Για το μυθιστόρημα της Jessie Burton Το κουκλόσπιτο (μτφρ. Μυρτώ Καλοφωλιά, εκδ. Πατάκη).
Της Αργυρώς Μαντόγλου
Ο επισκέπτης του Ρέικσμουσεουμ (Κρατικό Μουσείο του Άμστερνταμ), αφού περάσει τις αίθουσες όπου εκτίθενται έργα του Ρέμπραντ, του Βερμέερ και άλλων ονομαστών Ολλανδών ζωγράφων, φθάνει στην αίθουσα με το κουκλόσπιτο της Πετρονέλλα Όορτμαν (ένα ακριβές αντίγραφο του πραγματικού σπιτιού της), όπου και στέκεται να θαυμάσει τη λεπτομέρεια και την ακρίβεια της τέχνης του μινιατουρίστα, στον τρόπο που αποτυπώνει τον γυναικείο μικρόκοσμο και τους εσωτερικούς χώρους.
Μέσα σ’ αυτό υπάρχουν όλα τα δωμάτια του σπιτιού, μικρογραφίες των χρηστικών και διακοσμητικών αντικειμένων, αλλά και των ενοίκων, απόδειξη πως ο καλλιτέχνης είχε σαφή γνώση των συνηθειών, της εσωτερικής γεωγραφίας αλλά και όσων λάμβαναν χώρα εντός των τειχών του σπιτιού. Η Πετρονέλλα Όορτμαν ήταν υπαρκτό πρόσωπο, σύζυγος του Γιοχάνες Μπραντ, πλουσίου εμπόρου, που έζησε στο Άμστερνταμ στα τέλη του 17ου αιώνα και απόκτησε κι εκείνη το δικό της κουκλόσπιτο, σύμφωνα με τις επιταγές της εποχής. Λόγω του υψηλού κόστους, μόνο οι εύπορες κυρίες ήταν σε θέση να αποκτήσουν το δικό τους κουκλόσπιτο, γεγονός που σημαίνει πως είχαν αναπτύξει στενή σχέση με τον μινιατουρίστα, προκειμένου αυτός να έχει στη διάθεσή του τις απαραίτητες πληροφορίες ώστε να αποδώσει με πιστότητα το εκάστοτε νοικοκυριό.
Ο μινιατουρίστας είναι μια νέα, μυστηριώδης γυναίκα, κόρη ενός κορυφαίου τεχνίτη, η οποία αποδεικνύεται ανώτερη από τον πατέρα της, με εξαιρετική ικανότητα αλλά και ισχυρή διαίσθηση.
Η φωτογραφία του κουκλόσπιτου της Πετρονέλλα Όορτμαν εμφανίζεται στην πρώτη σελίδα του ομότιτλου μυθιστορήματος της Τζέσι Μπάρτον και είναι προφανές πως αυτό ήταν που την ενέπνευσε να το γράψει, αναπλάθοντας την εποχή και μεταφέροντας το πολιτισμικό πλαίσιο και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στα τέλη του 17ου αιώνα στο Άμστερνταμ. Οι ομοιότητες όμως σταματούν εκεί, μια και η Μπάρτον, σ’ αυτό το πρώτο μυθιστόρημά της, επιστρατεύει τη μυθοπλασία για να συμπληρωθούν τα κενά των πληροφοριών που αφορούν τόσο στην ιδιοκτήτρια όσο και στον κατασκευαστή του, ενώ ταυτόχρονα χρησιμοποιεί το σύμβολο του κουκλόσπιτου ως κεντρική μεταφορά για τον ψυχισμό αλλά και τη μεταμόρφωση των χαρακτήρων. Εδώ ο μινιατουρίστας (όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου) είναι μια νέα, μυστηριώδης γυναίκα, κόρη ενός κορυφαίου τεχνίτη, η οποία αποδεικνύεται ανώτερη από τον πατέρα της, με εξαιρετική ικανότητα αλλά και ισχυρή διαίσθηση, και δεν είναι απλώς ικανή να αποτυπώσει τη ζωή σε μικρογραφία αλλά μπορεί και προβλέπει το τι θα συμβεί στα μέλη της οικογένειας για την οποία εργάζεται, ποιος και πού θα χτυπηθεί, προδιαγράφοντας κατά κάποιο τρόπο το μέλλον, μέσα από τις πληροφορίες που της δίνονται για το παρελθόν και το παρόν τους. Η μινιατουροποιός είχε την ικανότητα να «βλέπει» τον εσωτερικό τους χρόνο, ο οποίος δεν αποτυπώνεται σε ώρες και μέρες, αλλά είναι αυτός που ορίζει το τι θα συμβεί.
«Η αιωνιότητα που μας διαφεύγει»
Ο Γιοχάνες την πρώτη νύχτα του γάμου αλλά και τις επόμενες, αποφεύγει το κρεβάτι της νεαρής συζύγου, και ως γαμήλιο δώρο της κάνει ένα κουκλόσπιτο –ένα υπέροχο και ακριβές αντίγραφο του δικού του σπιτιού– και την καλεί να το γεμίσει με έπιπλα μινιατούρες.
Η Πετρονέλλα Όορτμαν (Νέλλα Γκραντ στη συνέχεια του μυθιστορήματος) παρουσιάζεται ως ένα δεκαοχτάχρονο κορίτσι που έρχεται από την επαρχία στο Άμστερνταμ του 1686, στο σπίτι του συζύγου της, του εύπορου εμπόρου Γιοχάνες Μπραντ, στην ακριβότερη περιοχή της πόλης, δίπλα στο κανάλι. Ο γάμος είναι προϊόν συναλλαγής και όχι έρωτα: η επαρχιώτισσα Νέλλα προσφέρει νιάτα και φρεσκάδα με αντάλλαγμα ασφάλεια και άνεση.
Στο σπίτι αυτό, εκτός από τον σύζυγό της μένουν η ιδιόρρυθμη αδελφή του, Μαρίν που στα μάτια της φαντάζει τρομακτική και ο εντυπωσιακός Ότο, μαύρος με εβένινο δέρμα, πρώην σκλάβος και νυν πιστός ακόλουθος του συζύγου της. Ο Γιοχάνες, την πρώτη νύχτα του γάμου αλλά και τις επόμενες, αποφεύγει το κρεβάτι της νεαρής συζύγου, και ως γαμήλιο δώρο της κάνει ένα κουκλόσπιτο –ένα υπέροχο και ακριβές αντίγραφο του δικού του σπιτιού– και την καλεί να το γεμίσει με έπιπλα μινιατούρες, πληρώνοντας αδρά τον τεχνίτη. Το μόνο δικό της πλάσμα στο απέραντο σπίτι είναι ο παπαγάλος που έφερε από το χωριό της, αλλά την υποχρεώνουν να τον μεταφέρει στην κουζίνα· τα έντονα χρώματα δεν είναι καλοδεχούμενα σε αυτό το σπιτικό με την πουριτανική ηθική, ούτε και τα γλυκίσματα, ο αυθορμητισμός, ο έρωτας και εκδηλώσεις συναισθημάτων.
Εξαιτίας των καλβινιστών μπουργκομάστερ, οι κάτοικοι του Άμστερνταμ καταναλώνουν ζάχαρη στα κρυφά, ενώ η υποκριτική, πουριτανική ηθική απαγορεύει να έχουν στην κατοχή τους κούκλες ή άλλα αντίγραφα ανθρώπινων μορφών. Η συναισθηματική Νέλλα που αγαπάει τη ζάχαρη και τη σχέση με ανθρώπους, θέλει να ερωτευθεί και να χαρεί τον έρωτα και αντ’ αυτού τής προσφέρεται ένα κουκλόσπιτο, από τις πρώτες μέρες απελπίζεται και προσπαθεί να βρει τρόπους όχι για να προσαρμοστεί αλλά για να αλλάξει την κατάσταση στην οποία βρέθηκε. Ο μυστηριώδης μινιατουρίστας που προσλαμβάνει γνωρίζει περισσότερα για όλα τα μέλη της οικογένειας απ’ ό,τι η ίδια, ενώ ο κυρίαρχος γρίφος στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος είναι η ταυτότητά του και το πώς μπορεί και αντλεί τόσες πληροφορίες για τα μυστικά του Γιοχάνες και της αδελφής του Μαρίν.
Αποφασισμένη φεμινίστρια και μαχήτρια της ζωής
Στη συνέχεια η Νέλλα θα αποδειχτεί μια θαρραλέα γυναίκα η οποία παρότι βομβαρδίζεται από αποκαλύψεις σε σχέση με τις σεξουαλικές προτιμήσεις του συζύγου της, τη μυστική ερωτική σχέση της Μαρίν αλλά και το φύλο του μινιατουρίστα, θα παλέψει να κρατηθεί αλλά και να αναλάβει τη διαχείριση, την οικονομική διάσωση του σπιτιού, της περιουσίας και τέλος την ίδια την επιβίωση των ενοίκων.
Το πρόβλημα που διακρίνω στο μυθιστόρημα, πέρα από κάποιες περιττές, κατά τη γνώμη μου, περιγραφές, είναι ο ψυχισμός της κεντρικής ηρωίδας, η οποία εμφανίζεται να σκέφτεται και να δρα ως γυναίκα του 21ού αιώνα και όχι ως επαρχιώτισσα του 17ου.
Η Jessie Burton
|
Η Νέλλα προβάλλει ως μια αποφασισμένη φεμινίστρια που αρνείται να αποδεχτεί το ρόλο που της επιφυλάσσεται, δεν αποδέχεται το κουκλόσπιτό της το οποίο χαρακτηρίζει ως «ένα μνημείο της ανίσχυρης και παγιδευμένης θηλυκότητας της» – αντιδρά και θέλει να το συμπληρώσει με ό,τι εκείνη κρίνει απαραίτητο και που στο τέλος διεκδικεί όχι μόνο «το δικό της δωμάτιο», αλλά το δικό της σπίτι. Η Πετρονέλλα αποδεικνύεται πιο δυνατή από τα υπόλοιπα μέλη του σπιτιού, ακόμα και από αυτά του αντίθετου φύλου, ικανή και αποτελεσματική στις εμπορικές συναλλαγές και στις διαπραγματεύσεις, εγκαταλείπει το κουκλόσπιτο και περνάει στον εξωτερικό κόσμο, όπου αμφισβητεί τις αξίες του, τις ιδέες τους αλλά και την ευφυΐα τους. Εν τέλει τίθεται το ερώτημα: ποιος κόσμος είναι ο πιο περιορισμένος, αυτός που θεωρεί πως δικαιωματικά έχει κάθε εξουσία πάνω στους άλλους και δεν μπαίνει στον κόπο να ερευνήσει το περιβάλλον και τους ανθρώπους που έχει δίπλα του ή κάποιος που προετοιμάζεται αργά και σταθερά, έχοντας χρόνο να παρατηρεί, να εκπαιδεύεται και να αξιολογεί, παραμένοντας στη σκιά.
Το κουκλόσπιτο διαθέτει εντυπωσιακή αρχή και θέμα, και πέρα από κάποια λυρικά κλισέ, τις περιττές πραγματολογικές πληροφορίες και επαναλήψεις σκηνών, το μυθιστόρημα κατάφερε να φθάσει σε μεγάλο αριθμό αναγνωστών, γεγονός που αποδεικνύει πως μια δυνατή ιστορία εξακολουθεί να αποσπά το ενδιαφέρον του κοινού, με την προϋπόθεση, φυσικά, πως αυτή συνοδεύεται και από την ανάλογη προώθηση – γνωστή τακτική για όλα (σχεδόν) τα μπεστ σέλερ.
* Η ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ είναι συγγραφέας και μεταφράστρια.
Το κουκλόσπιτο
Jessie Burton
Μτφρ. Μυρτώ Καλοφωλιά
Εκδ. Πατάκη 2015
Σελ. 568, τιμή εκδότη €19,70