Για το μυθιστόρημα του Richard Flanagan Απουσία (μτφρ. Γιώργος Μπλάνας, εκδ. Ψυχογιός).
Της Αργυρώς Μαντόγλου
Όταν ένας μυθιστοριογράφος καταπιάνεται με μακρινές ιστορικές περιόδους, αναλαμβάνει, εκτός των άλλων, να «ξεσκεπάσει» ιστορίες και γεγονότα που οι ιστορικοί ενδέχεται να έχουν παραβλέψει. Συνεπώς, εκτός από την ενδελεχή έρευνα, μια ανάλογη ιστορική εξιστόρηση προϋποθέτει και μια σχεδόν «διαισθητική» αντίληψη της εποχής για την προσέγγιση προσώπων και γεγονότων με ασυνέχειες, κενά ή ελλιπείς πληροφορίες. Ο Τασμανός Ρίτσαρντ Φλάναγκαν, όπως έχει ήδη αποδειχτεί, είναι δεξιοτέχνης σε αυτού του είδους τις ιστορικές αναπαραστάσεις, ικανός στη σύνθεση και ανακατασκευή μακρινών αλλά ταραγμένων εποχών στην ιστορία της ανθρωπότητας, όχι μόνο λόγω σχολαστικής έρευνας και αυξημένης διαίσθησης αλλά και της ιδιαίτερα ασκημένης γλώσσας του.
Με μια γραφή που χώνει το μαχαίρι στο κόκκαλο, περιγράφει τη βία, την απληστία, τη σύγχυση, τη φιλοδοξία, τον έρωτα ή την έλλειψή του, και κυρίως, εκείνο το ακαθόριστο «ανικανοποίητο», θεμελιακό στοιχείο των χαρακτήρων αλλά και της ίδιας της αφήγησης.
Στο Απουσία όπως και στο βραβευμένο με Booker Το Μονοπάτι για τα Βάθη του Βορρά διακρίνουμε πως εμπιστεύεται περισσότερο την ποιητική πρόζα για να περιγράψει τις εσωτερικές συγκρούσεις, τις «ατέλειες» και τα διλλήματα των χαρακτήρων του, καθώς και τα ιστορικά γεγονότα, παρά τη ρεαλιστική αφήγηση, ή τον δημοσιογραφικό λόγο. Με μια γραφή που χώνει το μαχαίρι στο κόκκαλο, περιγράφει τη βία, την απληστία, τη σύγχυση, τη φιλοδοξία, τον έρωτα ή την έλλειψή του, και κυρίως, εκείνο το ακαθόριστο «ανικανοποίητο», θεμελιακό στοιχείο των χαρακτήρων αλλά και της ίδιας της αφήγησης, ένα ανικανοποίητο που περιγράφεται στον ελληνικό τίτλο ως «Απουσία» –ο πρωτότυπος τίτλος είναι «Wanting»– ένα βασανιστικό υπαρξιακό αίτημα μιας ανέφικτης και συνεχώς μεταλλασσόμενης προσδοκίας.
Η μικρή Ματίνα
Στο ανά χείρας μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε πέντε χρόνια πριν από το Μονοπάτι… υπάρχουν τρία αφηγηματικά νήματα που όμως συνδέονται μεταξύ τους με αναπάντεχους τρόπους και εξετάζουν διαφορετικές πτυχές του ίδιου θέματος, την απουσία συναισθηματικής κάλυψης και τη λαχτάρα της προσμονής. Και είναι η απουσία που αναγκάζει τους χαρακτήρες να φεύγουν από την ασφάλειά τους, να γίνονται εξερευνητές είτε άγνωστων χωρών είτε άγνωστων ανθρώπων με την προσμονή μιας υπεραναπλήρωσης του κενού, πριν αυτό τους καταπιεί και τους ίδιους.
Το 1829 η Γη του Βαν Ντίμεν, η σημερινή Τασμανία που είναι και πατρίδα του συγγραφέα, απομακρυσμένη από τον Παλαιό Κόσμο, αποικία καταδίκων έχει μετατραπεί σε κολαστήριο, μετά τον πόλεμο που ξέσπασε ανάμεσα σε ιθαγενείς και σε λευκούς αποίκους. Ανάμεσα στους ελάχιστους επιζώντες Αβορίγινες που περισυνέλεξαν ήταν και ένα κοριτσάκι, που το ονόμασαν Ματίνα και υιοθετήθηκε από τον κυβερνήτη της αποικίας από το 1836 έως το 1843, τον Σερ Τζον Φράνκλιν και τη σύζυγό του Τζέιν.
Η Ματίνα επιζεί της γενοκτονίας της φυλής της και γίνεται αντικείμενο ενός πειράματος: η Λαίδη Τζέιν επιμένει να αποδείξει μέσα από τη μικρή πως με την κατάλληλη εκπαίδευση οι «άγριοι» μπορεί να εκπολιτιστούν και να αποβάλλουν τα ζωώδη ένστικτά τους και να προσαρμοστούν στον κόσμο των πολιτισμένων λευκών αποίκων.
Μέρος της έμπνευσης του Φλάναγκαν για αυτό το βιβλίο είναι ο πίνακας ενός άλλου κατάδικου, του ζωγράφου Thomas Bock, ένας μυστήριος πίνακας με μια μικρή Αβορίγινα με κόκκινο φόρεμα και με το όνομα Ματίνα. Η Ματίνα επιζεί της γενοκτονίας της φυλής της και γίνεται αντικείμενο ενός πειράματος: η Λαίδη Τζέιν επιμένει να αποδείξει μέσα από τη μικρή πως με την κατάλληλη εκπαίδευση οι «άγριοι» μπορεί να εκπολιτιστούν και να αποβάλλουν τα ζωώδη ένστικτά τους και να προσαρμοστούν στον κόσμο των πολιτισμένων λευκών αποίκων.
Η σύντομη και δυστυχισμένη ζωή της Ματίνας γίνεται εμβληματική των δεινών των Αβοριγίνων της Τασμανίας καθώς και της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος του νησιού, τον δέκατο ένατο αιώνα από τους βρετανούς αποίκους. Μετά την υιοθεσία της η Ματίνα θα γίνει η αγαπημένη της αυλής του κυβερνήτη. Στην ιστορία του Φλάναγκαν, ο σερ Τζον αποκτά τέτοια εμμονή με τη μικρή που ένα βράδυ που βρέθηκε μόνος μαζί της τη βιάζει. Όταν τον καλούν να αφήσει το πόστο του και να επιστρέψει στην Αγγλία, αυτός και η σύζυγος του εγκαταλείπουν τη Ματίνα στο ζοφερό ορφανοτροφείο του Χόμπαρτ, ο Σερ Τζον αναχωρεί για εξερευνήσεις στον Αρκτικό Κύκλο και η Λαίδη Τζέιν παραμένει στο Λονδίνο, με τη σκέψη της στη Ματίνα που είχε αφήσει πίσω, τη στιγμή που η μικρή ιθαγενής σημαδεύεται από τη στέρηση και τη φτώχεια, ξεπέφτει στον αλκοολισμό και στην πορνεία για να οδηγηθεί αναπόφευκτα στον αφανισμό της.
Μορφές Απουσίας
Οι βιογράφοι του Ντίκενς δεν αφιερώνουν ούτε σελίδα σε αυτό το επεισόδιο, αλλά για τον μυθιστοριογράφο Φλάναγκαν αυτή η σύντομη συνάντηση ανάμεσα στη Λαίδη Τζέιν και τον Ντίκενς, λειτούργησε ως καταλύτης για να προεκτείνει περαιτέρω το θέμα του.
Η ιστορία της Ματίνα διασταυρώνεται με την ιστορία του Ντίκενς, του άγγλου μυθιστοριογράφου μέσω της Λαίδης Τζέιν Φράνκλιν, η οποία χρόνια αργότερα, το 1854, μετά την επιστροφή της από την Τασμανία στο Λονδίνο –χήρα πλέον του εξερευνητή Σερ Τζον Φράνκλιν που χάθηκε στις εξερευνήσεις του, επισκέπτεται τον Τσαρλς Ντίκενς για να τού ζητήσει μια χάρη. Ο Ντίκενς έχει μόλις ολοκληρώσει το μυθιστόρημά του Δύσκολα Χρόνια και ετοιμάζεται να αρχίσει τη Μικρή Ντόριτ. Την εποχή εκείνη ήταν ο πιο γνωστός συγγραφέας στην Αγγλία, στο ζενίθ της δημιουργικότητας του και της δημοφιλίας του. Η Λαίδη Τζέιν τον συνάντησε για να του ζητήσει να αντικρούσει ένα πρόσφατο άρθρο που είχε γραφεί για την εξαφάνιση του συζύγου της στον Αρκτικό Κύκλο, το οποίο άφηνε να εννοηθεί πως το πλήρωμα του Φράνκλιν είχε καταφύγει στον κανιβαλισμό για να επιβιώσει. Ο Ντίκενς –εξοργισμένος με τον διασυρμό αυτού του ήρωα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας– δημοσίευσε μια οργισμένη απάντηση στο δικό του περιοδικό, «Οικογενειακά Αναγνώσματα», πιθανότατα το πιο περίεργο άρθρο που έγραψε ποτέ, μάλλον ρατσιστικού περιεχομένου, δηλώνοντας πως είναι ηθικά αδύνατον για τους πιστούς, πολιτισμένους λευκούς άντρες και εκπέσουν στο επίπεδο των «αγρίων». «Η ευγενής συμπεριφορά και το παράδειγμα τέτοιων ανθρώπων με τόσο σπουδαίο αρχηγό, υπό παρόμοιες συνθήκες» έγραψε, «ξεπερνά κατά πολύ τη βαρύτητα όλου του σύμπαντος, τη βαρύτητα της φλυαρίας μιας ευτελούς δράκας απολίτιστων ανθρώπων, με οικογενειακή ζωή από αίμα και λίπος φάλαινας». Οι βιογράφοι του Ντίκενς δεν αφιερώνουν ούτε σελίδα σε αυτό το επεισόδιο, αλλά για τον μυθιστοριογράφο Φλάναγκαν αυτή η σύντομη συνάντηση ανάμεσα στη Λαίδη Τζέιν και τον Ντίκενς, λειτούργησε ως καταλύτης για να προεκτείνει περαιτέρω το θέμα του: να εξερευνήσει τη βίαια ιστορία της πατρίδας του και ένα κρίσιμο σημείο της συναισθηματικής ζωής του μεγάλου μυθιστοριογράφου που αποτελεί και το τρίτο νήμα της αφήγησης στο μυθιστόρημα.
Το τρίτο αφηγηματικό νήμα αφορά την ερωτική σχέση του Ντίκενς με την Ελεν Τέρναν, μια κατά πολύ νεότερη ηθοποιό λίγο μετά το θάνατο μιας από τις κόρες του. Ο διάσημος συγγραφέας γνωρίστηκε με τη νεαρή κοπέλα το 1857, όταν ανέβασε σε συνεργασία με τον φίλο του Ουίλκι Κόλινς, το θεατρικό του «Παγωμένα Νερά», έργο που ήταν βασισμένο στην αποστολή του Φράνκλιν στον Αρκτικό Κύκλο για την αναζήτηση του μυθικού Βορειοδυτικού Περάσματος, όπου τον ρόλο του πρωταγωνιστή τον υποδύεται ο ίδιος ο συγγραφέας. Ο Ντίκενς σε σύντομο διάστημα θα εγκαταλείψει τη σύζυγό του για την Τέρναν και μέχρι τον θάνατό του το 1870, θα ζήσει μαζί της μια κρυφή ζωή.
Μεταποικιακή συνθήκη
Αυτό που καταφέρνει ο Φλάναγκαν είναι κάτι που σπάνια συναντάμε στο «μετα- αποικιακό» μυθιστόρημα: καταδεικνύει τις ομοιότητες ανάμεσα στις αποικίες και οι πατρίδες των αποικιοκρατών.
Ο Φλάναγκαν εξερευνεί την ανθρώπινη ιστορία και την ανθρώπινη φύση. Ο αφηγητής είναι πανεπόπτης και παντογνώστης, όπως συνηθίζεται στα κλασικά, βικτοριακά μυθιστορήματα. Εισερχόμαστε στο μυαλό των κεντρικών χαρακτήρων, και μαθαίνουμε τις πιο μύχιες σκέψεις τους, τα κίνητρα τους, τα σχέδια τους που δεν είναι πάντοτε ευγενή και ηθικά ανεπίληπτα. Αυτό που καταφέρνει ο Φλάναγκαν είναι κάτι που σπάνια συναντάμε στο «μετα-αποικιακό» μυθιστόρημα: καταδεικνύει τις ομοιότητες ανάμεσα στις αποικίες και τις πατρίδες των αποικιοκρατών, όσο κι αν οι τόποι αυτοί απέχουν μεταξύ τους, όσο κι αν παρουσιάζεται ως ένας θαυμαστός καινούργιος κόσμος, στην πραγματικότητα μεταφέρουν στη Νέα Γη, όλα όσα ήθελαν να αφήσουν πίσω, αναπαράγοντας τα ίδια προβλήματα και συνεχίζοντας τις ίδιες καταστροφικές πρακτικές. Η μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα είναι εμπνευσμένη και αναδεικνύει την ποιητική πρόζα του Φλάναγκαν.
* Η ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ είναι συγγραφέας και μεταφράστρια.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Είχε φθάσει εδώ από τύχη, συμπτώσεις τον οδηγούσαν στο πεπρωμένο του και παρ’ όλα αυτά, όπως στις ιστορίες του, ήξερε πως δεν υπήρχαν συμπτώσεις σ’ ετούτο τον κόσμο, πως ο σκοπός των πάντων αποκαλύπτεται τελικά είτε είναι το κρανίο ενός αγρίου, είτε ο σερ Τζον χαμένος σε όγκους πάγου είτε αυτός, ο Ντίκενς, χαμένος μέχρι εκείνη τη στιγμή να σέρνεται για το υπόλοιπο μιας ζωής που είχε γίνει παράξενο μαρτύριο… Ο τρόπος που στερούμαστε την αγάπη, κι ο τρόπος που ανακαλύπτουμε αναπάντεχα να μας προσφέρεται, με όλο της τον πόνο και τον απέραντο σπαραγμό. Ο τρόπος που λέμε όχι στην αγάπη».
Απουσία
Richard Flanagan
Μτφρ. Γιώργος Μπλάνας
Ψυχογιός 2016
Σελ. 296, τιμή εκδότη €15,50