Για το μυθιστόρημα της Clarice Lispector Η ώρα του αστεριού (μτφρ. Μάριος Χατζηπροκοπίου, εκδ. Αντίποδες).
Του Γιώργου - Ίκαρου Μπαμπασάκη
Βεβαίως κάθε σημαντικό μυθιστόρημα είναι μια κατασκευή, συγκροτημένη στρατηγικά, οργανωμένη μεθοδικά, και ενέχει, έστω υπόρρητα, την ιστορία όλης της λογοτεχνίας, όλης της τέχνης του μυθιστορήματος. Δεν υπάρχει σημαντικός μυθιστοριογράφος που να μην πέρασε από το καμίνι της συστηματικής και αδηφάγου ανάγνωσης και μελέτης του παρελθόντος της τέχνης του. Κάθε μεγάλος συγγραφέας εγκιβωτίζει, με τον δικό του μοναδικό τρόπο, τα διαβάσματά του στα γραψίματά του. Έτσι, πρώτον, απαλύνει την ανασφάλεια που ταλανίζει κάθε δημιουργό, και, δεύτερον, αξιώνει μιαν ισχυρή θέση στο Μεγάλο Βιβλίο της Ανησυχίας που είναι η Τέχνη. Κάποια σημαντικά μυθιστορήματα είναι, πέρα από κατασκευές, και γενναίες απογυμνώσεις ψυχής και νου, θαρραλέες αποκαλύψεις του μύχιου βάθους, συνταρακτικές κραυγές και πολύτιμοι ψίθυροι που καταφάσκουν στη ζωή, που λένε ένα μεγάλο, μνημειώδες «ναι!» σε ό,τι συνιστά την ουσία του ανθρώπου.
Λάμπει εκτυφλωτικά, και ενίοτε οδυνηρά, ο συνδυασμός αλλεπάλληλων ποιητικών εκλάμψεων, μορφολογικών καινοτομιών, και αγωνιώδους αναζήτησης της αλήθειας στην απόλυτη αφτιασίδωτη μορφή της.
Τέτοιο μυθιστόρημα —συγκροτημένη κατασκευή και ιλιγγιώδης απογύμνωση, συνάμα— είναι η Ώρα του Αστεριού (μτφρ. Μάριος Χατζηπροκοπίου, εκδ. Αντίποδες) της Clarice Lispector (Κλαρίσε Λισπέκτορ, 10 Δεκεμβρίου 1920 – 9 Δεκεμβρίου 1977), στο οποίο λάμπει εκτυφλωτικά, και ενίοτε οδυνηρά, ο συνδυασμός αλλεπάλληλων ποιητικών εκλάμψεων, μορφολογικών καινοτομιών, και αγωνιώδους αναζήτησης της αλήθειας στην απόλυτη αφτιασίδωτη μορφή της. Η πλοκή είναι το όχημα για να ξεδιπλωθούν οι σκέψεις της Λισπέκτορ για το είναι και το μηδέν. Η τραγική αλλά και γεμάτη χιούμορ άνοια των ηρώων του Samuel Beckett συνδυάζεται εδώ με μαγικά ποιητικές καταγραφές μιας καθημερινότητας που εκκινεί από το χθαμαλό και εν συνεχεία, σχεδόν απαπάντεχα πολλές φορές, ίπταται στους ουρανούς της υπέρβασης και της έκστασης. Η αφέλεια είναι τόσο αφοπλιστική που σε καθηλώνει και σε οδηγεί στο να αντιληφθείς τον πλούτο των στοχασμών που κρύβονται πίσω της. Μνήμες από αναγνώσεις του αποφθεγματογράφου Antonio Porchia αλλά και της Βίβλου, των ακραίων υπερρεαλιστών αλλά και των φτηνορομάντζων με καρδιά, των βαθύνοοων υπαρξιστών αλλά και των Αμερικανών του βαθέως Νότου. Η Λισπέκτορ σκιαγραφεί, με ψυχονοητική ένταση, την προσωπικότητα της ηρωίδας της, μιας ασήμαντης (φαινομενικά), σχεδόν απρόσωπης, ταπεινής, οριακής κοπέλας, της Μακκαμπέα, της οποίας μάλιστα το όνομα το μαθαίνουμε ακριβώς στη μέση του βιβλίου, μόλις στη σελίδα 49 από τις 99 που καλύπτει το μυθιστόρημα.
Είναι αγράμματατη, ταπεινή και καταφρονεμένη, τη θαμπώνει η Μέριλιν Μονρόε, αλλά και η Γκρέτα Γκάρμπο, τρώει σάντουιτς με μορταδέλα και σχεδόν τίποτε άλλο (...).
Η Μακκαμπέα πλάθεται από την Λισπέκτορ σαν να είναι ένα work in progress, σταδιακά, βαθμιαία, αλλά όχι απολύτως γραμμικά, καθόσον μεσολαβούν ποιοτικά και ποιητικά άλματα, απ᾽ αυτά που μας ιστορούσε ο Walter Bengamin όταν στοχαζόταν για την έννοια και τη λειτουργία του χρόνου. Η Μακκαμπέα είναι ένας «διαλογισμός διαρκείας πάνω στο τίποτα» (σ. 43), και εδώ θυμόμαστε ευθύς τον Beckett, είναι μια «υπερηχητική της ζωής», γράφει θαυμάσια η Λισπέκτορ: «Κανείς δεν αντιλαμβανόταν ότι ξεπερνούσε με την ύπαρξή της το φράγμα του ήχου» (σ. 72). Είναι αγράμματατη, ταπεινή και καταφρονεμένη, τη θαμπώνει η Μέριλιν Μονρόε, αλλά και η Γκρέτα Γκάρμπο, τρώει σάντουιτς με μορταδέλα και σχεδόν τίποτε άλλο, γι᾽ αυτήν «τα πράγματα είναι πάντοτε παραμονές» (σ. 96) και το «μέλλον είναι πολυτέλεια» (σ. 66), η ίδια είναι ένα «ισχνό ελάχιστο» (σ. 93), αλλά εντέλει είναι αγία, ναι, «η Μακκαμπέα είναι μια μορφή αγίας», σύμφωνα με τον Σταύρο Ζουμπουλάκη.
Είναι ο εκθειασμός του βαθύτατου πυρήνα του ανθρώπου, πάει να πει της αγάπης για το θαύμα της ζωής.
Ζει και πεθαίνει μες στην ανωνυμία και το περιθώριο, αλλά είναι, μέσα από την πένα της Λισπέκτορ, παντοτινά ζωντανή στο νου των αναγνωστών, είναι η μαγεία και το μυστήριο της συγκίνησης, είναι ένα πλάσμα πλασμάτων ανάγλυφο και τρυφερό μέσα σε ένα άσμα ασμάτων, μέσα στο βιβλίο της Βραζιλιάνας συγγραφέως. Είναι ο εκθειασμός του βαθύτατου πυρήνα του ανθρώπου, πάει να πει της αγάπης για το θαύμα της ζωής. Κεντάει η Λισπέκτορ: «Ὅλες οι ζωές είναι μια τέχνη, και η δική της έτεινε προς τον μεγάλο αχαλίνωτο γόο σαν βροχή και αστραπές» (σ. 94). Είναι η καταγραφή των αλλεπάλληλων άηχων εκρήξεων μες στην ψυχή της Μακκαμπέα που την ωθούν ατελεύτητα προς το ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο. Και η Λισπέκτορ σημειώνει τις εκρήξεις αυτές μέσα σε παρενθέσεις, σαν να κρατάει σημειώσεις σε μια παρτιτούρα: συναντάμε την (έκρηξη), ναι, έτσι, μέσα σε παρενθέσεις στις σελίδες 27, 31, 48, 66, 68, 69, 75, 83, 86, 90, 91.
«Γιατί γράφετε;» την ρωτάει ο συνομιλητητής στη μοναδική της τηλεοπτική συνέντευξη, στο TV Cultura του Σάο Πάολο. Και η Λισοπέκτορ απαντά: «Εσείς γιατί πίνετε νερό;»
Μοιάζει πολύ με μουσικό έργο αυτό το ολιγοσέλιδο μυθιστόρημα, μοιάζει με το επίτευγμα ενός εκστασιασμένου συνθέτη που μπόρεσε να συνδυάσει στη μουσική του την σπαρακτική Τρίτη Συμφωνία του Henryk Górecki με τα λυγμικά μπλουζ της Billie Holiday — άλλωστε ένας από τους δώδεκα, όσοι οι Απόστολοι, ενδεχόμενους τίτλους του βιβλίου ήταν «Θρηνητικό Μπλουζ». Μοιάζει με κατεπείγουσα έκκληση να επιστρέψουμε στην απλότητα των πραγμάτων, σ᾽ εκείνη την ιδιαίτερη φτώχεια που είναι αδιανόητος πλούτος, στην απέριττη στάση που κρύβει ένα απροσμέτρητο μεγαλείο — θυμήσου τη μουσική από το τρανζιστοράκι στη σκοπιά μια κρύα νύχτα του χειμώνα, θυμήσου το κρασάκι και το ψωμί, ναι, τον οίνο και τον άρτο, με μια παρέα άφραγκων φίλων, θυμήσου έναν πολύωρο περίπατο μετά την προβολή του Στάλκερ στο Studio, έτσι λειτουργεί η πρόζα της Λισπέκτορ, σαν μια κραυγή για τα όσα, λησμονημένα δυστυχώς, κάνουν τη ζωή πολύτιμη, κάνουν το θάλπος ανεκτίμητο. «Πρόκειται για απολαύσεις», σχολιάζει στο Επίμετρο η Hélène Cixous (Ελέν Σιξού,1937), «που εμείς δεν έχουμε πια. Είμαστε εκείνοι που ζουν μετά τον αστακό. Πριν όμως από τον αστακό έχουμε τις μεγαλύτερες απολαύσεις του κόσμου […] Αυτή η φτώχεια (της Μακκαμπέα) είναι ο πλούτος της. Αυτό που δεν έχουμε εμείς που πέσαμε από τον παράδεισο της εποχής που δεν είχαμε φάει αστακό» (σ. 115).
Η γραφή της Λισπέκτορ είναι «οξυγόνο αντιδιαστολής», όπως έλεγε για την ποίηση ο Νίκος Καρούζος. Είναι νερό, λυτρωτικόν ύδωρ. «Γιατί γράφετε;» την ρωτάει ο συνομιλητητής στη μοναδική της τηλεοπτική συνέντευξη, στο TV Cultura του Σάο Πάολο. Και η Λισοπέκτορ απαντά: «Εσείς γιατί πίνετε νερό;»
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ίσως γιατί το αίμα είναι το μυστικό του καθενός, η ζωογόνος του τραγωδία. Αλλά η Μακκαμπέα ήξερε μόνο ότι δεν μπορούσε να δει το αίμα, τα υπόλοιπα τα σκέφτηκα εγώ. Αρχίζουν να με ενδιαφέρουν τρομερά τα γεγονότα: τα γεγονότα είναι σκληρές πέτρες. Δεν μπορείς να ξεφύγεις. Τα γεγονότα είναι λέξεις ειπωμένες από τον κόσμο» [σ. 81].
Η ώρα του αστεριού
Clarice Lispector
Μτφρ. Μάριος Χατζηπροκοπίου
Αντίποδες 2016
Σελ. 152, τιμή εκδότη €11,00