Για το μυθιστόρημα του Ivan S. Turgenev Πατέρες και γιοι (μτφρ. Ελένη Μπακοπούλου, εκδ. Άγρα).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Ο Μπαζάροφ είναι νιχιλιστής, αμφιλεγόμενος χαρακτήρας που μέσα του ένα σκοτεινό πάθος καίει – είναι άνθρωπος της νέας εποχής, της επιστήμης, του πειράματος, και δεν αναγνωρίζει τίποτε, «ni dieu ni maître»· ένας «επαναστάτης χωρίς αιτία».
Ο Μπαζάροφ είναι νιχιλιστής, αμφιλεγόμενος χαρακτήρας που μέσα του ένα σκοτεινό πάθος καίει – είναι άνθρωπος της νέας εποχής, της επιστήμης, του πειράματος, και δεν αναγνωρίζει τίποτε, «ni dieu ni maître»· ένας «επαναστάτης χωρίς αιτία». Μα, ο μηδενισμός του εντέλει είναι με «θετικό πρόσημο» και όχι νέτη άρνηση των πάντων. Παρά τον κυνισμό του, ερωτεύεται τη νεαρή χήρα Άννα Σεργκέγεβνα Οντιντσόβα, όπως κι ο Αρκάντι –σε μιαν επίσκεψη που κάνουν οι δύο νέοι στο υποστατικό της–, μονάχα που ο Αρκάντι τελικά κλίνει προς την εσωστρεφή κι ευαίσθητη αδελφή της Άννας Σεργκέγεβνα, την Κάτια, ενώ η Οντιντσόβα κι ο Μπαζάροφ, κι αν είναι ερωτευμένοι, αφήνουν αυτόν τον ερωτά τους να κουφοκαίει – ο Μπαζάροφ με τον πληγωμένο, σχεδόν θυμωμένο μηδενισμό του και η Άννα Σεργκέγεβνα με την απελπισμένη κενότητα της ζωής της, που στην ιστορία καθρεφτίζει αυτόν το μηδενισμό και τον συμπληρώνει.
Μπορεί ο Μπαζάροφ να απαξιώνει τους πάντες και τα πάντα, μα σαν χαρακτήρας έχει μιαν ακεραιότητα που φαίνεται στη μονομαχία του, με όπλα, με τον Πάβελ Πετρόβιτς και στην άρνησή του να δεχτεί έστω κι ένα καπίκι παραπάνω από τους γονείς του. Πιο πολύ, δείχνει να αισθάνεται κατά κάποιον τρόπο άβολα με την ανθρώπινη αδυναμία και με καθετί άλλο ανθρώπινο (λέει σ’ ένα μυρμήγκι που σέρνει μια μισοπεθαμένη μύγα: «Σέρνε, φίλε, σέρνε! Μη δίνεις σημασία που αντιστέκεται, εκμεταλλεύσου το ότι εσύ, με την ιδιότητα του ζώου, έχεις το δικαίωμα να αγνοείς τα αισθήματα κατανόησης, όχι σαν το δικό μας είδος που προκαλεί μόνο την αυτοσυντριβή του!»). Έτσι, πληγώνει τον πατέρα και τη μητέρα του – φιγούρες τραγικές στο τέλος, σπαραχτικές.
Ο Τουργκένιεφ ως ένα σημείο ξετυλίγει ανάλαφρα την ιστορία του, όπως όταν απαριθμεί για παράδειγμα τις προλήψεις της μητερούλας του Μπαζάροφ («δεν έτρωγε ούτε βοδινό, ούτε περιστέρια, ούτε αστακούς, ούτε τυρί, ούτε σπαράγγια, ούτε κολοκάσια, ούτε λαγούς, ούτε καρπούζια, διότι το κομμένο καρπούζι θυμίζει το κεφάλι του Ιωάννη του Πρόδρομου…») Ωστόσο, στην καρδιά αυτής της ελαφράδας ελλοχεύει η τραγωδία, με φόντο τη ρωσική ύπαιθρο και το ζήτημα των μουζίκων. Όταν παρεμπιπτόντως λέγεται: «Δεν ξέρω τι μου ’ρθε σήμερα να τα βάλω με τον πατέρα: τις προάλλες διέταξε να μαστιγώσουν έναν από τους μουζίκους, και έκανε πολύ καλά… γιατί είναι κλέφτης και φρικτότατος μέθυσος» κι αλλού: «Ο επιστάτης το είχε ρίξει ξαφνικά στο αραλίκι κι άρχισε μάλιστα να χοντραίνει, όπως χοντραίνει κάθε Ρώσος που δοκιμάζει το “ψωμί της ελευθερίας”», ο αναγνώστης νιώθει την τρομερή ένταση κάτω από την –όχι αδιατάραχτη έτσι κι αλλιώς– επιφάνεια μιας κοινωνίας που παραζαλισμένη βρίσκεται σ’ ένα μεταίχμιο. Άλλωστε, ο ίδιος ο μηδενιστής Μπαζάροφ είναι εντέλει και μια ενσάρκωση τούτης της έντασης.
Το Πατέρες και γιοι προκάλεσε σάλο με την έκδοσή του. Ο Τολστόι το απέρριψε, ενώ απεναντίας ο Ντοστογιέφσκι το υπερασπίστηκε.
Το Πατέρες και γιοι προκάλεσε σάλο με την έκδοσή του. Ο Τολστόι το απέρριψε γράφοντας γι’ αυτό: «…δεν υπάρχει ούτε μία σελίδα που να έχει γραφτεί με μία ανάσα, με καρδιοχτύπι, γι’ αυτό δεν υπάρχει ούτε μία σελίδα που να σου κόβει την ανάσα», ενώ απεναντίας ο Ντοστογιέφσκι, καίτοι αντίπαλος των απόψεων του Τουργκένιεφ, το υπερασπίστηκε: «Ε, τα άκουσε και ο Τουργκένιεφ για τον Μπαζάροφ, τον ανήσυχο και θλιμμένο Μπαζάροφ (γνωρίσματα μιας μεγάλης καρδιάς) παρά το μηδενισμό του…»
Ο ίδιος ο Τουργκένιεφ γράφει στο επίμετρό του:
«Δε θα πω πολλά για τις εντυπώσεις που προκάλεσε το μυθιστόρημα αυτό· θα πω μόνο ότι όταν επέστρεψα στην Πετρούπολη, την ίδια μέρα με τις γνωστές πυρκαγιές στην αγορά Απρακσίνσκι, η λέξη “μηδενιστής” κυκλοφορούσε ήδη σε χιλιάδες στόματα και το πρώτο που βγήκε από τα χείλη του πρώτου γνωστού που συνάντησα στη λεωφόρο Νιέφσκι ήταν: “Δείτε τι κάνουν οι μηδενιστές σας! Καίνε την Πετρούπολη!”»
Ένα μυθιστόρημα ίσως όχι ακριβώς ισορροπημένο στη σύνθεσή του, μα με χάρη στο πλάσιμό του (και αποδοσμένο επίσης με χάρη στα ελληνικά από την Ελένη Μπακοπούλου).
Σήμερα εμείς, από απόσταση ενάμισου αιώνα και με το πολιτισμικό χάσμα που χωρίζει τη δική μας δημοκρατική εποχή από τον κόσμο των αφεντάδων και των μουζίκων στο Πατέρες και γιοι, δεν μπορούμε μήτε να ψυχανεμιστούμε, καν, τους λόγους που το βιβλίο προκάλεσε όλον αυτόν τον ντόρο. Τι μένει λοιπόν; Μένει ένα μυθιστόρημα ίσως όχι ακριβώς ισορροπημένο στη σύνθεσή του («Μας προσφέρει, σε σύγκριση με άλλους μυθιστοριογράφους, μια σφαιρική και αρμονική εικόνα της ζωής», γράφει η Βιρτζίνια Γουλφ· ωστόσο «στην αφήγηση υπάρχουν επαναλήψεις και παρεκβάσεις») μα με χάρη στο πλάσιμό του (και αποδοσμένο επίσης με χάρη στα ελληνικά από την Ελένη Μπακοπούλου).
Τελικά, όπως η αγάπη καταφέρνει να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στον ετοιμοθάνατο Μπαζάροφ και τον πατέρα του, έτσι καταφέρνουν οι χαρακτήρες του Τουργκένιεφ, με την ειλικρίνειά τους και το βάθος τους, να γεφυρώσουν την απόσταση που χωρίζει κείνον τον κόσμο, της Ρωσίας στα μέσα του 19ου αι., από τον δικό μας – των τωρινών πατεράδων και των γιων τους.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, η νουβέλα «Μαύρο νερό» (εκδ. Κίχλη).
Πατέρες και γιοι
Ivan S. Turgenev
Μτφρ. Ελένη Μπακοπούλου
Άγρα 2015
Σελ. 342, τιμή εκδότη €16,50