Για το μυθιστόρημα του Sinclair Lewis «Δεν γίνονται αυτά εδώ» (μτφρ. Νίκος Μάντης, εκδ. Καστανιώτη).
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Τη φαντασία στην εξουσία ζητούσε ο Μάης του '68. Κάτι που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ στη ζωή, είχε όμως ήδη επιτευχθεί στη λογοτεχνία, πριν καν τεθεί από τους εξεγερμένους του Μάη. Καταρχάς, η φαντασία δεν χρειάζεται να πάει στη λογοτεχνία. Είναι πάντα εκεί. Μόνο που πολλές φορές αυτή η λογοτεχνική φαντασία είναι τόσο κοντά στην πραγματικότητα ώστε να την προβλέπει, πριν καν η ίδια η πραγματικότητα «φανταστεί» ότι θα γεννηθεί.
Υπάρχουν λογοτεχνικά έργα που διαψεύδουν κατηγορηματικά όλους όσοι υποστηρίζουν ότι μόνο η πολιτική και κοινωνιολογική επιστήμη μπορούν να προσεγγίσουν τα κοινωνικά φαινόμενα.
Υπάρχουν λογοτεχνικά έργα που διαψεύδουν κατηγορηματικά όλους όσοι υποστηρίζουν ότι μόνο η πολιτική και κοινωνιολογική επιστήμη μπορούν να προσεγγίσουν τα κοινωνικά φαινόμενα. Ο Σίνκλερ Λιούις, πρώτος Αμερικανός νομπελίστας, σ’ αυτό εδώ το βιβλίο, που είναι δυστυχώς το πρώτο του που μεταφράζεται στα ελληνικά, «φαντάζεται» ότι στις εκλογές του 1936 στην Αμερική ο υποψήφιος του Δημοκρατικού κόμματος Μπαζ Γουίντριπ υπερνικά στις εσωκομματικές εκλογές τον Φραγκλίνο Ρούζβελτ και στη συνέχεια νικά και τον ρεπουμπλικάνο υποψήφιο Φράνσις Τάσμπροου. Αυτός ο Γουίντριπ, όμως, μετά τη νίκη του εγκαθιδρύει ένα καθαρά ολοκληρωτικό καθεστώς, που μοιάζει με αυτό που οι Χίτλερ και Μουσολίνι είχαν ήδη εγκαθιδρύσει σε Γερμανία και Ιταλία αντίστοιχα.
Κάτι ανάλογο «φαντάστηκε» και ο Φίλιπ Ροθ στη Συνωμοσία κατά της Αμερικής (μτφρ. Ηλίας Μαγκλίνης, εκδ. Πόλις). Μόνο που αυτός έβαλε τη νίκη του δικού του φιλοναζιστή υποψηφίου να γίνεται τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1940. Υπάρχει όμως και ένα ακόμη βιβλίο ενός πιο σύγχρονου Αμερικανού συγγραφέα, του Φίλιπ Μάγιερ, η Αμερικανική σκουριά (μτφρ. Κωνσταντίνος Ματσούκας, εκδ. Καστανιώτη), όπου εκεί, καλύτερα από πολλές πολιτικές αναλύσεις, καταγράφονται όλες οι κοινωνικές εξελίξεις που γεννούν τους διάφορους Τραμπ, όλες οι εξελίξεις που περιγράφουν το πώς και γιατί η μισαλλοδοξία επιβάλλεται της ανεκτικής κοινωνίας.
Γενικότερα, η αμερικανική λογοτεχνία έχει δώσει πάρα πολλά δείγματα ανάλυσης των κοινωνικών διαδικασιών που θα τα ζήλευαν και οι σπουδαιότεροι πολιτικοί και κοινωνικοί επιστήμονες. Βεβαίως, σπεύδω να δηλώσω ότι δεν είμαι επαρκής για να διεισδύσω στη λογοτεχνική αξία αυτού εδώ του μυθιστορήματος, αλλά γράφω γι’ αυτό επειδή θεωρώ ότι η κοινωνική του σημασία και επικαιρότητα είναι τεράστια. Νομίζω όμως πώς και τα λογοτεχνικά του χαρίσματα είναι πολύ υψηλά.
Στρώνοντας το έδαφος στον ολοκληρωτισμό
Το πιο δυνατό σημείο του βιβλίου είναι η περιγραφή της πολιτικής και κυρίως της πνευματικής ατμόσφαιρας, του zeitgeist της εποχής, που κάνει δυνατά πράγματα που μέχρι πρότινος φάνταζαν αδύνατα.
Τι έκανε τους μεσαίους Αμερικανούς να πιστεύουν ότι «δεν γίνονται αυτά εδώ»; Αυτό δηλαδή που είχε γίνει σε Γερμανία, Ρωσία και Ιταλία, όπως από την αρχή υποστηρίζουν στις συνομιλίες τους οι φίλοι του φιλελεύθερου δημοσιογράφου Ντορέμους Τζέσαπ. Ας δούμε από την αρχή την απάντηση. Αυτό που, κατά τη γνώμη μου, αξίζει περισσότερο σ’ αυτό το βιβλίο δεν είναι η περιγραφή του ίδιου του ολοκληρωτισμού, δεν είναι η περιγραφή των εκτελέσεων, των διώξεων, της αρχικής λογοκρισίας και στη συνέχεια του κλεισίματος των εφημερίδων, της δράσης των περίφημων πολιτοφυλάκων του Μπαζ, των Minute Men (άνδρες του λεπτού, σε ανάμνηση των πολιτοφυλάκων της Αμερικανικής Επανάστασης, που σύμφωνα με τον μύθο μπορούσαν να πηγαίνουν παντού μέσα σ’ ένα λεπτό). Δεν είναι η περιγραφή του ζόφου του ολοκληρωτισμού, αν και καθόλου δεν υποτιμώ ότι και εδώ υπάρχουν πολύ δυνατές εικόνες.
Το πιο δυνατό σημείο του βιβλίου είναι η περιγραφή της πολιτικής και κυρίως της πνευματικής ατμόσφαιρας, του zeitgeist της εποχής, που κάνει δυνατά πράγματα που μέχρι πρότινος φάνταζαν αδύνατα. Αρχικά πριν από την εκλογή του φιλοναζιστή Μπαζ Γουίντριπ διακρίνουμε ένα κλίμα απόλυτου αντιδιανοουμενισμού. Στις συζητήσεις ακούς μερικούς να λένε «δεν έχουμε ανάγκη ούτε από αιθεροβάμονες διανοούμενους, ούτε από πολύ μόρφωση! Καλά τα βιβλία, αλλά, αν το σκεφτείτε, τι είναι αυτά πέρα από παιγνίδια για μεγάλα παιδιά;» (σελ. 15). Από την άλλη, κυριαρχεί ένας κοινωνικός αυτοματισμός που εκφράζεται μέσα από το μίσος κατά της φορολογίας, η οποία κατευθύνεται στην ενίσχυση των αδύναμων. Οι φόροι χρησιμεύουν «ώστε οι προκομμένοι και φιλόπονοι να πρέπει να πληρώνουν τους άχρηστους και τους ανεπρόκοπους» (σελ. 15). Είμαστε εδώ στο πνεύμα της εποχής του κοινωνικού αυτοματισμού.
Η όποια σχέση με την περίοδο της ανόδου του Τραμπ, της Λεπέν, του Φάρατζ, του Βίλντερς, του Χόφερ, του Όρμπαν και του Κατσίνσκι καθόλου τυχαία δεν είναι.
«Όχι στη φορολογία και στους τεμπελχανάδες του δημοσίου», ναι στο να βρεθεί ένα ατσάλινο χέρι για να κοπούν «τα σούξου μούξου» των διανοούμενων, να μερικά από αυτά που ήθελε ο μέσος άνθρωπος, ο οποίος στις επερχόμενες εκλογές θα ψήφιζε τον Μπαζ. Ο καθηγητής Βίκτορ Λάβλαντ, που μετά την άνοδο του Μπαζ, θα διωχθεί από το Πανεπιστήμιο και στη συνέχεια θα βρεθεί κρατούμενος στις ίδιες φυλακές με τον φιλελεύθερο Τζέσαπ, σε επιστολή του προς αυτόν περιγράφει την «τόσο ραγδαία εξάπλωση της φασιστικής νοοτροπίας» στους φοιτητές του και στην κοινωνία. Η όποια σχέση με την περίοδο της ανόδου του Τραμπ, της Λεπέν, του Φάρατζ, του Βίλντερς, του Χόφερ, του Όρμπαν και του Κατσίνσκι καθόλου τυχαία δεν είναι.
Τον Μπαζ, επισκεπτόταν, για να ακούσει τις θέσεις του όχι μια ενιαία ιδεολογικά ομάδα ανθρώπων, αλλά ο μέσος άνθρωπος που ήσαν «χρηματιστές, εργατοπατέρες, παραγωγοί ουίσκι, υπερασπιστές των δικαιωμάτων των ζώων, χορτοφάγοι, δικηγόροι που τους αφαιρέθηκε η άδεια, ιεραπόστολοι στην Κίνα, λομπίστες για εταιρείες πετρελαίου και ηλεκτρισμού, υποστηρικτές του πολέμου και πολέμιοι του πολέμου» (σελ. 107).
Και ποιοι τελικά ψήφισαν ένα φιλοναζί, προτιμώντας τον από τον φιλελεύθερο Φράνσις Τάσμπροου; Τον ψήφισαν όσοι αδυνατούσαν να πληρώσουν το ηλεκτρικό ρεύμα, δημοφιλείς ιεροκήρυκες που ήθελαν να γίνουν ακόμη πιο δημοφιλείς, μεγαλοαστοί που ήθελαν λιγότερους φόρους και περισσότερο πειθαρχία, άνεργοι, επιδοτούμενοι της Πρόνοιας που πίστεψαν την εξαγγελία του Μπαζ για ελάχιστο εισόδημα 5.000 δολαρίων.
Και ποιοι τελικά ψήφισαν έναν φιλοναζί, προτιμώντας τον από τον φιλελεύθερο Φράνσις Τάσμπροου; Τον ψήφισαν όσοι αδυνατούσαν να πληρώσουν το ηλεκτρικό ρεύμα, δημοφιλείς ιεροκήρυκες που ήθελαν να γίνουν ακόμη πιο δημοφιλείς, μεγαλοαστοί που ήθελαν λιγότερους φόρους και περισσότερο πειθαρχία, άνεργοι, επιδοτούμενοι της Πρόνοιας που πίστεψαν την εξαγγελία του Μπαζ για ελάχιστο εισόδημα 5.000 δολαρίων, μέλη της Κου Κλουξ Κλαν που πίστευαν ότι οι πολιτικοί τούς είχαν προδώσει και ήθελαν οι «νέγροι» να χάσουν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Όλοι αυτοί ψήφισαν τον άνθρωπο που ήταν σαν κι αυτούς και ήθελε να τους δώσει κάτι, «που έδινε εξίσου εντυπωσιακές υποσχέσεις σε όλους και εξίσου εντυπωσιακά δεν έκανε τίποτα για κανέναν» (σελ. 108).
Όλοι αυτοί έβλεπαν στο πρόγραμμα του Μπαζ, αυτό που τους άρεσε. Και το πρόγραμμα του Τραμπ (συγγνώμη, του Μπαζ ήθελα να γράψω) τους τα πρόσφερε όλα αυτά. Στα 15 σημεία του συμπεριλαμβάνονταν ο περιορισμός του ρόλου των τραπεζιτών από το κράτος-χρηματιστή, αλλά και η μείωση στη φορολογία των πλουσίων, η υπαγωγή όλων των συνδικαλιστικών φορέων, εργαζόμενων και εργοδοτών, στις κορπορατιστικές ενώσεις, η απαγόρευση στους «νέγρους» να ψηφίζουν, η επιστροφή των γυναικών στο σπίτι, η αύξηση του εξοπλιστικού προγράμματος. «Όλα τα λεφτά» όμως ήταν το τελευταίο 15ο σημείο το οποίο δεν αντιλήφτηκαν, ή δεν ενδιαφέρθηκαν να αντιληφτούν, όσοι τον ψήφισαν. Αυτό προέβλεπε μια τέτοια αναθεώρηση του Συντάγματος που θα έδινε στον Πρόεδρο τη δυνατότητα να περιορίσει –σε έκτακτες (sic) βεβαίως καταστάσεις– το Κογκρέσο σε συμβουλευτικό ρόλο και να καταργήσει το Ανώτατο Δικαστήριο. Ο φιλελεύθερος υποψήφιος του ρεπουμπλικανικού κόμματος δεν είχε απαντήσεις σ’ όλο αυτόν τον «λαϊκισμό» και φυσικά έχασε. Ο Μπαζ τελικά υπερψηφίστηκε από την «πλειοψηφία των Ρεπουμπλικάνων που φοβούνταν τον φασισμό των Δημοκρατών και το σύνολο των Δημοκρατών που φοβούνταν τον φασισμό των Ρεπουμπλικάνων» (σελ. 111).
Η εποχή του ολοκληρωτισμού και η αντίσταση
Το βιβλίο τελειώνει με ένα πραξικόπημα από το alter ego του Μπαζ, τον γραμματέα, σύμβουλό του και δεύτερο στην κυβερνητική ιεραρχία, τον Λη Σάρασον, ο οποίος με τη σειρά του ανατρέπεται και δολοφονείται για να τελειώσει το βιβλίο με τον εμφύλιο να μαίνεται στην Αμερική.
Μετά ήρθε ο ολοκληρωτισμός. Με το που ανέλαβε ο Μπαζ την εξουσία αποφάσισε να πάρει και όλες τις άλλες εξουσίες στα χέρια του. Κατάργησε έτσι τα δυο αντιπροσωπευτικά σώματα, συνέλαβε τους απείθαρχους βουλευτές, εξαφάνισε τους παλιούς ιδεοληπτικούς υποστηρικτές του όπως ήταν ο επίσκοπος Πρανγκ, επέβαλλε λογοκρισία στα ΜΜΕ. Στη συνέχεια ήρθαν οι φυλακές, οι εκτελέσεις, το κράτος των πολιτοφυλάκων MM και των περίφημων Κόρπο.
Στον φιλελεύθερο δημοσιογράφο Τζέσαπ και εκδότη μιας τοπικής εφημερίδας στην επαρχιακή κωμόπολη Φορτ Μπιούλα, στην μικρή Πολιτεία του Βέρμοντ, σ’ αυτόν τον διανοούμενο της μεσαίας τάξης, επιβάλλεται τοπικός τοποτηρητής στην εφημερίδα του, ενώ επικεφαλής των τοπικών ΜΜ τίθεται ο πρώην επιστάτης του δημοσιογράφου. Ο ίδιος ο Τζέσαπ μετά από ένα χρόνο οδηγείται σε παραίτηση, η οικογένεια του διαλύεται (το καθεστώς εκτέλεσε και έναν από τους γαμπρούς του Τζέσαπ), κατορθώνει να διαφύγει στον Καναδά και τέλος επιστρέφει πίσω στις ΗΠΑ για να μπει στην αντίσταση. Το βιβλίο τελειώνει με ένα πραξικόπημα από το alter ego του Μπαζ, τον γραμματέα, σύμβουλό του και δεύτερο στην κυβερνητική ιεραρχία, τον Λη Σάρασον, ο οποίος με τη σειρά του ανατρέπεται και δολοφονείται για να τελειώσει το βιβλίο με τον εμφύλιο να μαίνεται στην Αμερική.
Η κοινωνία της ανοχής του φιλελεύθερου Τζέσαπ αντιστέκεται στο μίσος και τον διχασμό. Ο Τζέσαπ πιστεύει ότι «δεν πρόκειται να υπάρξει ποτέ κράτος ή κοινωνία που να αγγίζει την τελειότητα» (σελ. 156). Όπου κάποιος προσπαθεί να επιβάλλει κάτι παρόμοιο, οδηγεί σε δικτατορίες (βλέπε και λήμμα Φιντέλ). Αυτός πίστευε ότι αυτό που διακρίνει τους πραγματικά Φιλελεύθερους από εκείνους που δηλώνουν φιλελεύθεροι, σοσιαλδημοκράτες, κεντροαριστεροί, και εγώ δεν ξέρω τι άλλο, είναι ότι οι Φιλελεύθεροι «δεν εγκρίνουμε τη δολοφονία ως μέρος της ανταλλαγής επιχειρημάτων» (σελ. 279).
«...Φοβόταν ότι η μεγαλύτερη μάχη στον κόσμο σήμερα δεν ήταν του κομμουνισμού ενάντια στον φασισμό, αλλά της ανεκτικότητας ενάντια στη μισαλλοδοξία που υπήρχε εξίσου στα κηρύγματα τόσο του κομμουνισμού όσο και του φασισμού» (σελ. 479).
Ο Γουίντριπ κατά την περίοδο της αντίστασης συνεργάζεται με τους κομμουνιστές, γνωρίζει όμως πολύ καλά ότι αν αυτοί ήσαν στη θέση του Μπαζ, θα έκαναν τα ίδια με αυτόν. Ο κομμουνιστής γι’ αυτόν είναι εκείνος που για παράδειγμα δεν εμπιστεύεται τον μεταλλειολόγο για να μάθει για την επάρκεια των αποθεμάτων σιδήρου της Ρωσίας, του αρκεί «ο μακάριος οφθαλμός της πίστης του για να γνωρίζει μετά βεβαιότητας» αυτή την επάρκεια. «Ως δημοσιογράφος θυμήθηκε ότι οι μοναδικοί ρεπόρτερ που διαστρέβλωναν και απέκρυπταν τα γεγονότα με μεγαλύτερη ζέση από τους καπιταλιστές ήταν οι κομμουνιστές. Φοβόταν ότι η μεγαλύτερη μάχη στον κόσμο σήμερα δεν ήταν του κομμουνισμού ενάντια στον φασισμό, αλλά της ανεκτικότητας ενάντια στη μισαλλοδοξία που υπήρχε εξίσου στα κηρύγματα τόσο του κομμουνισμού όσο και του φασισμού» (σελ. 479). Αλλά ο Φιλελεύθερος Τζέσαπ προσθέτει ότι αν ανατραπεί ο ολοκληρωτισμός, ποτέ δεν πρέπει να επιστρέψουμε «σε μια μορφή διακυβέρνησης που θα ευνοεί μόνο το κέρδος» (σελ. 489).
Ο ολοκληρωτισμός όπως τονίζει ο Λιούις είναι ανακάλυψη των διαφόρων Χίτλερ, Μουσολίνι, Γουίντριπ και Σια, σύμφωνα με την οποία στη νεωτερική κοινωνία για να ελέγχεις όλες τις εξουσίες, χρειάζεται να επιβάλλεις μια τριπλή διαδικασία. Πρώτον να ελέγξεις τα ΜΜΕ, δεύτερον να εξαρθρώσεις κάθε πολιτική και κοινωνική ένωση που λειτουργεί διαφορετικά από το κόμμα σου και τρίτον να ελέγχεις τον στρατό. Πέρα όμως από αυτές τις διαδικασίες, ολοκληρωτισμός είναι εκείνη η ιδεολογία που πρεσβεύει πως για να ευημερούν οι κοινωνίες χρειάζεται «να διώκει ο ένας τον άλλο». Πραγματικά επίκαιρο μήνυμα ακόμα και σήμερα που κάποιους τους συγκινεί το μήνυμα του δικτάτορα Κάστρο.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και διδάκτωρ κοινωνιολογίας.
Δεν γίνονται αυτά εδώ
Sinclair Lewis
Μτφρ. Νίκος Μάντης
Εκδ. Καστανιώτη 2016
Σελ. 530, τιμή εκδότη €20,00
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Έβλεπε όμως τώρα ότι έπρεπε να παραμείνει μοναχός, ένας «φιλελεύθερος» που λοιδορούνταν από όλους τους πλέον θορυβώδεις προφήτες λόγω της άρνησής του να συστρατευτεί με τα πιόνια της οποιασδήποτε πλευράς. Στη χειρότερη περίπτωση, ωστόσο, οι φιλελεύθεροι, οι ανεκτικοί, ίσως να καταφέρουν να διατηρήσουν κάποιες από τις τέχνες του πολιτισμού, ασχέτως ποιο θα ήταν το είδος της τυραννίας που θα επικρατούσε τελικά στον κόσμο.
«Ολοένα και πιο πολύ σκέφτομαι την Ιστορία» αναλογίστηκε, «πείθομαι ότι όλα όσα έχουν αξία είναι επιτεύγματα των ελεύθερων, των φιλοπερίεργων, των κριτικών πνευμάτων, και ότι η διατήρηση ενός τέτοιου πνεύματος είναι πολύ πιο σημαντική από οποιοδήποτε κοινωνικό σύστημα. Όμως οι άνθρωποι της θρησκείας και οι άνθρωποι της βαρβαρότητας είναι ικανοί να αποκλείουν τους ανθρώπους της επιστήμης και να τους κάνουν να σιωπούν για πάντα».