θα βρουν την ασφάλεια που αποζητούσαν. Ο θετός μπαμπάς, ο κύριος Πατρόν, πέραν του δυναστευτικού χαρακτήρα του, κακοποίησε πολλάκις την Τζεσικά (δίχως να αποκλείεται ότι έκανε το ίδιο και στη Λετισιά). Για τα δύο κορίτσια, εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, η ζωή τους ήταν μια πορεία προς ένα αναπόδραστο δράμα.
Ακόμη και όταν προσπάθησαν να υπερβούν τις δεδομένες ελλείψεις τους και να ενταχθούν στο κοινωνικό σύνολο, πάντα υπήρχε κάτι να μετατρέψει το όνειρο σε ακατάλυτη τιμωρία.
Ακόμη και όταν προσπάθησαν να υπερβούν τις δεδομένες ελλείψεις τους και να ενταχθούν στο κοινωνικό σύνολο (στο σχολείο κι αργότερα στην εργασία τους), πάντα υπήρχε κάτι να μετατρέψει το όνειρο σε ακατάλυτη τιμωρία. Η προβλεπτή ακολουθία ολοκληρώθηκε με βάναυσο τρόπο. Η Λετισιά δεινοπάθησε στα χέρια του Πεγιόν. Αν και οικεία βουλήσει τον πλησίασε, πέρασε μαζί του κάποια βράδια, ήπιαν ποτά, διασκέδασαν για να αφεθεί, τελικά, στα χέρια του βασανιστή της με την απάθεια του μοιραίου θύματος.
Η ιστορία της συγκλόνισε τη Γαλλία. Υπό άλλες συνθήκες, ένα φονικό σ’ ένα προάστιο της Ναντ ελάχιστα θα κρατούσε σε αγωνία την κοινή γνώμη. Κι όμως, για χάρη της Λετισιά κινητοποιήθηκε ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός. Στρατιές δημοσιογράφων κατέγραφαν κάθε λεπτό της αναζήτησής της (έως τη στιγμή που αποδείχθηκε πως είχε δολοφονηθεί). Ειδικοί αστυνομικοί εντάχθηκαν στην επιχείρηση ανεύρεσής της, ο κόσμος βγήκε στους δρόμους διαδηλώνοντας, ενώ ο λαϊκιστής Σαρκοζί δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει το λαϊκό αίσθημα για να κατακεραυνώσει τους δικαστές που άφησαν ελεύθερο τον Μεγιόν και να ζητήσει περαιτέρω αυστηροποίηση του νόμου για τις αποφυλακίσεις.
Το δράμα, σχεδόν αρχαιοελληνικό, στήθηκε εξαρχής. Οι καλοί εύκολα πέρασαν στο στρατόπεδο των κακών (τρανό παράδειγμα ο ακραιφνής Πατρόν που τελικά φυλακίστηκε με την κατηγορία της παιδοφιλίας) και το αντίστροφο.
Για τον Ζαμπλονκά, η υπόθεση κινητοποίησε το δικό του libido sciendi: την ανάγκη του να μάθει, να κατανοήσει, να αποκτήσει την εμπειρική πλευρά της αλήθειας. Ξεκίνησε να κάνει προσωπικές συνεντεύξεις στους ανθρώπους που χειρίστηκαν την υπόθεση ή ενεπλάκησαν σε αυτήν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Η πιο λεπτή «επιχείρησή» του, όμως, ήταν να προσεγγίσει τη συναισθηματικά τσακισμένη Τζεσικά. Ίσως γι’ αυτό παραδέχθηκε εκ των υστέρων πως αυτό το βιβλίο, αν και ξεκίνησε στη μνήμη της Λετισιά (ή στην αποκατάσταση της ζωής της), κατέληξε να είναι μια ηθική επιταγή απέναντι στην αδελφή της.
Το θέμα για τον Ζαμπλονκά δεν είναι μόνο η δολοφονία ενός κοριτσιού, αλλά και ο καταπιεσμένος θυμός για την αδιαφορία της θεσμών και για την επικράτηση της στατιστικής απαρίθμησης των απωλειών έναντι των ανθρώπων ενός κατώτερου θεού.
Δεν είναι ένα βιβλίο μόνο για τη Λετισιά, αλλά και για την γκρίζα περιοχή που κουβαλάει η Γαλλία στα έγκατά της. Μπορεί η γαλατική λεπτότητα, επιφανειακή το δίχως άλλο, να μην την αφήνει να δείξει το τρομώδες πρόσωπό της, όμως υπάρχει. Η περίπτωση της Λετισιά είναι χαρακτηριστική. Το θέμα για τον Ζαμπλονκά δεν είναι μόνο η δολοφονία ενός κοριτσιού, αλλά και ο καταπιεσμένος θυμός για την αδιαφορία της θεσμών και για την επικράτηση της στατιστικής απαρίθμησης των απωλειών έναντι των ανθρώπων ενός κατώτερου θεού. Εντέλει, είναι ένα σφοδρό ράπισμα στις σύγχρονες κοινωνίες που εξακολουθούν να θεωρούν τις γυναίκες αναλώσιμο είδος.
Στήνει ένα πολυφωνικό έργο, στο οποίο η Λετισιά μετέχει εν τη απουσία της. Αν και τα πάντα κινούνται τριγύρω της, η ματιά του Ζαμπλονκά είναι ωσαύτως λεπτομερειακή και αναλυτική. Δεν παραλείπει να δώσει και την πιο μικρή πτυχή της ζωής της ή των δραματικών στιγμών που οδήγησαν στον χαμό της, δίχως όμως να αφήνει εκτός κάδρου το κοινωνικό επιφαινόμενο της δολοφονίας.
Καταφέρνει έτσι το εξής σημαντικό: χορηγεί στο βιβλίο μια δύναμη συναισθήματος που δεν απωθεί, καθώς δεν είναι προμελετημένη. Προκαλείται από την εξωτερική θέαση των γεγονότων αφαιρώντας ταυτόχρονα τα απόνερα της κριτικής χωρίς ουσία. Τελικώς, ο ψίθυρος που ξεπηδάει από τις σελίδες του βιβλίου είναι απείρως πιο ισχυρός από τον εκκωφαντικό μετεωρισμό μιας άστοχης κραυγής. Η απόφασή του να σταθεί στο πλευρό του θύματος είναι γι’ αυτόν ουσιώδης και επιτακτική. Όπως ήταν και για τον Καπότε να σταθεί ενώπιος ενωπίω με τους θύτες.
Σημειωτέον: το βιβλίο έλαβε το λογοτεχνικό βραβείο της εφημερίδας Le Monde, το βραβείο μυθιστορήματος Medicis και το βραβείο δοκιμίου του περιοδικού Transfuge. Η άριστη μετάφραση ανήκει στη Χαρά Σκιαδέλλη.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι συγγραφέας.