Για το μυθιστόρημα της Flannery O'Connor Και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν (μτφρ. Αλέξανδρος Κοτζιάς, εκδ. Αντίποδες).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
«Ένας γέρος προφήτης της υπαίθρου, ένας από κείνους τους παθιασμένους μισότρελους θρησκόληπτους μελετητές της Βίβλου που συναντάει κανείς ακόμη στον αμερικανικό Νότο, είναι το κεντρικό πρόσωπο του σφιχτοπλεγμένου και θαυμάσια γραμμένου μυθιστορήματος. Η πρώτη σελίδα του βιβλίου αρχίζει με το θάνατό του, αλλά η δυναστική παρουσία του απλώνεται ως το τέλος μέσα από την αναμέτρηση των δύο ανιψιών του, που και οι δύο έχουν επηρεαστεί ανεξίτηλα από αυτόν. Ο πρώτος, ένας νέος άτυχος δάσκαλος εγκαταλελειμμένος από τη γυναίκα του με ένα ανάπηρο παιδί, πιστεύει ότι με τον θετικισμό του έχει κατανικήσει τον φοβερό Ιερεμία. Ο δεύτερος, ένα παιδί 14-15 χρονών, αναθρεμμένο στην ερημιά του δάσους από το γέρο, μετά το θάνατό του καταφεύγει στο δάσκαλο προσπαθώντας να αποτινάξει την επιρροή του προφήτη. Δεν θα μπορέσουν να συνεννοηθούν και η αναμέτρησή τους θα καταλήξει εις τραγωδία». Έτσι συνοψίζει σε λίγες αράδες ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, μεταφραστής του Και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν, την πλοκή του βιβλίου σε ένα άρθρο του στο περιοδικό Ελευθεροτυπία, τχ. 22, Ιούλιος 1965.
Για τους Αμερικανούς συγγραφείς, από τον Μέλβιλ ως τον Στάινμπεκ και τη Φλάννερυ Ο’Κόννορ, και μέχρι σύγχρονους λαϊκούς γραφιάδες σαν τον Στήβεν Κινγκ, η Αγία Γραφή μοιάζει να τελειώνει στους μικρούς προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και στον προφήτη Μαλαχία.
Για τους Αμερικανούς συγγραφείς, από τον Μέλβιλ ως τον Στάινμπεκ και τη Φλάννερυ Ο’Κόννορ, και μέχρι σύγχρονους λαϊκούς γραφιάδες σαν τον Στήβεν Κινγκ, η Αγία Γραφή μοιάζει να τελειώνει στους μικρούς προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και στον προφήτη Μαλαχία – οι σελίδες των ευαγγελίων, έπειτα, είναι λίγο ως πολύ άγραφες. Είναι σάμπως οι Βηρ-σαβεέ, Γαβαών, Κάδης, Σινά, κι όλες οι υπόλοιπες έρημοι, να ’χουν μεταφερθεί στα δάση του αμερικανικού Νότου και βροντόφωνοι Ηλίες, Δανιήλ, Ιερεμίες, που γίνεται όχι και λίγες φορές επίκληση του ονόματός τους στο Και βιασταί…, να κηρύττουν το λόγο ενός τιμωρού Θεού πριν από τον ερχομό του Λυτρωτή.
Σε τούτη την ατμόσφαιρα είναι βουτηγμένη η λογοτεχνία της καθολικής Φλάννερυ Ο’Κόννορ, από τα σπουδαία διηγήματά της και το Σοφό αίμα του 1952 (όπου ο Χέιζελ Μόουτς, κήρυκας του αντιθρησκευτικού ευαγγελίου, τυφλώνεται με τα ίδια του τα χέρια και φορά αγκαθωτό σύρμα κατάσαρκα, κάτω από τα ρούχα του, και πέτρες στα παπούτσια του) μέχρι αυτό το Και βιασταί αρπάζουσιν… του 1960 (ας μην ξεγελιόμαστε, που ο τίτλος του μυθιστορήματος είναι παρμένος από το Κατά Ματθαίον· ο Μεσσίας δεν έχει έλθει ακόμα σ’ αυτούς τους τόπους, όσες φορές –και είναι πλείστες– κι αν γίνεται επίκληση εδώ του ονόματός του).
Γραφή πυρέσσουσα
Και αυτή η ατμόσφαιρα, της σωματοποιημένης θρησκοληψίας, υπηρετείται από μια γραφή πυρέσσουσα, παλλόμενη, που σε ένταση ίσως μονάχα σ’ έναν Ντοστογιέφσκι να έχει το όμοιό της· με υστερία που ταλαντεύεται από το βαθύτατα τραγικό έως τ’ αλλόκοτα κωμικό κάποιες φορές, καθώς το δαιμονόπληκτο δεκαπεντάχρονο αγόρι ο Ταργουότερ, γεννημένος σ’ ένα αυτοκινητικό ατύχημα όπου έχασε μάνα και πατέρα, φεύγει από το δάσος όπου ζει ασκητικό βίο με τον μεγαλοθείο του, όταν ο γέρος πεθαίνει, για να βρει στην πόλη τον μικροθείο του το δάσκαλο, τον Ρέυμπερ, που μισόκουφος αφού τον πυροβόλησε ο γέρος, έχοντας στ’ αφτί μια συσκευή για να ακούει, ζει με τον καθυστερημένο γιο του, «ηλίθιο και αρχαίο, σαν ένα παιδί που επί αιώνες ήταν παιδί», και ως πνευματικά απονεκρωμένος θετικιστής σκοπεύει «να πλατύνει το πνεύμα του αγοριού γνωρίζοντάς του τον πρόγονό του, το ψάρι, και όλη την απέραντη ερημιά του ανεξερεύνητου χρόνου» .
Οι δαίμονες του αγοριού έχουν ανθρώπινη μορφή: του υλιστή εμπόρου που τον παίρνει με το αμάξι του στην αρχή του ταξιδιού, του δεύτερου οδηγού που τον αναγκάζει να του μιλά για να μην αποκοιμηθεί, του αρσενοκοίτη που τον μαζεύει από το δρόμο και τον βιάζει – κι εκείνου του «ξένου», του Διαβόλου, που η παραπλανητική του φωνή τον ακολουθεί παντού.
Οι δαίμονες του αγοριού έχουν ανθρώπινη μορφή: του υλιστή εμπόρου που τον παίρνει με το αμάξι του στην αρχή του ταξιδιού, του δεύτερου οδηγού που τον αναγκάζει να του μιλά για να μην αποκοιμηθεί, του αρσενοκοίτη που τον μαζεύει από το δρόμο και τον βιάζει – κι εκείνου του «ξένου», του Διαβόλου, που η παραπλανητική του φωνή τον ακολουθεί παντού. Μια βαθιά πείνα, που καμία τροφή δεν την καταπραΰνει, τρώει διαρκώς τα σωθικά του Ταργουότερ. Και η εμμονή του με το βάπτισμα, το χρέος που του επέβαλε ο γέρος να βαπτίσει το ηλίθιο παιδί, μαζί με την πάλη του ενάντια στην προφητική κλίση που του έχει εμφυσηθεί, τον οδηγεί λίγο πριν το τέλος να το βαπτίσει τελικά, όχι χαρίζοντάς του έτσι ζωή του πνεύματος, μα πνίγοντάς το στα νερά μιας λίμνης.
Οι φιγούρες του βιβλίου περιγράφονται από την Ο’Κόννορ με τρόπο λοξό κι αλλόκοτο: «Τα μήλα του ξεπετούσαν, στενά και ισχνά σαν τα μπράτσα ενός σταυρού, κι από κάτω τους τα ρουφηγμένα μάγουλα είχανε μια αρχέγονη όψη, λες και ο σκελετός του παιδιού εκεί κάτω ήτανε παλιός όσο και ο κόσμος» κι έτσι γίνονται αντιληπτές, επίσης, από τα άλλα πρόσωπα στην ιστορία: «Το μακρύ πρόσωπό του, που κατέβαινε από το στρογγυλό σαν γλόμπο καπέλο, έκανε τον Ρέυμπερ ν’ αναλογιστεί μια ρίζα που ξαφνικά αναπηδάει μέσα από τη γη και μένει εκτεθειμένη στη φως». Και με την ίδια λοξή αλλοκοτιά, κάνοντας τον αναγνώστη να νιώθει διαρκώς πως βαδίζει σ’ ασταθές έδαφος που φεύγει κάτω από τα πόδια του, αποδίδονται κι όλες ανεξαιρέτως οι σκηνές.
«Το αγόρι άρχιζε να βλέπει μια σταθερή εικόνα των ματιών του δάσκαλου και δεν πρόσεχε τούτες τις συμβουλές. Τα ’βλεπε σκούρα γκρίζα, σκιασμένα από τη γνώση, και η γνώση σάλευε όπως το αντικαθρέφτισμα ενός δέντρου σε μια λίμνη, όπου βαθιά κάτω από τους ίσκιους της επιφάνειας ένα φίδι γλιστράει και χάνεται».
Μια εμπνευσμένη μετάφραση
Σε μια εμπνευσμένη μετάφραση ως και μια εσφαλμένη επιλογή μπορεί κάποτε να έχει ενδιαφέρον. Και τούτη δω, του Αλέξανδρου Κοτζιά, αναμφίβολα είναι η εμπνευσμένη μετάφραση ενός συγκλονιστικού βιβλίου.
Το μυθιστόρημα συνοδεύει ένα εμβριθές εκτενές δοκίμιο του Ρίτσαρντ Τζιαννόνε, που διάβασε το Και βιασταί… με τρόπο αλλιώτικο, βασισμένο στα ερημιτικά κείμενα, και πιθανώς ορθότερο απ’ ό,τι εγώ. Και η μετάφραση του Αλέξανδρου Κοτζιά, τέλος, είναι σε ευτυχή αντιστοιχία με το κείμενο της Ο’Κόννορ – πρωτότυπο και μετάφρασμα βρίσκονται γλωσσικά στο ίδιο σημείο πάνω κάτω, το καθένα στη γλώσσα του. Ένα παράδειγμα, αντί για το «ανατρέφω» ο Κοτζιάς χρησιμοποιεί το ρήμα «ανασταίνω», φτάνοντας ακόμα και να προσθέσει με τούτη την επιλογή κάτι στο βιβλικό ύφος του κειμένου. Είναι προς τιμήν των Αντιπόδων πως, αντί απλώς να επανεκδώσουν την παλιά μετάφραση, έσκυψαν πάνω της για να την «εκσυγχρονίσουν», να διορθώσουν τυχόν παραδρομές και να τη φέρουν κοντύτερα στον σημερινό αναγνώστη. Υπάρχει στο τέλος του βιβλίου υπόμνημα με όλες τις αλλαγές που έγιναν. Κάποιες είναι ολότελα κατανοητές, άλλες ίσως όχι τόσο, γιατί εντέλει ένα βιβλίο είναι κι ένα κλειστό γλωσσικό σύμπαν, ένας περίκλειστος κόσμος λέξεων, όπου εξίσου ανήκουν το ρήμα «ρεκλαμάριζε» που παρέμεινε (σελ. 83) και οι ρηματικοί τύποι ήσαν, έρχουνται, κ.λπ., ή το μπαμπακερό αντί για βαμβακερό, που αλλάχτηκαν. Σε μια ανέμπνευστη μετάφραση, οι μεταφραστικές επιλογές είναι αδιάφορες κι ας είναι γραμματικά και συντακτικά ορθές. Απεναντίας, σε μια εμπνευσμένη μετάφραση ως και μια εσφαλμένη επιλογή μπορεί κάποτε να έχει ενδιαφέρον. Και τούτη δω, του Αλέξανδρου Κοτζιά, αναμφίβολα είναι η εμπνευσμένη μετάφραση ενός συγκλονιστικού βιβλίου.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Οι μαύρες του κόρες, γυαλιστερές και ασάλευτες, αντικαθρεφτίζανε από τα τρίσβαθα την παραδαρμένη εικόνα του ίδιου του εαυτού του να σέρνεται απόμακρα πίσω από την αιμόφυρτη ρυπαρή τρελή σκιά του Ιησού, ώσπου τέλος έπαιρνε την ανταμοιβή του, ένα κομμάτι ψάρι, έναν πολλαπλασιασμένο άρτο. Από το χώμα τον είχε δημιουργήσει ο Κύριος, τον είχε κάνει αίμα και νεύρα και μυαλό, τον είχε κάνει να ματώνει και να κλαίει και να σκέφτεται και τον είχε ρίξει σ’ έναν κόσμο απώλειας και φωτιάς, μόνο και μόνο για να βαφτίσει ένα ηλίθιο αγοράκι, που έτσι κι αλλιώς δεν του χρειαζόταν να το δημιουργήσει, και να διαλαλήσει ένα ευαγγέλιο εξίσου τρελό. Πάσχισε να φωνάξει “ΟΧΙ”, αλλά ήτανε σαν να πάσχιζε να φωνάξει μέσα στον ύπνο του. Ο ήχος είχε διαποτιστεί από τη σιωπή, χανόταν».
Και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν
Flannery O'Connor
Μτφρ. Αλέξανδρος Κοτζιάς
Αντίποδες 2016
Σελ. 304, τιμή εκδότη €13,80