Για το μυθιστόρημα της Τζέννυ Έρπενμπεκ Η συντέλεια του κόσμου (μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδ. Καστανιώτης).
Του Θωμά Συμεωνίδη
Υπάρχει ένα αναπόφευκτο τέλος, και αυτό είναι ο θάνατος, αλλά «στο τέλος μιας ημέρας που κάποιος πέθανε δεν ήρθε και η συντέλεια του κόσμου». Σε αυτή την υπόθεση στηρίζεται η Έρπενμπεκ για να γράψει ένα μυθιστόρημα στο οποίο η βασική ηρωίδα (της οποίας το όνομα μαθαίνουμε μόνο στο τέλος) πεθαίνει πέντε φορές. Για να υποστηριχθεί αυτό το παράδοξο, το μυθιστόρημα οργανώνεται σε πέντε επιμέρους βιβλία (κεφάλαια) και τέσσερα ιντερμέδια. Σε κάθε κεφάλαιο βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα διαφορετικό σενάριο κατάληξης της ηρωίδας, την οποία κάθε φορά συναντούμε σε μια διαφορετική ηλικία: στο πρώτο κεφάλαιο, πρόκειται για ένα βρέφος, γεννημένο το 1902‧ στο τελευταίο, για μια ενενηντάχρονη κυρία. Καλύπτεται με αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά το σύνολο σχεδόν του 20ού αιώνα και αυτό που είναι κρίσιμο για τη συγγραφέα, να δώσει το στίγμα των πρώτων χρόνων μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου.
Υπάρχει ένα αναπόφευκτο τέλος, και αυτό είναι ο θάνατος, αλλά «στο τέλος μιας ημέρας που κάποιος πέθανε δεν ήρθε και η συντέλεια του κόσμου». Σε αυτή την υπόθεση στηρίζεται η Έρπενμπεκ για να γράψει ένα μυθιστόρημα στο οποίο η βασική ηρωίδα πεθαίνει πέντε φορές.
Χωρίς να πρόκειται για αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, η Έρπενμπεκ αντλεί από τη βιογραφία της γιαγιάς της (όπως διαβάζουμε στο επίμετρο του μεταφραστή). Αλλά και χωρίς να πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα, η Έρπενμπεκ αντλεί αρκετά πραγματολογικά στοιχεία από έρευνα αρχείου. Αν θέλουμε να είμαστε λοιπόν ακριβείς, θα λέγαμε ότι Η συντέλεια του κόσμου είναι περισσότερο ένα μυθιστόρημα για τον θάνατο και κατά προέκταση για τον χρόνο. Από αυτή την άποψη, μπορούμε να αντιληφθούμε επίσης γιατί η Γερμανίδα συγγραφέας τιμήθηκε με το βραβείο Τόμας Μαν το 2016 – αρκεί να αναλογιστεί κανείς την ιδιαίτερη θέση που κατέχει η πραγμάτευση αυτών των δύο ζητημάτων (θάνατος, χρόνος) στο Μαγικό βουνό.
Η βασική ένταση που τροφοδοτεί την αφήγηση της Έρπενμπεκ είναι αυτή ανάμεσα στο νομοτελειακό και το τυχαίο. Η Έρπενμπεκ καταφέρνει με μεγάλη επιτυχία να θέσει τις ακριβείς συντεταγμένες ενός σταθερού πλαισίου, εντός του οποίου όμως η ζωή παρουσιάζεται ως συνάρτηση πολλών παραγόντων: «Κάποια στιγμή αυτή τη νύχτα έχουνε περάσει είκοσι τέσσερις ώρες ακριβώς από τότε που σε μία μικρή πόλη της Γαλικίας, γεωγραφικό πλάτος 50,08333 μοίρες βόρεια, γεωγραφικό μήκος 25,15000 μοίρες ανατολικά, ένα βρέφος ξαφνικά πέθανε». Αυτό ακριβώς το πλαίσιο που σε καίρια σημεία του μυθιστορήματος μας το υπενθυμίζει (και τελικά υποβάλλει) η Έρπενμπεκ, επενδύεται στο εσωτερικό του με ένα πολύ μεγάλο φάσμα ανησυχιών και ερωτημάτων τα οποία έρχονται να προσδώσουν στοχαστικό βάθος στο όλο εγχείρημα.
Μια δεύτερη βασική ένταση, η οποία τροφοδοτεί με τη σειρά της την πρώτη, είναι αυτή ανάμεσα στη νομοτέλεια που διέπει τη χωροχρονική κλίμακα της ζωής και μία σειρά από άλλες «νομοτέλειες», οι οποίες εκπορεύονται από τα ήθη και τα έθιμα μιας κοινότητας. Βλέπουμε, για παράδειγμα, τον παππού της βασικής ηρωίδας να θεωρεί τη μητέρα της (την κόρη του) νεκρή, επειδή παντρεύτηκε έναν μη εβραίο, βλέπουμε τον παππού να την πενθεί σύμφωνα με τον τρόπο που ορίζει η εβραϊκή παράδοση: «Ο παππούς της την είχε απορρίψει, αλλά μετά την απόρριψη από κείνον, η ζωή της είχε συνεχιστεί, και κρατούσε μέχρι σήμερα. Ποιοι νόμοι όμως ίσχυαν από τότε και μετά γι’ αυτή τη ζωή, που για κείνον δεν ήτανε πια ζωή, κανέναν δεν μπορούσε να ρωτήσει. Η ζωή από τότε και μετά ήταν απλώς και μόνο ζωή». Το «πένθος» όμως του παππού έρχεται να αντιπαρατεθεί με το πένθος της κόρης του, το οποίο περιγράφεται μόλις λίγες σελίδες πιο πριν: «Τώρα κάθεται σ’ αυτό το μικρό ξύλινο σκαμνάκι που πήρε γαμήλιο δώρο από τη γιαγιά της, κάθεται έτσι με κλειστά τα μάτια, έτσι όπως έχει δει άλλους να κάθονται σε εποχές πένθους». Μέσα από τέτοιες αντιπαραθέσεις, ενισχύεται η ιδέα της παράδοσης ως κανονιστικού στοιχείου που ρυθμίζει τη συμπεριφορά των ανθρώπων («και γι’ αυτό που είχε συμβεί τώρα υπήρχαν κανόνες»), χωρίς όμως, να υποβαθμίζεται ο πόνος που συνεχίζει να υπάρχει («που κανένας δεν της είχε πει πριν ότι η ζωή δεν λειτουργεί σαν μηχανή»).
Επενδύοντας σε αυτή την ένταση ανάμεσα στο γενικό και το συγκεκριμένο, η Έρπενμπεκ μας παραδίδει μία από τις πιο δυνατές στιγμές της αφήγησής της. Είναι ακριβώς σε εκείνα τα σημεία του μυθιστορήματος όπου το σώμα γίνεται και αυτό αντικείμενο συναλλαγής, κάτω από την πίεση της πείνας και της εξαθλίωσης.
Μια τρίτη βασική ένταση, η οποία υφαίνεται συνειδητά και πάλι από την Έρπενμπεκ, είναι αυτή ανάμεσα στο γενικό και το συγκεκριμένο. Οι βασικοί χαρακτήρες δεν κατονομάζονται (παρά μόνο στο τέλος η βασική ηρωίδα): ο παππούς, η γιαγιά, η μεγάλη κόρη, η μικρή κόρη, ο άντρας, η γυναίκα. Και για αυτό, υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης (και της αντίστιξης τελικά), όταν συναντούμε χαρακτήρες οι οποίοι κατονομάζονται, όπως «ο αμαξάς Σιμών», χαρακτήρες οι οποίοι έχουν λόγο ύπαρξης σε μία εποχή, αλλά όχι σε μία άλλη – δεν θα συναντούσαμε τόσο εύκολα τον «αμαξά Σιμών» τη δεκαετία του 1990, για παράδειγμα. Με αυτόν τον τρόπο, η Έρπενμπεκ υποβάλλει (και πάλι) ένα βασικό μοτίβο: αυτό της μεταμόρφωσης και της αέναης εξέλιξης κάποιων βασικών ανθρωπολογικών σταθερών. Ένα μοτίβο όμως που γίνεται αντικείμενο στοχαστικής εξέτασης μέσα από τα γεγονότα της γέννησης και του θανάτου: «Αυτή η ίδια, με τη γέννα του παιδιού είχε μεταμορφώσει τη γιαγιά της σε προγιαγιά, και τη μάνα της σε γιαγιά, αλλά τώρα όλες οι μεταμορφώσεις είχαν πάλι αναιρεθεί» (από τον θάνατο του βρέφους). Την ίδια στιγμή, επενδύοντας σε αυτή την ένταση ανάμεσα στο γενικό και το συγκεκριμένο, η Έρπενμπεκ μας παραδίδει μία από τις πιο δυνατές στιγμές της αφήγησής της. Είναι ακριβώς σε εκείνα τα σημεία του μυθιστορήματος όπου το σώμα γίνεται και αυτό αντικείμενο συναλλαγής, κάτω από την πίεση της πείνας και της εξαθλίωσης: «Πουτάνα στην πραγματικότητα δεν ήτανε. Για 2 ζευγάρια παπούτσια θα μπορούσε να είχε πουληθεί ήδη πρόπερσι, τελευταία για 1 λίτρο ανθόγαλα, 15 πατάτες ή 1 τέταρτο λίπος. Συνέχεια, μια ο ένας, μια ο άλλος μαυραγορίτης τής ψιθύριζε την τιμή της, που, όπως όλες οι τιμές, ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση, ανεβοκατέβαινε, κατά βάση βέβαια κατέβαινε».
Η συντέλεια του κόσμου είναι ένα μυθιστόρημα που δομείται πάνω σε μία σειρά από εντάσεις (αναφέρθηκαν ενδεικτικά τρεις που θεωρώ τις πιο βασικές), αλλά το κυριότερο είναι η διαχείρισή τους, η οποία επιτυγχάνεται μέσα από μια γενικότερη αίσθηση οικονομίας της αφήγησης. Για παράδειγμα, αυτή η αίσθηση οικονομίας αναδεικνύεται μέσα από φράσεις που μπορεί να γίνουν πολύ απλές, αυτοσυνείδητες φράσεις με άλλα λόγια, που αφήνουν χώρο να διευθετηθεί αυτό το οποίο είναι σημαντικό και το οποίο γνωρίζουν ότι έχουν παγιδεύσει: «Πέφτει, κι ενώ πέφτει ντρέπεται που πέφτει». Η ίδια αίσθηση οικονομίας, διέπει φράσεις που ανανεώνουν την αφήγηση (και το ενδιαφέρον): «Όλα όμως θα μπορούσαν να έχουν έρθει και αλλιώς», αλλά και φράσεις, που στο εσωτερικό του πλέγματος των εντάσεων που αναφέρθηκαν, αναδεικνύουν το ζήτημα της αλήθειας και του ψεύδους, το ζήτημα δηλαδή της αποτίμησης σκέψεων, καταστάσεων, γεγονότων ως βασικής προϋπόθεσης επιβίωσης και προσανατολισμού στη ζωή: «Θα έφτανε με μια αλήθεια πιο πέρα απ’ ό,τι με ένα ψέμα;» Φράσεις, τελικά, της Έρπενμπεκ, ψηφίδες μιας αφήγησης που ενώ σκηνοθετεί πέντε φορές τον θάνατο του ίδιου ανθρώπου, δεν επιβάλλει μια αίσθηση ματαιότητας, αλλά περισσότερο την επιτακτικότητα της εστίασης σε αυτό που είναι η ίδια η ανθρώπινη ζωή μέσα από την ανάγκη της επίγνωσης αυτού που είναι διαχειρίσιμο από τη μία, αυτού που είναι αναπόφευκτο από την άλλη.
* Ο ΘΩΜΑΣ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ είναι συγγραφέας.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΤΖΕΝΝΥ ΕΡΠΕΝΜΠΕΚ