
Για τη συλλογή διηγημάτων του Henry James Έντεκα ιστορίες και ένας αποχαιρετισμός (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Μεταίχμιο)
Της Αργυρώς Μαντόγλου
Η παρούσα επιλογή από τα μικρότερης έκτασης αφηγήματα του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα που επάξια έχει αποσπάσει τον τίτλο του Master είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τον σύγχρονο αναγνώστη καθώς, πέρα από την απόλαυση που παρέχουν, μας προσφέρουν και μια «πανοραμική» εικόνα της εξέλιξής του τόσο στη θεματική και στον τρόπο αναπαράστασης των χαρακτήρων, όσο και στη σύνθεση των μνημειωδών «σχοινοτενών» προτάσεων του.
Η τελευταία του υπαγόρευση, έστω αποσπασματική και χωρίς συνοχή, είναι ένα είδος πνευματικής διαθήκης, μια επίκληση στην υστεροφημία, ένας τζοϊσικής υφής εσωτερικός μονόλογος που ακολουθεί την τρικυμισμένη ροή της συνείδησης.
Στο Έντεκα ιστορίες…, που αποτελείται από διηγήματα αλλά και νουβέλες, παρέχεται στον αναγνώστη μια ενδεικτική «γεύση» του τζεϊμσιανού ύφους, όπως αυτό εξελίχτηκε κατά τη διάρκεια του βίου του, αρχής γενομένης από το πρώτο δημοσιευμένο διήγημά του, το «Ένα τραγικό λάθος», το οποίο δημοσιεύτηκε ανωνύμως στο «Continental Montly» το 1864 (με εμφανή επιρροή, όπως γράφτηκε, από τον Nathaniel Hawthorn), έως τον «Αποχαιρετισμό» ‒ σημειώσεις που ο ίδιος υπαγόρευσε στη γραμματέα του Theodora Bosanquet. Εκεί, ο μεγάλος συγγραφέας, όντας στο κατώφλι του θανάτου, θέλει ο ίδιος να περιγράψει αυτό το «Διακεκριμένο Συμβάν», αντί άλλης διαθήκης, αποδεικνύοντας περίτρανα πως ακόμα και στο νεκροκρέβατο παραμένει ένας μεγάλος δημιουργός, ακολουθώντας την περίφημη ρήση του: «το έργο είναι ο βίος του δημιουργού» ‒ προσηλωμένος ακόμα και τις τελευταίες του ώρες στη γραφή, στην «πράξη ζωής», όπως ο ίδιος αποκαλούσε την τέχνη του.
«Η τελευταία του υπαγόρευση, έστω αποσπασματική και χωρίς συνοχή, είναι ένα είδος πνευματικής διαθήκης, μια επίκληση στην υστεροφημία, ένας τζοϊσικής υφής εσωτερικός μονόλογος που ακολουθεί την τρικυμισμένη ροή της συνείδησης. Όμως ακόμα και όταν η συνείδηση αλλοιωθεί από την εγκεφαλική βλάβη, ακόμα και όταν η αίσθηση του εαυτού διαταραχτεί, κάτι από τη βαθύτερη φύση της μπορεί να διαρκέσει: το φανερώνει η ενορατική δύναμη και η λογοτεχνική αλκή των τελευταίων θραυσμάτων του Δασκάλου» γράφει η Κατερίνα Σχινά που μετέφρασε έξοχα τις ενίοτε ακατάληπτες φράσεις του Τζέιμς, προλογίζοντας τόσο την επιλογή της όσο και την κάθε ιστορία ξεχωριστά, ώστε να τοποθετηθεί χρονικά αλλά και συνολικά στο πλαίσιο της παραγωγής της.
«Το έργο είναι ο βίος του δημιουργού»
Στη συλλογή περιλαμβάνονται και κάποια που μεταφράζονται για πρώτη φορά στη γλώσσα μας και θεωρούνται κομβικά τόσο για τη μελέτη του έργου του μεγάλου συγγραφέα όσο και για την ίδια τη διαδικασία της γραφής και τη σχέση του δημιουργού με αυτό που αποκαλούμε πραγματικότητα.
Τα περισσότερα από τα αφηγήματα της συλλογής έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά όπου ο Τζέιμς έγραφε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του για βιοποριστικούς κυρίως λόγους, καθώς τα ογκώδη μυθιστορήματά του επέφεραν ελάχιστα. Στη συλλογή περιλαμβάνονται και κάποια που μεταφράζονται για πρώτη φορά στη γλώσσα μας και θεωρούνται κομβικά τόσο για τη μελέτη του έργου του μεγάλου συγγραφέα όσο και για την ίδια τη διαδικασία της γραφής και τη σχέση του δημιουργού με αυτό που αποκαλούμε πραγματικότητα, όπως το περίφημο «Η ιδιωτική ζωή», όπου καταγράφεται η σχέση ανάμεσα στην προσωπικότητα ενός δημιουργού και στο έργο του, η διφυής φύση του, δηλαδή η απόσταση ανάμεσα στο δημόσιο προσωπείο του και στη φευγαλέα, ενίοτε αόρατη διάσταση του προσώπου που γράφει, ο οποίος είθισται «να εξαφανίζεται μέσα στην απεραντοσύνη των πραγμάτων».
«Ο κόσμος ήταν άξεστος και ηλίθιος, και ο πραγματικός δημιουργός θα ήταν ανόητος αν έβγαινε σ’ αυτόν, όταν μπορούσε να κουτσομπολεύει και να δειπνεί δι’ αντιπροσώπου».
Περιλαμβάνεται, επίσης, το εξίσου κομβικό «Μέση ηλικία», όπου ο δημιουργός λαχταράει μια «παράταση», παρότι νιώθει τις σωματικές δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, αποζητάει μια δεύτερη ευκαιρία για να ολοκληρώσει το έργο του, «μια ιστορία για τη βάσανο της δημιουργίας, μια σπαρακτική καταβύθιση στη μελαγχολία που γεννούν η ασθένεια και το γήρας, οι χαμένες ευκαιρίες και ο χρόνος που λιγοστεύει».
Από το πρώτο δημοσιευμένο διήγημά του διακρίνεται η εξέλιξη του ύφους, το πώς περνάει από την καθαρή και αδιατάραχτη σύνταξη με τις ελάχιστες αμφισημίες -αν και υπάρχει ακόμα και εδώ η διάχυτη ειρωνεία και οι υπαινιγμοί- στις πιο σύνθετες μακροπερίοδες προτάσεις, στην απόκρυψη των κινήτρων και στη σταδιακή αποκάλυψη του ψυχισμού της ηρωίδας. Διακρίνεται επίσης η εφαρμογή της περίφημης «δραματοποίησης», προτιμώντας να τη «δείχνει» εν ώρα δράσης, παρά να την περιγράφει, αφήνοντας τον αναγνώστη να συμπεράνει τα κρυφά κίνητρά της.
Η γραφή ως «πράξη ζωής»
Βλέπουμε τον αξιοθαύμαστο τρόπο συνδυασμού της αμφισημίας με την ιστορία, η αμφισημία έρχεται όχι για να μας μπερδέψει αλλά για να μας υποβάλλει την κρυφή ιστορία που σιγά σιγά ο ίδιος ο αναγνώστης συνθέτει υποβοηθούμενος διακριτικά από τον συγγραφέα.
Παρά την περιορισμένη δική του έκθεση σε συναισθηματικές περιπέτειες, όπως μαθαίνουμε από τους βιογράφους, αν και ο ίδιος έκαψε τις επιστολές του (όπως περιγράφεται στην ωραία εναρκτήρια σκηνή του «Master», της μυθιστορηματικής βιογραφίας του Colm Toibin (2006)), ο Τζέιμς διέθετε βαθιά κατανόηση για την ανθρώπινη φύση, μάζευε ιστορίες, προσηλωμένος στις αφηγήσεις των άλλων στα Dinner party –τις οποίες επεξεργαζόταν και αξιοποιούσε αναλόγως–, υπήρξε ένας άνθρωπος που λάτρευε τις κοινωνικές συγκεντρώσεις και ήταν αποδέκτης πολυάριθμων προσκλήσεων, ενώ ταυτόχρονα παρέμενε εργένης εκ πεποιθήσεως που για μεγάλα διαστήματα απομονωνόταν για να εργαστεί.
Τα διηγήματα και οι νουβέλες του έχουν γραφεί κυρίως για βιοπορισμό και αυτά έχουν διαβαστεί περισσότερο από τα ογκώδη μυθιστορήματά του, τα οποία σήμερα διαβάζονται κυρίως στα τμήματα Αγγλικών Σπουδών στα πανεπιστήμια. Όμως, ακόμα και σε αυτά τα μικρότερης έκτασης αφηγήματα διακρίνονται τα επαναλαμβανόμενα θέματα και μοτίβα που συναντάμε και στα μυθιστορήματά του: η Ομορφιά και το τίμημά της, το ταξίδι, η δημιουργικότητα, οι εκπατρισμένοι στην Ευρώπη Αμερικανοί καθώς και η νεαρή Αμερικανίδα που τολμάει να εκτεθεί και να ταξιδέψει μόνη της (απόηχο της «Ντέιζι Μίλερ» συναντάμε στο «Τέσσερις Συναντήσεις»), και που πάντα σχεδόν πληρώνει το τίμημα της αλόγιστης τόλμης της. Το «πνεύμα» του Τζέιμς και η μεγαλοφυΐα διαφαίνονται και στα πρώτα διηγήματά του όταν ήταν ακόμα νέος και άπειρος, πριν ακόμα εκτεθεί στο modus vivendi των σαλονιών και στις εμπειρίες των ταξιδιών, βλέπουμε τον αξιοθαύμαστο τρόπο συνδυασμού της αμφισημίας με την ιστορία, η αμφισημία έρχεται όχι για να μας μπερδέψει αλλά για να μας υποβάλλει την κρυφή ιστορία που σιγά σιγά ο ίδιος ο αναγνώστης συνθέτει υποβοηθούμενος διακριτικά από τον συγγραφέα – ο οποίος μέσα στα χρόνια εξελίσσεται σε άριστο γνώστη της ανθρώπινης ψυχολογίας.
«Σε όλο το έργο του Τζέιμς κυριαρχεί ο σκωπτικός υπαινιγμός (ο οποίος υπονομεύει τις συμβάσεις και την προσκόλληση στην τρέχουσα ηθική – καθώς τη βρίσκει περιοριστική και ανάλγητη). Πράγματι, εκεί φαίνεται πως ο Τζέιμς εντοπίζει την αστείρευτη πηγή για ειρωνεία» γράφει ο Paul Theroux στην εισαγωγή του για το What Maisie knew και πράγματι στις σελίδες του περιγράφονται απαράμιλλα η ιδιοτέλεια, ο ανταγωνισμός, η απληστία, τα κρυφά κίνητρα, όλα όσα υποκινούν ή υπονομεύουν τις ανθρώπινες σχέσεις, καθώς και η έλλειψη αγάπης και αποδοχής, γιατί αυτό που πρωτίστως φαίνεται να αποζητούν οι ήρωες του Τζέιμς από τους άλλους είναι η αποδοχή, την οποία ο συγγραφέας φροντίζει να λάβουν προκειμένου να επέλθει μια στοιχειώδης αποκατάσταση.
«Το ύφος της ίδιας της ζωής»
Δουλεύουμε στα σκοτεινά – κάνουμε ό,τι μπορούμε, δίνουμε ό,τι έχουμε. Οι αμφιβολίες είναι το πάθος μας και το πάθος μας είναι το έργο μας. Τα υπόλοιπα είναι η τρέλα της τέχνης.
O Χένρι Τζέιμς χρησιμοποιεί τις λέξεις ως ποιητής έστω κι αν γράφει πρόζα. Στις σχοινοτενείς του προτάσεις οι λέξεις είναι επιλεγμένες με προσοχή και η περίτεχνη τελειότητα του ύφους του κατορθώνει να δημιουργεί την υπαινικτική αίσθηση πως υπάρχει κάτι σημαντικό που δεν έχει ακόμα ειπωθεί, συλλαμβάνοντας αυτό που πάντα επιχειρούσε να αποδώσει σε όλο του το έργο: «το ύφος της ίδιας της ζωής».
Το «Ιδιωτική ζωή» και το «Μέση ηλικία» θα μπορούσαν να διαβαστούν και ως παραβολές για το τίμημα που πληρώνει κανείς όταν οι αυστηρές επιλογές του αποκλείσουν οργανικά στοιχεία της ζωής αλλά και για τις συνέπειες της αλόγιστης μονομέρειας και κατάχρησης. Το θέμα εξετάζεται με ειρωνική αλλά βαθιά ανθρώπινη ματιά, καθώς ο έρωτας, η δημιουργικότητα, η χαρά της ζωής, η αφοσίωση και η έμπνευση συγκρούονται και επαναπροσδιορίζονται, προβάλλοντας τη βαθιά εξάρτηση της τέχνης της ζωής από την ίδια την τέχνη, αλλά και την πλάνη που καραδοκεί πίσω από τη δημιουργία ενός βιβλίου.
Η προοπτική του θανάτου πυροδοτεί στον καλλιτέχνη της ιστορίας έναν απολογισμό που έχει έκτοτε αναπαραχθεί πολλές φορές από πολλούς δημιουργούς και συνοψίζει τη φιλοσοφία του μεγάλου συγγραφέα: «Δουλεύουμε στα σκοτεινά – κάνουμε ό,τι μπορούμε, δίνουμε ό,τι έχουμε. Οι αμφιβολίες είναι το πάθος μας και το πάθος μας είναι το έργο μας. Τα υπόλοιπα είναι η τρέλα της τέχνης».
H επιλογή, μετάφραση, εισαγωγή καθώς και ο σχολιασμός του εν λόγω τόμου είναι αποτέλεσμα μόχθου, αγάπης, αφοσίωσης και επιμονής καθώς η όποια απόπειρα μεταφοράς του μεγάλου συγγραφέα σε άλλη γλώσσα αποτελεί έναν άθλο – το λιγότερο που έχουμε να κάνουμε είναι να τον διαβάσουμε.
* Στην κεντρική φωτογραφία ο πίνακας του Edgar Degas L'Absinthe, 1876. Λάδι σε καμβά.
* Η ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ είναι συγγραφέας και μεταφράστρια.
Τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα «Σώμα στη βιτρίνα» (εκδ. Μεταίχμιο).